Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2015

Η ΑΝΗΦΟΡΑ Νο 12 Αγώνας Επιβίωσης

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


            Καθόταν στο τραπέζι της ευρύχωρης κουζίνας. Το άπλετο φως του ήλιου που ζωντάνευε τον χειμωνιάτικο ουρανό, ταίριαζε με την χαρούμενη του διάθεση. Το άρωμα του καφέ, πλημμύριζε την ευρύχωρη κουζίνα.
 Ο Κώστας ντυμένος ήδη για το γραφείο, άλειφε με μέλι μια φρυγανιά. Χαμογελούσε αναπολώντας τα χθεσινοβραδινά. Η Μαριάνθη που κάτι τακτοποιούσε στο ψυγείο, γύρισε και τον κοίταξε.
            «Χαμογελάς ε; Παλιόπαιδο!» είπε. Ήρθε δίπλα του και του χάιδεψε τα μαλλιά.
            «Γιατί; Κακό είναι;» ρώτησε ο Κώστας και πιάνοντας απαλά το χέρι της, το έφερε στα χείλη του για ένα τρυφερό φιλάκι.
            «Κακό; Μα τι λες τώρα.... Χθες το βράδυ ξαναθυμήθηκα τα πρώτα μας χρόνια.»
            «Αλήθεια λες; Σου άρεσε;» ρώτησε ο Κώστας
            «Με ρωτάς; Δεν το βλέπεις στο πρόσωπό μου;»
            «Η αλήθεια είναι πως ένα πονηρό βλέμμα το βλέπω» απάντησε εκείνος.
Η Μαριάνθη έβαλε καφέ στο φλυτζάνι της συμπλήρωσε και του Κώστα με λίγο φρέσκο και κάθισε στη διπλανή καρέκλα.
            «Ξέρεις τι σκέφτομαι τώρα;» ρώτησε
            «Που να ξέρω. Μάγος είμαι;» είπε εκείνος ρουφώντας μια γουλιά ζεστό καφέ.
Η Μαριάνθη άπλωσε το χέρι της με τα μακριά κομψά δάχτυλα και το ακούμπησε απαλά στην αριστερή του παλάμη. Διέτρεξε με τον δείκτη  της, τα δάχτυλά του ένα – ένα και είπε κοιτάζοντας τον κατάματα:
            «Μάγος δεν είσαι. Μαγικά δάχτυλα όμως έχεις ... εκτός ...των άλλων … ξέρεις εσύ …χα χα χα.»
Ο Κώστας γέλασε σαφώς κολακευμένος, αλλά παρίστανε τον ντροπαλό.
            «Έλα τώρα. Τα παραλές.» της είπε κοιτώντας δήθεν το φλυτζάνι με τον καφέ του.
            «Δηλαδή για σένα Κώστα, ήταν όπως τις άλλες φορές; Και εδώ που τα λέμε ξέρεις πόσο καιρό είχαμε να κάνουμε . .. .»
            «Δεν  έχεις άδικο. Και μάλλον εγώ φταίω. Κάτι με είχε πιάσει τελευταία. Ίσως η κατάσταση στο γραφείο, που πάει απ’ το κακό στο χειρότερο ...  Αλλά χθες το βράδυ ...τι να πω ένιωσα κι εγώ σαν εικοσάχρονος χα χα χα!»
            «Εικοσάχρονος νεαρός στην ορμή,  αλλά ώριμος  άντρας στην τεχνική.» Είπε εκείνη δίνοντας του ένα χαϊδευτικό χαστουκάκι.
            «Τώρα που το σκέφτομαι, αλήθεια είχα πολύ καιρό να νιώσω έτσι. Εκεί …ξέρεις …. κάτω .. τα … ξέρεις είχαν μαραθεί, είχαν γεράσει τόσο καιρό στην αχρηστία. Τέτοια επιθυμία .... να σε … εμμ ... στην αγκαλιά μου...Ούτε μπορώ να φανταστώ  κι εγώ τι ήταν αυτό που με –ας το πούμε – ζωντάνεψε …»
            «Αλήθεια όμως ρε Κώστα εκτός απ την βραδινή μας ε ε ε ε …γιορτή  - και μη χαμογελάς με αυτό το πονηρό ύφος -  η χθεσινή μέρα  δεν ήταν κάπως παράξενη;  Τι  σ΄ έπιασε βρε παιδί μου εκεί στο εστιατόριο που είχαμε πάει με την Λιάνα και τον Αντρέα; Από κάποια στιγμή και μετά ήσουν άλλος άνθρωπος. Το θυμάσαι;»
            «Τι να σου πω ρε Μαριάνθη, υπάρχει μέσα μου ένα κενό. Θυμάμαι που πήγαμε σε κείνο το ρεστοράν. Θυμάμαι πως δεν είχε άλλους πελάτες κείνη την ώρα. Θυμάμαι  ακόμη και την μούρη του μαίτρ. Μετά;»
            «Μετά; Δεν θυμάσαι που κάποια στιγμή σηκώθηκες να πας στην τουαλέτα και μάλιστα τσαντίστηκες με τον μαιτρ γιατί – δεν θυμάμαι ούτε κι  εγώ τώρα γιατί;»
            «Ναι ναι αυτό το θυμάμαι! Θυμάμαι και την αντιπαθέστατη μούρη του μαιτρ. Αλλά αλήθεια σου λέω δεν θυμάμαι καν αν πήγα στην τουαλέτα. Πήγα;»
            «Ρε Κώστα δεν ξέρω αν πήγες στην τουαλέτα ή όχι, αλλά όταν γύρισες ήσουν στην κυριολεξία άλλος άνθρωπος. Έβρισες τον μαιτρ, τσακώθηκες με τον Αντρέα, τον είπες χαραμοφάη τον φίλο σου.  Είπες τσούλα την Λιάνα. Εμένα ούτε που θυμάμαι πόσο άσχημα μου μίλησες. Μετά όλο για μια κωλοανηφόρα μίλαγες  και για κάτι βρωμόγερους….. Πάντως αν πήγες στην τουαλέτα είμαι σίγουρη πως εκεί κάτι σου συνέβη. Κάτι πολύ παράξενο! »
            Ο Κώστας σηκώθηκε αναστατωμένος από όσα άκουγε και πήγε στο ψυγείο, γέμισε ένα μεγάλο ποτήρι παγωμένο νερό και το ήπιε μονορούφι. Επιστρέφοντας στο τραπέζι έμοιαζε προβληματισμένος.
            «Δεν θυμάμαι τίποτα. Έκανα εγώ αυτά τα πράγματα Μαριάνθη;» ρώτησε
            «Μόνο αυτά; Εδώ κάποια στιγμή κάθισες στο πάτωμα χάμω και άρχισες να κλαίς σα μωρό. Μετά άρχισες να τραβάς τα τραπεζομάντηλα απ΄ τα τραπέζια και να πετάς ότι υπήρχε πάνω τους. Ύστερα σηκώθηκες και μου έπιανες το στήθος μπροστά σε όλο τον κόσμο και ζήταγες ….γάλα!»
