ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
Καθόταν στο τραπέζι της
ευρύχωρης κουζίνας. Το άπλετο φως του ήλιου που ζωντάνευε τον χειμωνιάτικο
ουρανό, ταίριαζε με την χαρούμενη του διάθεση. Το άρωμα του καφέ, πλημμύριζε
την ευρύχωρη κουζίνα.
Ο Κώστας ντυμένος ήδη για το γραφείο, άλειφε
με μέλι μια φρυγανιά. Χαμογελούσε αναπολώντας τα χθεσινοβραδινά. Η Μαριάνθη που
κάτι τακτοποιούσε στο ψυγείο, γύρισε και τον κοίταξε.
«Χαμογελάς
ε; Παλιόπαιδο!» είπε. Ήρθε δίπλα του και του χάιδεψε τα μαλλιά.
«Γιατί;
Κακό είναι;» ρώτησε ο Κώστας και πιάνοντας απαλά το χέρι της, το έφερε στα
χείλη του για ένα τρυφερό φιλάκι.
«Κακό; Μα
τι λες τώρα.... Χθες το βράδυ ξαναθυμήθηκα τα πρώτα μας χρόνια.»
«Αλήθεια λες;
Σου άρεσε;» ρώτησε ο Κώστας
«Με ρωτάς;
Δεν το βλέπεις στο πρόσωπό μου;»
«Η αλήθεια
είναι πως ένα πονηρό βλέμμα το βλέπω» απάντησε εκείνος.
Η Μαριάνθη έβαλε καφέ στο φλυτζάνι της συμπλήρωσε και του
Κώστα με λίγο φρέσκο και κάθισε στη διπλανή καρέκλα.
«Ξέρεις τι
σκέφτομαι τώρα;» ρώτησε
«Που να
ξέρω. Μάγος είμαι;» είπε εκείνος ρουφώντας μια γουλιά ζεστό καφέ.
Η Μαριάνθη άπλωσε το χέρι της με τα μακριά κομψά δάχτυλα και
το ακούμπησε απαλά στην αριστερή του παλάμη. Διέτρεξε με τον δείκτη της, τα δάχτυλά του ένα – ένα και είπε
κοιτάζοντας τον κατάματα:
«Μάγος δεν
είσαι. Μαγικά δάχτυλα όμως έχεις ... εκτός ...των άλλων … ξέρεις εσύ …χα χα
χα.»
Ο Κώστας γέλασε σαφώς κολακευμένος, αλλά παρίστανε τον
ντροπαλό.
«Έλα τώρα.
Τα παραλές.» της είπε κοιτώντας δήθεν το φλυτζάνι με τον καφέ του.
«Δηλαδή για
σένα Κώστα, ήταν όπως τις άλλες φορές; Και εδώ που τα λέμε ξέρεις πόσο καιρό
είχαμε να κάνουμε . .. .»
«Δεν έχεις άδικο. Και μάλλον εγώ φταίω. Κάτι με
είχε πιάσει τελευταία. Ίσως η κατάσταση στο γραφείο, που πάει απ’ το κακό στο
χειρότερο ... Αλλά χθες το βράδυ ...τι
να πω ένιωσα κι εγώ σαν εικοσάχρονος χα χα χα!»
«Εικοσάχρονος
νεαρός στην ορμή, αλλά ώριμος άντρας στην τεχνική.» Είπε εκείνη δίνοντας του
ένα χαϊδευτικό χαστουκάκι.