Ο Κώστας κάθισε δίπλα της. Βαθιές ρυτίδες αυλάκωναν το μέτωπό του.
            «Φαντάσου ρε Κώστα, πως όταν βγήκαμε για να φύγουμε μου έδωσες εμένα τα κλειδιά του αμαξιού γιατί είπες πως δεν ήξερες να οδηγάς. Ποιος; Εσύ: Αμ το άλλο; Όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο δεν ήξερες πώς να βάλεις μουσική στο ραδιόφωνο και μου ζήτησες εμένα να σου βρω κάποιο σταθμό που να έχει άριες του  Παβαρότι!»
            «Ε! Όχι! Φώναξε ο Κώστας. Παβαρότι εγώ; Μα εγώ, τις όπερες τις σιχαίνομαι. Μαριάνθη, μου λες αλήθεια; Άκου Παβαρότι!»
            «Παβαρότι μάλιστα! Και επειδή δεν έβρισκα θύμωσες κι έκανες σαν μικρό παιδί. Έβαλες τα χέρια σου ανάμεσα στους μηρούς σου κατέβασες το κεφάλι μούτρωσες μουρμουρίζοντας: Παλίογερος – Βρομόγεροι  και άλλα τέτοια!»
            «Μα τρελός ήμουν; Μετά; Εδώ στο σπίτι;» ρώτησε ο Κώστας.
            «Μόλις φτάσαμε σπίτι, πήγες κατευθείαν για ύπνο. Δυο ώρες μετά ξύπνησες και το πρώτο πράγμα που έκανες ξέρεις ποιο ήταν;»
            «Θυμάμαι!» Φώναξε ο Κώστας χαμογελώντας «κάθισα δίπλα σου στον καναπέ, σε πήρα στην αγκαλιά μου και σε φίλησα όπως δε σε είχα φιλήσει ποτέ …. Έτσι δεν είναι;»
Η Μαριάνθη χαμογέλασε.
            «Ακριβώς.! Τι φιλιά ήταν αυτά ρε Κώστα που τα είχες φυλαγμένα; Χα χα χα»
            «Μάλλον θα ξύπνησε το Ιταλικό μου ταμπεραμέντο!» είπε ο Κώστας
            «Λες να σε θυμήθηκε ο μακαρίτης ο παππούς σου ο Φάμπιο ο Ναπολιτάνος;»
            «Δεν αποκλείεται, αφού είναι μέσα στα γονίδιά μου. Ήταν πολύ γυναικάς ο νόνο – ο παππούς -Φάμπιο όπως τον έλεγα.»
            «Ξέρεις Κώστα;» είπε η Μαριάνθη σαν να της ήρθε μια νέα ιδέα, «μπορεί αν συνδυάσουμε όλα μωρουδίστικα καμώματα που έκανες το μεσημέρι στο εστιατόριο, με την   εμμμ … εξαιρετική σου απόδοση το βράδυ στο … καταλαβαίνεις … μπορεί λέω,  να έχουνε κάποια σχέση. Κάτι ορμονικό ας πούμε. Λέω τώρα!»
            Ο Κώστας την άκουγε χωρίς να την διακόπτει.  
«Τι να σου πω ρε Μαριάνθη! Όλα είναι πιθανά!» Χαμογέλασε «Μήπως θέλεις λίγο ακόμα, πριν φύγω;»
            «’Έλα, έλα πήγαινε τώρα. Άργησες. Μπορεί να τα ….ξαναπούμε το βράδυ …χα χα χα»
           
           
ΣΤΗ ΣΗΡΑΓΓΑ 

            Μόλις ο Κώστας είδε εκεί στο βάθος εκείνη την τεράστια σφαίρα, που έμοιαζε να φωτίζεται αμυδρά από κάπου, ένιωσε μέσα του επιτακτική την ανάγκη να επιταχύνει την κίνηση του γιατί κάτι μέσα του, του έλεγε πως έπρεπε να φτάσει εκεί. Αντιλήφθηκε ότι το τούνελ μέσα στο οποίο βρισκόταν ήταν πλημμυρισμένο από ένα παχύρευστο υγρό. Έπρεπε να κολυμπήσει εκεί μέσα για να φτάσει στο σαν άστρο αχνό, σφαιρικό σώμα εκεί στο βάθος.
            Κοίταξε γύρω του. Πολλοί γέροι πλάι του και πίσω του φαίνονταν κι αυτοί αποφασισμένοι να φτάσουν στη σφαίρα. Μα γιατί όλοι έσπευδαν με τόση μανία για κει;
Η άλλη απορία που γεννήθηκε στο μυαλό του, ήταν το που βρέθηκαν τόσοι γέροι σαν  κι αυτόν εκεί μέσα, σε κείνο το παράξενο τούνελ.
Κάποια στιγμή το έδαφος από κάτω τους έκανε μια κυματιστή κίνηση και έδωσε στο υγρό μέσα στο οποίο κολυμπούσαν μια ώθηση που τους ανάγκασε όλους να βάλουν τα δυνατά τους για μη βρεθούν πίσω. Φαίνεται πως όλοι όπως κι αυτός ήξεραν, πως η προς τα πίσω κίνηση σήμαινε θάνατο. Όλοι κοιτάζονταν μεταξύ τους.
Ο Κώστας έβλεπε στα πρόσωπα τους το πείσμα να ξεπεράσουν τον διπλανό τους για  να φτάσουν πρώτοι στην σφαίρα στο βάθος.
            Τώρα  όμως κάτι είχε αλλάξει στο τρόπο που κολυμπούσαν.
Το πρόσεξε ο ίδιος ο Κώστας στον εαυτό του, όταν κάποια στιγμή για ελάχιστα δευτερόλεπτα είδε το κορμί του να καθρεφτίζεται στο υγρό και γλιστερό πλαϊνό τοίχωμα του τούνελ. Απίστευτο! Κι όμως!
Ο Κώστας κολυμπούσε σαν ψάρι. Όπως και οι άλλοι γέροντες.
            Κάποια στιγμή κάτι κόκκινες μεγάλες μπάλες, άρχισαν να κυλούν από τα βάθη του τούνελ προς το μέρος τους. Με την ταχύτητα τους αλλά και τον όγκο τους παρέσυραν πολλούς γέρους προς τα πίσω. Πάνε αυτοί. Θα στοιβάζονταν εκεί στην πιτσαρία στη σειρά των νεκρών γερόντων.
            Όταν ηρέμησαν τα πράγματα ο Κώστας, κοίταξε γύρω του. Τώρα είχανε μείνει λιγότεροι αλλά και πάλι ήταν αρκετοί.
Αυτό το κάτι μέσα του, του φώναζε ότι δεν έπρεπε να φτάσει κανείς άλλος εκεί στην γιγαντιαία σφαίρα στο βάθος. Οι σαν ψαριού κινήσεις του εντάθηκαν. Είχε την αίσθηση ότι ίσως και να υπερτερούσε των άλλων. 
            Τώρα το ύψος του υγρού μέσα στο οποίο κολυμπούσαν είχε αισθητά μειωθεί και ένιωθε πως ακουμπούσε στον πυθμένα που του φάνηκε μαλακός και γλιστερός. Δεν ήταν εύκολο να γλιστράει πάνω σε στερεή επιφάνεια όση μαλακή κι αν ήταν. 
Ο τρόπος που είχαν βρει αυτός και οι άλλοι γέροντες να κινούνται εκεί μέσα, ήταν πιθανόν να τους υπαγορεύτηκε από όποιον έφτιαξε και την Ανηφόρα.
            Ξαφνικά νόμισε πως άκουσε αλαλαγμούς. Μείωσε για λίγο την ταχύτητα του και αφουγκράστηκε. Δεν πρόλαβε να σταθεί και κάτι τεράστια λευκά πλάσματα με πλοκάμια εμφανίστηκαν αγριεμένα και  άρχισαν να κυνηγούν με μανία όποιον έβρισκαν εκεί μέσα. Όσους έπιαναν τους καταβρόχθιζαν με τόση ευκολία που ούτε προλάβαιναν να καταλάβουν ότι εξαφανιζόταν στο εσωτερικό αυτών των  λευκών πλασμάτων. Η ταχύτητα τους ήταν απίστευτη αλλά και η ικανότητά τους να ανακαλύπτουν ακόμη και κείνους τους γέρους που κρύβονταν πίσω από κάτι σωλήνες που μέσα τους φαινόταν να έτρεχε κάποιο υγρό.
            Ο Κώστας, γύρισε πίσω του να δει που να κρυφτεί και με μεγάλη έκπληξη είδε τον γέρο Φάμπιο να του κάνει νόημα να προχωράει χωρίς να νοιάζεται.
«Προχώρα !» Φώναζε χωρίς όμως να ακούγεται η φωνή του.
            Μα ο Φάμπιο! Πως βρέθηκε εκεί; Αυτός δεν μπορούσε να περπατήσει στο στέρεο έδαφος της Ανηφόρας. Εδώ; Πως τα κατάφερε; Και όχι μόνο αυτό αλλά είχε αλλάξει και εμφάνιση. Μα πως έγινε έτσι;
            Τώρα όμως δεν ήταν ώρα για απορίες. Τώρα έπρεπε να αποφεύγει κείνα τα λευκά αχόρταγα τέρατα . Έπρεπε να φτάσει την σφαίρα εκεί πάνω. Νόμιζε μάλιστα ότι τον περίμενε.
Αυτό βέβαια ήταν αστείο. Μια τόσο μεγάλη, σαν ήλιος σφαίρα να περιμένει αυτόν τον ασχημόγερο; Ναι αλλά από την άλλη γιατί όλοι οι γέροντες όπως αυτός και ο Φάμπιο τρέχαν σαν τρελοί να φτάσουν εκεί; Τι είχαν να κερδίσουν; Μήπως η σφαίρα είχε κάτι να κερδίσει;
            Κάποια στιγμή που του φάνηκε αιώνας, τα λευκά κείνα τέρατα όπως ήρθαν, με αλαλαγμούς, έτσι πάλι με αλαλαγμούς χαθήκαν. Είχαν όμως ξεπαστρέψει έναν τεράστιο αριθμό γερόντων.  Πως θα χώραγαν εκεί στην πιτσερία τόσοι γέροι;
Αλλά τι τον ένοιαζε αυτόν. Αυτός ήταν ακόμη εκεί στην πορεία προς την σφαίρα.
 Και ο Φάμπιο από πίσω του. Μα πως ήταν έτσι ο Φάμπιο; Κοίταξε τριγύρω. Μα τι ήταν τούτο πάλι. Όλοι οι γέροι σαν τον Φάμπιο είχαν γίνει. Πως άλλαξαν έτσι;
            Να πάρει η ευχή εδώ τώρα το τούνελ σχημάτιζε μια καμπύλη προς τα μέσα. Ήταν πολύ σκοτεινά και έτσι δεν μπορούσε να δει το είδωλό του στο γλιστερό τοίχωμα της σήραγγας. Μήπως είχε γίνει κι αυτός σαν τους άλλους; Μήπως όμως από την αρχή ήταν έτσι;
            Τώρα αυτός και μερικοί άλλοι, μαζί τους και ο Φάμπιο είχαν φτάσει πολύ κοντά στην γιγάντια σφαίρα που φαινόταν να πάλλεται λες και τους προκαλούσε να πάνε εκεί.
            Είδε μερικούς γέροντες να ορμούν κολυμπώντας με την κίνηση ψαριού που είχαν αποκτήσει και  με όλη τους τη δύναμη να πέφτουν με  το κεφάλι  πάνω στη σφαιρική επιφάνεια. Αμέσως όμως έπεφταν νεκροί στο υγρό δάπεδο.
            Η θεόρατη σφαίρα έμοιαζε σαν να φχαριστιόταν όλο αυτό το  .... μακάβριο πανηγύρι που γινόταν εκεί γύρω της.
            Ο Κώστας ένιωσε κάποια στιγμή πως ήταν η δική του σειρά να επιτεθεί στην προκλητική σφαίρα που του έφραζε τον δρόμο. Για που; Δεν είχε ιδέα.
Βλέπει από δίπλα του τον Φάμπιο να παίρνει φόρα και με ταχύτητα που ούτε είχε φανταστεί ο Κώστας πως διέθετε ο γερό Φάμπιο, να κολυμπάει και να δίνει μια ισχυρότατη κεφαλιά στην επιφάνεια αυτής της προκλητικής σφαίρας.
            Δυστυχώς όμως το κεφάλι του φίλου του – έτσι τον ένιωθε τώρα – έγινε κομμάτια και το κορμί του χάθηκε στο υγρό που κυλούσε μέσα στη σήραγγα.
            Μόλις είδε το κακό τέλος του Φάμπιο ο Κώστας αποφάσισε να τα δώσει όλα για όλα. Σφίγγοντας τους μυς του κορμιού του, που ένιωθε εντελώς αλλαγμένο, τινάχτηκε προς τα εμπρός με την ψαρίσια κίνηση που απόκτησε κι αυτός.
Λίγο πριν συγκρουστεί με την σφαίρα, έτσι, για κλάσματα του δευτερόλεπτου του γεννήθηκε η επιθυμία να τα παρατήσει.
Όμως, νίκησε το πείσμα του. Με ένα τελευταίο ισχυρό τίναγμα, χτύπησε πάνω στο τοίχωμα της σφαίρας  και κείνο ...... τον δέχτηκε ανοίγοντας μια σταλιά!