«Τώρα που
το σκέφτομαι, αλήθεια είχα πολύ καιρό να νιώσω έτσι. Εκεί …ξέρεις …. κάτω .. τα
… ξέρεις είχαν μαραθεί, είχαν γεράσει τόσο καιρό στην αχρηστία. Τέτοια επιθυμία
.... να σε … εμμ ... στην αγκαλιά μου...Ούτε μπορώ να φανταστώ κι εγώ τι ήταν αυτό που με –ας το πούμε –
ζωντάνεψε …»
«Αλήθεια
όμως ρε Κώστα εκτός απ την βραδινή μας ε ε ε ε …γιορτή - και μη χαμογελάς με αυτό το πονηρό ύφος
- η χθεσινή μέρα δεν ήταν κάπως παράξενη; Τι σ΄
έπιασε βρε παιδί μου εκεί στο εστιατόριο που είχαμε πάει με την Λιάνα και τον
Αντρέα; Από κάποια στιγμή και μετά ήσουν άλλος άνθρωπος. Το θυμάσαι;»
«Τι να σου
πω ρε Μαριάνθη, υπάρχει μέσα μου ένα κενό. Θυμάμαι που πήγαμε σε κείνο το
ρεστοράν. Θυμάμαι πως δεν είχε άλλους πελάτες κείνη την ώρα. Θυμάμαι ακόμη και την μούρη του μαίτρ. Μετά;»
«Μετά; Δεν
θυμάσαι που κάποια στιγμή σηκώθηκες να πας στην τουαλέτα και μάλιστα
τσαντίστηκες με τον μαιτρ γιατί – δεν θυμάμαι ούτε κι εγώ τώρα γιατί;»
«Ναι ναι
αυτό το θυμάμαι! Θυμάμαι και την αντιπαθέστατη μούρη του μαιτρ. Αλλά αλήθεια
σου λέω δεν θυμάμαι καν αν πήγα στην τουαλέτα. Πήγα;»
«Ρε Κώστα
δεν ξέρω αν πήγες στην τουαλέτα ή όχι, αλλά όταν γύρισες ήσουν στην κυριολεξία
άλλος άνθρωπος. Έβρισες τον μαιτρ, τσακώθηκες με τον Αντρέα, τον είπες
χαραμοφάη τον φίλο σου. Είπες τσούλα την
Λιάνα. Εμένα ούτε που θυμάμαι πόσο άσχημα μου μίλησες. Μετά όλο για μια
κωλοανηφόρα μίλαγες και για κάτι
βρωμόγερους….. Πάντως αν πήγες στην τουαλέτα είμαι σίγουρη πως εκεί κάτι σου
συνέβη. Κάτι πολύ παράξενο! »
Ο Κώστας
σηκώθηκε αναστατωμένος από όσα άκουγε και πήγε στο ψυγείο, γέμισε ένα μεγάλο
ποτήρι παγωμένο νερό και το ήπιε μονορούφι. Επιστρέφοντας στο τραπέζι έμοιαζε
προβληματισμένος.
«Δεν
θυμάμαι τίποτα. Έκανα εγώ αυτά τα πράγματα Μαριάνθη;» ρώτησε
«Μόνο αυτά;
Εδώ κάποια στιγμή κάθισες στο πάτωμα χάμω και άρχισες να κλαίς σα μωρό. Μετά
άρχισες να τραβάς τα τραπεζομάντηλα απ΄ τα τραπέζια και να πετάς ότι υπήρχε
πάνω τους. Ύστερα σηκώθηκες και μου έπιανες το στήθος μπροστά σε όλο τον κόσμο
και ζήταγες ….γάλα!»
Ο Κώστας κάθισε δίπλα της. Βαθιές ρυτίδες αυλάκωναν το
μέτωπό του.
«Φαντάσου
ρε Κώστα, πως όταν βγήκαμε για να φύγουμε μου έδωσες εμένα τα κλειδιά του
αμαξιού γιατί είπες πως δεν ήξερες να οδηγάς. Ποιος; Εσύ: Αμ το άλλο; Όταν
μπήκαμε στο αυτοκίνητο δεν ήξερες πώς να βάλεις μουσική στο ραδιόφωνο και μου
ζήτησες εμένα να σου βρω κάποιο σταθμό που να έχει άριες του Παβαρότι!»
«Ε! Όχι!
Φώναξε ο Κώστας. Παβαρότι εγώ; Μα εγώ, τις όπερες τις σιχαίνομαι. Μαριάνθη, μου
λες αλήθεια; Άκου Παβαρότι!»