Λες και περίμενε μόνο εκείνον. Χώθηκε μέσα και το τείχος της σφαίρας ξανάκλεισε....  Είχε όμως την αίσθηση  πως ένα κομμάτι του κορμιού του, το πίσω μέρος, είχε μείνει απ΄ έξω.
            Δεν πρόλαβε να καταλάβει που βρισκόταν, όταν δεκάδες απαλά, σαν ζεστά μαξιλάρια πλάσματα έρχονταν και κολλούσαν πάνω του γλυκά - γλυκά . Ήταν σαν να τον αγκάλιαζαν με χαρά λες και τον περίμεναν.
            Σε λίγο αγκαλιασμένος με τους φιλόξενους τύπους αυτού του νέου  κόσμου που ζούσε μέσα στην τεράστια σφαίρα, άρχισε ν΄ακούει κάτι σαν τραγούδι :
«Μαρία άνθη, Μαρία άνθη ....» τραγούδαγαν όλοι μαζί. Ξέχασε πια τα βάσανα της Ανηφόρας.
Θυμήθηκε τον νεαρό με τις τρεις ελιές σε σχήμα ισόπλευρου τριγώνου εκεί στην πλάτη που πρωτοείπε κείνο το: «Μαρία άνθη». Τι να ‘γινε άραγες....
Κι αυτός όμως αλήθεια πως βρέθηκε εκεί; Ένιωθε από κάπου βγήκε. Από πού όμως;      Τώρα όμως δεν είχε πια σημασία. Ενωμένος πια με τους καινούργιους του φίλους άρχισαν να γίνονται πολλοί με έναν περίεργο τρόπο.
 Οι δυο γίνονταν τέσσερις. Οι τέσσερις οκτώ. Οι οκτώ δεκάξι .... και  έτσι πήγαινε συνέχεια .... κι όλο μαζί με τους άλλους άλλαζε σχήμα. Γινόταν κάτι άλλο…
Και ακουγόταν το τραγούδι: «Μαρία άνθη, Μαρία άνθη...» που σιγά, σιγά όμως, για άγνωστο λόγο άλλαζε: «Μαρία  άν ...  Μαρ ... Μα... Μαμ... Μαμ...α,  Μαμ...α ... .Μαμά....Μαμά....Μαμά ...»
«Τι όμορφο τραγούδι. Τι όμορφη λέξη! » σκέφτηκε.
Τι όμορφα που ήταν εκεί μέσα στη ζεστασιά. Τι όμορφα που κολυμπούσε μέσα στην  γαλήνη εκείνη, αλλάζοντας διαρκώς.  Πόσο θα ήθελε να μείνει εκεί για πάντα, ακούγοντας τον ρυθμικό εκείνο ήχο - ντούπ, ντούπ ντούπ -που ερχόταν από κάπου μακριά και τον νανούριζε;
Θα έμενε όμως; 
Ή μήπως κάποια στιγμή, κάποια μάτια θα έβλεπαν στην πλατούλα του, τρεις ελιές σε σχήμα ισόπλευρου τριγώνου και θα χαμογελούσαν;

Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2015

Η ΑΝΗΦΟΡΑ Νο 11 - Εκεί στο βάθος...


           
            Η απίστευτη θέα εκείνου του τεθρίππου άρματος με τα γκρίζα άλογα που κατευθυνόταν με απίστευτη φόρα καταπάνω του, σηκώνοντας σύννεφα κιτρινωπής σκόνης, καθήλωσε  τον Κώστα εκεί που στεκόταν.
Όταν όμως είδε, πως στην θέση του ηνίοχου στεκόταν ένα ολόρθο μαυριδερό πανύψηλο άγαλμα, τρόμαξε τόσο πολύ, που  αποφάσισε να φύγει προς τα πίσω και κάτω, όποιο και να ήταν το τίμημα.
«Μηη πίσωωωω!!!» Άκουσε τον Φάμπιο να φωνάζει.  Η φωνή του υπέργηρου  για κάποιο παράξενο λόγο είχε αποκτήσει μια εξαιρετικά αιχμηρή νότα, τόσο διαπεραστική, που πόνεσαν τα αυτιά του.
Αυτός ο πόνος τον σταμάτησε την τελευταία στιγμή από του να κάνει το μοιραίο λάθος. Το λάθος, του προς τα πίσω βήματος, που θα τον γκρέμιζε στα τάρταρα μιας ρωγμής της Ανηφόρας.
            Στάθηκε εκεί  και ανήμπορος να κάνει το οτιδήποτε, παρακολουθούσε τα τεράστια άλογα πού κάλπαζαν ορμητικά με συντονισμένο ρυθμό, να ορμούν προς εκείνον.
Η καρδιά του δεν χτυπούσε σαν τις άλλες φορές που βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Τώρα ήταν λες και είχε χωθεί στο στόμα του. Δεν μπορούσε να ανασάνει. Άκουγε τον καλπασμό των αγέρωχων ζωντανών που τράνταζαν το έδαφος όπου στεκόταν. Δεν μπορούσε ούτε καν να καταπιεί από τον τρόμο.
Από μέσα του πάντως μια φωνή του ψιθύριζε: «Μα τι φοβάσαι. Άλογα είναι!»
            Λίγα, ελάχιστα εκατοστά πριν τον συνθλίψουν με τα δυνατά τους πόδια, σταμάτησαν ακριβώς μπροστά του. Μια στυφή μυρωδιά  αναδυόταν απ τα ιδρωμένα τους κορμιά. Απ’ τα παλλόμενα ρουθούνια τους έβγαινε αχνιστή η ανάσα τους.
Στάθηκαν και τα τέσσερα μπροστά του. Τα μάτια τους είχαν καρφωθεί πάνω του. Τον κοίταζαν χωρίς καν να πεταρίζουν τα βλέφαρά τους.
            Άκουσε πίσω του τον Φάμπιο να επαναλαμβάνει κάτι ακατάληπτο με μια φωνή που έτρεμε. Ούτε που γύρισε να τον κοιτάξει. Δεν του το επέτρεπαν τα βλέμματα των τεσσάρων πανίσχυρων ίππων που στέκονταν παρατεταγμένα εκεί μπροστά του και τον ανάγκαζαν να τα κοιτάζει διαδοχικά, το ένα μετά το άλλο, λες και κάτι του ΄λεγε το καθένα.
Με μεγάλη προσπάθεια απέσπασε για μια στιγμή τα μάτια του από τα άλογα και σηκώνοντας το κεφάλι του κοίταξε το ακίνητο μπρούντζινο – έτσι έμοιαζε τουλάχιστον – άγαλμα που στεκόταν ολόρθο στη θέση του ηνίοχου, ντυμένου με έναν μακρύ χιτώνα. Από τα τεντωμένα του χέρια κρέμονταν ηνία. Τα ηνία όμως αυτά δεν έφταναν ως στα άλογα. Ήτανε κομμένα. Το κεφάλι του αγάλματος με το τέλειο σε αναλογίες πρόσωπο, ήταν ελαφρώς στραμμένο προς το μέρος του Κώστα και τα ολόμαυρα, μεγάλα, ανέκφραστα του μάτια τον κοίταζαν. Ή έτσι του φαινόταν.
 Ο Κώστας είχε μια παράξενη αίσθηση ότι κάτι του διαμήνυε τούτο το τεχνητό βλέμμα αλλά δεν πρόλαβε να αποκωδικοποιήσει τι ήταν, καθώς το άλογο που στεκόταν ακριβώς απέναντι του, εκατοστά πιο κει, τον έσπρωξε απαλά με την μουσούδα του.  Αυτή η απαλή επαφή κατά έναν περίεργο τρόπο όχι μόνο δεν τον ενόχλησε, αλλά η ζεστασιά της ανάσας του ζώου τον καταπράυνε.
Τα τέσσερα άλογα κοιτάζοντάς τον διαρκώς άρχισαν  αργά – αργά να στρίβουν και σε λίγο ο Κώστας βρέθηκε να στέκεται πλάι στο άρμα, δίπλα  απ εκεί όπου ορθωνόταν το άγαλμα  που κρατούσε τα κομμένα ηνία.
            Τα άλογα έμοιαζαν ανυπόμονα. Έσερναν τα πόδια τους στο χώμα, βγάζοντας ένα σιγανό αλλά επίμονο χλιμίντρισμα. Κουνούσαν τις ουρές τους λες και έδιωχναν ανύπαρκτες μύγες. Κάθε τόσο μάλιστα γύριζαν ταυτόχρονα τα κεφάλια τους και τον κοίταζαν σα να του ‘λεγαν: «Μα τι κάνεις;»
Κατάλαβε. Γύρισε, πίσω και κοίταξε τον Φάμπιο που είχε καθίσει χάμω και του έκανε με το χέρι νόημα ‘’φύγε, φύγε’’.
            Αυτή η χειρονομία του Φάμπιο αλλά περισσότερο το βλέμμα των τεσσάρων αλόγων τον ενθάρρυναν και χωρίς να διστάσει λεπτό, ανέβηκε πάνω στο άρμα δίπλα στο πανύψηλο άγαλμα. Ακούμπησε τα χέρια του μπροστά στο κουβούκλιο  και είπε χωρίς να ξέρει ποιός του έδωσε την άδεια:
«Πάμε!»
Ήταν τόση η ορμή με την οποία έφυγαν τα πανίσχυρα άλογα που αναγκάστηκε για να μη πέσει, να αγκαλιάσει το μπρούντζινο άγαλμα δίπλα του που στεκόταν ακλόνητο.
 Αμέσως όμως ο καλπασμός απόχτησε μια ταχύτατη μεν, αλλά κανονική ροή.
Ήταν περίεργο  τώρα όμως, παρά την γρηγοράδα με την οποίαν ανέβαιναν την Ανηφόρα, δεν υπήρχε ούτε κόκκος σκόνης που να σηκώνεται από χάμω.
Εκείνο που τον παραξένεψε πάντως περισσότερο ήταν ενώ έβλεπε μπροστά του τα άλογα  -που κανείς δεν έμοιαζε να τα οδηγεί- να καλπάζουν με όλη τους την ταχύτητα,  δεν ένιωθε τον αέρα να του χτυπάει το πρόσωπο ή να τον ενοχλεί στα μάτια.  Είχε την αίσθηση ότι τούτο το άρμα με την κίνηση του δημιουργούσε ένα διάδρομο …κενού από αέρα. Εκείνος όμως ανέπνεε χωρίς πρόβλημα.
            Μόλις συνήθισε την κίνηση των ίππων, αλλά και την όρθια στάση που βρισκόταν ο ίδιος λες και ήταν κι αυτός ένα ζωντανό άγαλμα, άρχισε να παρατηρεί γύρω του.
            «Μα αυτό είναι…. Μα …πως; » είπε ξαφνιασμένος,  καθώς τώρα μόνο έβλεπε δεξιά κι αριστερά του, άλλους γέρους ν’ ανηφορίζουν εξαντλημένοι. Ενώ περνούσε δίπλα τους με ταχύτητα και με τον θόρυβο που έκανε ο καλπασμός των τεσσάρων αλόγων, κανείς τους δεν γύρισε ούτε καν να δει τι ήταν αυτό που τους προσπερνούσε. Είδε πολλούς να έχουν ξαπλώσει στο στεγνό έδαφος της Ανηφόρας. Μπορεί .. ίσως … και να ήταν …τέλος πάντων για την …πιτσαρία εκεί κάτω στη σειρά με τους άλλους νεκρούς γέρους.  
Γύρισε πίσω του να δει αν φαινόταν πουθενά ο Φάμπιο. Αλλά προφανώς είχε μείνει πολύ πίσω.
            Βλέποντας τους άλλους γέροντες που κατευθύνονταν προς την κορφή πάνω εκεί, με κόπο και σίγουρα με πόνο, δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί:
Εκείνος γιατί βρισκόταν πάνω σε τούτο το άρμα κι ανέβαινε τρέχοντας; Ήταν καλό αυτό ή όχι;
            Δεν πρόλαβε να πάρει απάντηση από τον ίδιο του τον εαυτό γιατί κάτι εντελώς απρόσμενο βρισκόταν τώρα μπροστά του και το πλησίαζαν.
Τα άλογα μείωσαν την ταχύτητα τους και αργά - αργά σταμάτησαν. Γύρισαν ταυτόχρονα  και τα τέσσερα και τον κοίταξαν. Κατάλαβε. Έκανε να κατέβει, αλλά ένα από τα λουριά – ηνία που κράταγε το άγαλμα δίπλα του, κινήθηκε σα φίδι προς το μέρος του και με ιδιαίτερη απαλότητα ήρθε και τυλίχτηκε γύρω από τη μέση του.
            Ο Κώστας κατέβηκε .
Βρισκόταν μπροστά στην είσοδο μιας σκοτεινής σήραγγας. Στάθηκε για λίγο κοιτάζοντας την. Είχε την αίσθηση ότι δεν ήταν δυνατόν να κάνει τίποτα άλλο παρά να μπει εκεί μέσα. Γύρισε και είδε πίσω του τους άλλους γέροντες που πάσχιζαν κι αυτοί να φτάσουν εκεί.
            Τον παραξένευε μάλιστα το γεγονός ότι όχι μόνο δεν τον φόβιζε το σκοτάδι που έμοιαζε να κυριαρχεί εκεί μέσα, αλλά αντιθέτως είχε την αίσθηση ότι ήταν κάτι που αν το έκανε με επιτυχία, ίσως να ήταν ο μόνος δρόμος για την σωτηρία ή έστω για την έξοδο του στο φως ενός κανονικού ήλιου.
Του ήρθε άξαφνα και η εικόνα της πλάτης του νεαρού με τις τρείς ελιές σε σχήμα ισοσκελούς τριγώνου. Τι σχέση είχε τώρα αυτό;
            Το λουρί  - ηνίο, που τυλίχτηκε γύρω από την μέση του τον έσφιξε σαν να τον προέτρεπε να συνεχίσει. Γύρισε να δει το άρμα που τον είχε φέρει ως εδώ, αλλά το μόνο πράγμα που είδε ήταν οι πατημασιές των αλόγων που είχαν μείνει εκεί, λες και του θύμιζαν κάποιο καθήκον.
            Χάιδεψε απαλά το ηνίο που μια άκρη του κρεμόταν απ τη μέση του και με αποφασιστικό βηματισμό παρακάμπτοντας άλλους γέρους που συνωστίζονταν στην είσοδο μπήκε στην σήραγγα … και εκεί όλα άλλαξαν!
            Ένα παχύρευστο υγρό τον παρέσυρε και τον κόλλησε στα τοιχώματα της σήραγγας. Εκεί βρέθηκε ανάμεσα σε παράξενους σωλήνες φτιαγμένους από κάποια γλιστερή μαλακιά ύλη και προσπάθησε να κινηθεί προς εμπρός. Τα χέρια του δεν εύρισκαν εύκολα κράτημα για να τραβήξουν το υπόλοιπο κορμί του. Ένιωθε ότι βρισκόταν σε ένα πολύ επικίνδυνο και όξινο περιβάλλον. 
Κοίταξε γύρω του. Πολλοί από τους άλλους γέρους που μπήκαν φαίνονταν εξουθενωμένοι και κείτονταν δάπεδο της σήραγγας. Άλλοι πάλευαν όπως αυτός να προχωρήσουν σερνόμενοι στο γλιστερό τοίχωμα αυτού του τούνελ.
            Μα που τον έφεραν τα τέσσερα άλογα με τον μαύρο ηνίοχο;
Γιατί ένιωθε ότι έπρεπε να χρησιμοποιήσει κάθε ικμάδα θέλησης αλλά και όσης δύναμής του απέμενε, για να προχωρήσει σε κείνο το άκρως εχθρικό περιβάλλον;
Όδευε προς το τέλος! Το ήξερε!
Κι αν ήταν μια αρχή; Δεν το ‘ξερε!
Μα εκεί στο βάθος μια σφαίρα φάνηκε να λαμπυρίζει αχνά στο σκοτάδι, σαν αστέρι μακρινό….

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

Η ΑΝΗΦΟΡΑ Νο 10 - ΗΝΙΟΧΟΣ

                

             Αμέσως μόλις ο Κώστας περνώντας μέσα από την καταπακτή βρέθηκε έξω, στο στεγνό τοπίο της Ανηφόρας, ένιωσε σαν κάποιος  να τον πέταξε με τις κλωτσιές  από κείνο το παράξενο κτίριο. Τώρα ήταν πεσμένος μπρούμυτα στο χώμα έχοντας ακόμη στ’ αυτιά του εκείνη την φοβερή σαν ουρλιαχτό κραυγή «ΜΗΗΗ!  ΟΧΙΙΙΙ  ΑΚΟΟΜΑΑΑΑ …..», την ώρα που πήγαινε να σηκώσει το πλασματάκι εκείνο που κειτόταν μούσκεμα στο δάπεδο.  
«Μη! Όχι ακόμα» …τι άραγε;
            Γύρισε να δει το κτίριο όπου είχε αφήσει το μωρό ….
Κτίριο όμως δεν υπήρχε. Ανακάθισε και παραξενεμένος περιέφερε το βλέμμα του τριγύρω. Κι όμως κτίριο όπως εκείνο όπου … του μίλησε (;) η βροχή και μάλιστα τεράστιο, δεν φαινόταν πουθενά.
Η Ανηφόρα και το τείχος που πήγαιναν παράλληλα ήταν η μοναδική θέα.
            «Μα πως; Αφού ήμουν εκεί μέσα. Τα σύννεφα, οι αστραπές, η βροχή; Το ουρλιαχτό; Όλα αέρας κοπανιστός;»
Ερωτήματα χωρίς απάντηση.
«Και τώρα; Το μωρό; Ο Χωρίς Όνομα; Μόνος πάλι;» Μονολογούσε φωναχτά. Αλλά και να φώναζε ακόμα, οι απαντήσεις θα ήταν απλώς το …κενό!
«Οι τρείς ελιές εκεί ψηλά στην ωμοπλάτη; Η γυναίκα; Εκείνο το Μαρία άνθη που έλεγε ο νεαρός;»
Άδικα πάσχιζε να βρει κάποια έστω και λειψή απάντηση, αλλά με κάθε απορία που πρόσθετε στις ήδη υπάρχουσες, το κενό μεγάλωνε.
            Αποφάσισε να  παρατήσει το – ας το πούμε – χωρίς νόημα πια παιχνίδι των ερωτήσεων και να σταθεί στα πόδια του με όση δύναμη μπορούσε να αντλήσει και να συνεχίσει την υποχρεωτική προς τα πάνω πορεία.
            Αμέσως είδε ή μάλλον ένιωσε ότι εκείνη η ενεργητικότητα που του έδινε η θέα και μόνον εκείνου του ισοσκελούς τριγώνου με τις ελιές στην πλάτη του νεαρού, τον είχε εγκαταλείψει.
Πως θα έφτανε τώρα στην καταραμένη κείνη κορυφή  της Ανηφόρας; Μήπως η μοίρα του ήταν να προστεθεί κι αυτός τελικά στη σειρά με τα πτώματα που ήταν αραδιασμένα με τάξη, εκεί κάτω στην λεγόμενη πιτσαρία των γέρων;
            Έσφιξε τα δόντια. Η γεροντική μασέλα πόνεσε. Τότε μόνο σκέφτηκε να βάλει το δάχτυλο στο στόμα να δει αν είχε ακόμη όλα του δόντια. Το έκανε όπως θα έκανε αν τα βούρτσιζε και προς μεγάλη του χαρά διαπίστωσε πως γέρος – γέρος, όμως όλα του τα δόντια ήταν εκεί. Εντάξει, για αρκετά απ΄ αυτά όμως ένιωθε πως δεν θα …κοσμούσαν για πολύ ακόμη την  στοματική του κοιλότητα .
Τουλάχιστον όμως, κατά κάποιον τρόπο ήταν αρτιμελής – αν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αυτή η έκφραση, για τα δόντια βέβαια.
            Βάλθηκε να συνεχίσει την άνοδο. Κουτσά στραβά τα κατάφερνε. Εντάξει πολλές φορές, πάνω στην προσπάθεια να αυξήσει κάπως την ταχύτητα παραπατούσε με κίνδυνο να σωριαστεί και ποιος ξέρει με ποιες συνέπειες.
 «Δε λένε εκεί – κάπου, τέλος πάντων πως ο γέρος ή από πέσιμο θα πάει ή από χέ ...μο
 Δεν του άρεσε που σκεφτόταν έτσι, αλλά του έρχονταν αυτές οι σκέψεις ένας …Θεός ξέρει από πού
            «Θεός; Μα από πού μου ήρθε αυτό πάλι;» μονολόγησε
Ευτυχώς δεν έκανε ζέστη γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσε να κάνει ούτε ένα βήμα.  Το τείχος δεν ανάσαινε με κείνους τους ζεστούς αχνούς που βγαίναν πρωτύτερα από τους πόρους του. «Αυτό είναι καλό ή κακό;» αναρωτήθηκε.
            ‘Ίσως ένα μπαστούνι τώρα να ήταν χρήσιμο. Θα βοηθούσε σίγουρα. Αλλά που να το βρει. Όσο έπιανε το μάτι του, πάνω, δεξιά, αριστερά ή και πίσω  δεν υπήρχε ίχνος βλάστησης.
            «Αν ήταν εδώ μαζί μου ο νεαρός, ο Χωρίς Όνομα θα με βοηθού…».
Δεν απόσωσε την φράση του γιατί εκεί, μερικά βήματα πιο πάνω είδε ένα μπόγο με κουρέλια. Ένας παράξενος ενθουσιασμός τον πλημμύρισε.
            «Λες;» είπε
Ζόρισε τον εαυτό να πάει όσο γινόταν πιο γρήγορα επαναλαμβάνοντας διαρκώς τη λέξη: «Λες; Λες; Λες;» .
            Κάποια στιγμή έφτασε στο σημείο όπου κείτονταν ο μπόγος. Η καρδιά του χτυπούσε σε έξαλλους ρυθμούς. Πήρε βαθιές εισπνοές για να ηρεμήσει κάπως και μετά έσκυψε το κεφάλι να κοιτάξει τον μπόγο χάμω.
            «Ω! Ω! Η κουβέρτα! Η κουβέρτα του μωρού….»
Τα πόδια του τρέμαν. Αφέθηκε να γονατίσει χάμω δίπλα στον μπόγο. Έτριψε τις παλάμες του γιατί τις ένιωθε παγωμένες από την αγωνία.
Άπλωσε το ένα του χέρι αργά – αργά και το ακούμπησε πάνω στην κουβέρτα που πριν από λίγο φορούσε γύρω από την μέση του ο Χωρίς Όνομα.
Πίεσε προς τα κάτω αλλά …δυστυχώς ήταν μάλλον μόνο τα κουρέλια με την κουβέρτα που τύλιγαν το μωρό που είχε βρει εκεί πιο κάτω σε μια γούβα.
            Παρόλα αυτά όμως σιγά- σιγά και με προσοχή, έπιασε να ξετυλίγει τον μπόγο. Όπως το περίμενε δεν βρήκε τίποτα, εκτός ίσως από την αχνή γλυκιά μυρωδιά του μωρού που κρατούσε …κάποτε. Έχωσε την παλάμη του ανάμεσα στα κουρέλια με τρυφερότητα και τα χάιδεψε.
Ένιωσε επιτακτική την ανάγκη να τα μαζέψει από κει χάμω και να τα πάρει μαζί του. Άλλωστε εκείνος το είχε βρει το μωράκι. Τακτοποίησε τα κουρέλια, τα τύλιξε μέσα στην κουβέρτα και έκανε να τα πάρει στην αγκαλιά του. Όμως ο μπόγος με τα μωρουδιακά δεν σηκωνότανε. Δεν ξεκολλούσε από το έδαφος.
Έβαλε όση δύναμη είχε, αλλά τα κουρελιασμένα ρουχαλάκια του μωρού δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από χάμω. Τον έπιασε ένα τρελό πείσμα. Τραβούσε με όλη του την δύναμη. Αλλά τίποτα. Το μόνο που σηκωνόταν ήταν σκόνη. Μια σκόνη που του έφερε έντονο βήχα.
            Μόλις συνήλθε από τον βήχα, με ανανεωμένο πείσμα άρχισε πια να τραβάει τα κομμάτια του υφάσματος, αδιαφορώντας αν θα τα έσκιζε ή όχι. Κάποια στιγμή …κάτι έπεσε μέσα από τον μπόγο. Λαχανιασμένος όπως ήταν έσκυψε και σήκωσε το αντικείμενο. Ήταν ένα μικρός κύλινδρος από ξύλο. Ένα καπάκι φαινόταν στην μια του άκρη. Το τράβηξε και με απόλυτη ευκολία το καπάκι άνοιξε τραβώντας μαζί του ένα κομμάτι φλούδα που έμοιαζε να ανήκε σε κάποιο δέντρο ή σε φυτό. Το κοίταξε καλά – καλά και πήγε να το πετάξει όταν το μάτι του πήρε ένα μαυριδερό σημείο, λες και ήταν καμένο .
Το ξανάφερε στα μάτια του. Κάτι μέσα του έλεγε πως τούτο το κάψιμο της φλούδας μέσα στον ξύλινο κύλινδρο ήταν σημαντικό. Το κοίταξε καλά- καλά από όλες τις μεριές, αλλά δεν μπόρεσε να δει τίποτα πέραν του μαυρίσματος από το κάψιμο. Το έφερε στη μύτη. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Το σημείο εκείνο της φλούδας του φυτού είχε καεί. Έφερε το δάχτυλο πάνω του και διάτρεξε το μαυρισμένο τμήμα από πάνω μέχρι κάτω … και τότε κατάλαβε
            Στο σημείο εκείνο ήταν χαραγμένο με καυτό, καρφί ή μυτερό μαχαίρι, κάτι.
Έβαλε πάλι το δάχτυλο του πάνω και αργά – αργά το περνούσε πάνω από το καψαλισμένο σημείο και σαν να ήταν τυφλός μπόρεσε να διαβάσει:
            « Ο Χ Ι   Π  Ι   Σ  Ω     Β   Η Μ   Α     Ν   Ε  ΚΡΟΣ »
Δεν ήξερε γιατί δεν του άρεσε αυτό που «διάβασε» αλλά αποφάσισε να πάρει τα ρούχα του μωρού και να του δίνει από κει. Έσκυψε και πάλι να τραβήξει αλλά μόνο τότε είδε τις ρίζες. Τα ρούχα του μωρού είχαν ριζώσει στο έδαφος της ανηφόρας. Εκεί ανήκαν.
Ο Κώστας έμεινε μόνο με την καψαλισμένη φλούδα που με το δάχτυλο διάβασε εκείνη την παράξενη φράση.
            Έβαλε την φλούδα στην τσέπη του και προχώρησε. Δεν έριξε ούτε μια ματιά πια στο μπόγο με τα μωρουδιακά, και ξεκίνησε να ανεβαίνει. Το φως το αιώνιου ήλιου δεν βοηθούσε να ξέρει τι ώρα ήταν αν βεβαίως εκεί που βρισκόταν υπήρχε χρόνος.
            Μα τι στο καλό σήμαινε αυτό το «ΟΧΙ ΠΙΣΩ ΒΗΜΑ ΝΕΚΡΟΣ;»
«Δε βαριέσαι Κώστα, προχώρα εσύ και παράτα αυτές τις μαλακίες εδώ.» είπε μεγαλόφωνα
«Σωστά τα λες Κώστας αλλά……!» Άκουσε πίσω του μια βραχνιασμένη και λαχανιασμένη φωνή.            
Γύρισε να δει. Εκεί πίσω του και χαμηλότερα από αυτόν, στεκόταν ένας απίστευτα υπέργηρος άνθρωπος. Το κορμί του ταλαντευόταν από την κούραση. Λίγο ακόμη και θα σωριαζότανε χάμω και ίσως και να μην μπορούσε να ξανασηκωθεί.
Ο Κώστας έκανε να πάει προς το μέρος του εκεί πίσω για να τον βοηθήσει, αλλά μόλις πάτησε το έδαφος που κατηφόριζε, του μια πλατιά ρωγμή άνοιξε στο έδαφος μπροστά του. Μετά βίας ισορρόπησε και δεν έπεσε μέσα.
«Όχι, όχι» Φώναξε ο γέρος. «Μη κάνεις βήμα πίσω. Θα χαθείς στα έγκατα της Ανηφόρας. Μείνε εκεί. Θα ανέβω σιγά- σιγά!»
Ο Κώστας έκανε ένα βήμα πίσω και βρέθηκε στη θέση που ήτανε πριν. Η ρωγμή έκλεισε αμέσως σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ.
            Ώστε αυτό ήταν το μήνυμα του μωρού(;) του νεαρού (;) με το «ΟΧΙ  ΒΗΜΑ ΠΙΣΩ ΝΕΚΡΟΣ»;
            «Τώρα φίλε ..εμμ… Κώστας είπες ε; Δεν έχει πια ούτε βήμα πίσω.» Είπε ο υπέργηρος μόλις έφτασε στο ίδιο σημείο που ήταν ο Κώστας αφήνοντας τον εαυτό του πέσει χάμω σαν άδειο σακί για να ξεκουραστεί.
            «Εσύ ποιος είσαι;» ρώτησε  ο Κώστας  αφού κάθισε κι αυτός δίπλα στον άλλον.
            «Εγώ;» είπε ο άλλος αφού ανέκτησε την ανάσα του, εγώ είμαι ο Φάμπιο.»
            «Φάμπιο; Μα τι όνομα είναι αυτό; » ρώτησε  Κώστας.
Ο  άλλος γέλασε!
            «Γιατί το δικό σου είναι καλύτερο; Από ποιο μέρος είσαι;»
            «Δεν ξέρω» είπε ο Κώστας «βρέθηκα εδώ από μια τουαλέτα που την λένε οι γέροι κάτω τουαλέτα Ρίχτερ.»
            «Πολύ περίεργο. Κι εγώ από μια τουαλέτα με το ίδιο όνομα βρέθηκα εδώ. Μα δε μου λες Κώστας. Μιλάμε τις ίδιες λέξεις;»
            «Όχι αλλά καταλαβαίνω τι μου λες χωρίς να ξέρω τις λέξεις που μιλάς!»
            «Παράξενο! Το ίδιο κι εγώ.»
Μείναν για λίγο σιωπηλοί κοιτάζοντας προς τα πάνω τον δρόμο τον ανηφορικό που είχαν να διανύσουν. Ύστερα κάποια στιγμή ο Φάμπιο χωρίς να κοιτάζει τον Κώστα στα μάτια είπε:
            «Κώστας. Πρέπει να σου πω, ότι οι γέροι εκεί κάτω πριν φύγω μου είχαν πει πως μπορεί να σε συναντούσα εδώ. Χάρηκα τότε. ¨Όμως Κώστας….» δίσταζε να μιλήσει.
            «Όμως τι; Φάμπιο;»
            «Λίγο πριν ξεκινήσω μου είπανε … εμμμ.. πως όποτε τύχει και συναντηθούνε δυο εδώ πάνω μόνο ο ένας επιτρέπεται να φτάσει στην κορφή. Αν φτάσει δηλαδή!  Ποτέ όμως δυο.»
            «Δηλαδή;» ρώτησε ο Κώστας
            «Δηλαδή και λυπάμαι που το λέω, από την στιγμή αυτή Κώστας είμαστε …εχθροί. Αν εγώ σε αφήσω να φτάσεις εκεί πάνω τότε εμένα η θέση μου θα είναι εκεί στη σειρά των νεκρών στην πιτσερία.»
            «Και θα χρησιμοποιήσουμε βία;» ρώτησε ο Κώστας
            «Όχι, όχι δε χρειάζεται. Απλώς όταν κάποιος από μας κάνει το πίσω βήμα  μια μικρή σπρωξιά ας πούμε ….φινίτο. Τέρμα θα χαθεί στην κοιλιά της Ανηφόρας.. »
            «Και γιατί Φάμπιο προηγουμένως με έσωσες;»
            «Γιατί Κώστας, έπρεπε να σου τα πω αυτά. Δεν είναι σωστό να μη ξέρεις πως δεν  είμαι φίλος σου αλλά εχθρός σου. Από τώρα και μετά μπορεί να κάνω πράγματα που μπορεί να σε παρασύρουν να κάνεις το πίσω βήμα. Το ίδιο κι εσύ. Αλλά δεν είμαστε εμείς μόνο που μπορεί να κάνουμε παραπλανητικές ενέργειες. Είναι και η ίδια η …. ανηφόρα.»
            «Και αν Φάμπιο κανείς μας δεν κάνει το πίσω βήμα και φτάσουμε και οι δύο εκεί πάνω; Τι θα γίνει;»
            «Εκεί φοβάμαι πως με κάποιο τρόπο ο ένας από μας θα πάει στην σειρά των νεκρών στη πιτσερία, ανάλογα με την κρίση κάποιου που κανείς δεν ξέρει ποιος είναι.»
            «Μια ερώτηση πριν χωρίσουμε Φάμπιο. Βρήκες ανεβαίνοντας κανένα μωρό;»
            «Όχι Κώστας εγώ δε βρήκα μωρό. Εσύ μάλλον βρήκες ε;»
            «Ναι  βρήκα!» είπε ο Κώστας με κάποια χαιρεκακία.
            «Δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό Κώστας! » Είπε ο Φάμπιο
Ο Κώστας γύρισε την πλάτη του κι άρχισε ν΄ ανεβαίνει. Άκουγε πίσω του τον Φάμπιο να τον ακολουθεί βαριανασαίνοντας .
            Ίσως να πέρασαν ώρες όταν κάποια στιγμή, πρώτα άκουσε τον καλπασμό  και μετά είδε το άρμα με τα τέσσερα άλογα να έρχεται καταπάνω του με φόρα!  Το οδηγούσε ένα πανέμορφο μπρούντζινο άγαλμα …

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