«Παβαρότι
μάλιστα! Και επειδή δεν έβρισκα θύμωσες κι έκανες σαν μικρό παιδί. Έβαλες τα
χέρια σου ανάμεσα στους μηρούς σου κατέβασες το κεφάλι μούτρωσες μουρμουρίζοντας:
Παλίογερος – Βρομόγεροι και άλλα
τέτοια!»
«Μα τρελός
ήμουν; Μετά; Εδώ στο σπίτι;» ρώτησε ο Κώστας.
«Μόλις
φτάσαμε σπίτι, πήγες κατευθείαν για ύπνο. Δυο ώρες μετά ξύπνησες και το πρώτο
πράγμα που έκανες ξέρεις ποιο ήταν;»
«Θυμάμαι!»
Φώναξε ο Κώστας χαμογελώντας «κάθισα δίπλα σου στον καναπέ, σε πήρα στην
αγκαλιά μου και σε φίλησα όπως δε σε είχα φιλήσει ποτέ …. Έτσι δεν είναι;»
Η Μαριάνθη χαμογέλασε.
«Ακριβώς.!
Τι φιλιά ήταν αυτά ρε Κώστα που τα είχες φυλαγμένα; Χα χα χα»
«Μάλλον θα
ξύπνησε το Ιταλικό μου ταμπεραμέντο!» είπε ο Κώστας
«Λες να σε
θυμήθηκε ο μακαρίτης ο παππούς σου ο Φάμπιο ο Ναπολιτάνος;»
«Δεν
αποκλείεται, αφού είναι μέσα στα γονίδιά μου. Ήταν πολύ γυναικάς ο νόνο – ο
παππούς -Φάμπιο όπως τον έλεγα.»
«Ξέρεις Κώστα;»
είπε η Μαριάνθη σαν να της ήρθε μια νέα ιδέα, «μπορεί αν συνδυάσουμε όλα μωρουδίστικα
καμώματα που έκανες το μεσημέρι στο εστιατόριο, με την εμμμ …
εξαιρετική σου απόδοση το βράδυ στο … καταλαβαίνεις … μπορεί λέω, να έχουνε κάποια σχέση. Κάτι ορμονικό ας πούμε.
Λέω τώρα!»
Ο Κώστας
την άκουγε χωρίς να την διακόπτει.
«Τι να σου πω ρε Μαριάνθη! Όλα είναι
πιθανά!» Χαμογέλασε «Μήπως θέλεις λίγο ακόμα, πριν φύγω;»
«’Έλα, έλα
πήγαινε τώρα. Άργησες. Μπορεί να τα ….ξαναπούμε το βράδυ …χα χα χα»
ΣΤΗ ΣΗΡΑΓΓΑ
Μόλις ο
Κώστας είδε εκεί στο βάθος εκείνη την τεράστια σφαίρα, που έμοιαζε να φωτίζεται
αμυδρά από κάπου, ένιωσε μέσα του επιτακτική την ανάγκη να επιταχύνει την κίνηση
του γιατί κάτι μέσα του, του έλεγε πως έπρεπε να φτάσει εκεί. Αντιλήφθηκε ότι
το τούνελ μέσα στο οποίο βρισκόταν ήταν πλημμυρισμένο από ένα παχύρευστο υγρό.
Έπρεπε να κολυμπήσει εκεί μέσα για να φτάσει στο σαν άστρο αχνό, σφαιρικό σώμα
εκεί στο βάθος.
Κοίταξε
γύρω του. Πολλοί γέροι πλάι του και πίσω του φαίνονταν κι αυτοί αποφασισμένοι
να φτάσουν στη σφαίρα. Μα γιατί όλοι έσπευδαν με τόση μανία για κει;
Η άλλη απορία που γεννήθηκε στο μυαλό του, ήταν το που
βρέθηκαν τόσοι γέροι σαν κι αυτόν εκεί
μέσα, σε κείνο το παράξενο τούνελ.
Κάποια στιγμή το έδαφος από κάτω τους έκανε μια κυματιστή
κίνηση και έδωσε στο υγρό μέσα στο οποίο κολυμπούσαν μια ώθηση που τους
ανάγκασε όλους να βάλουν τα δυνατά τους για μη βρεθούν πίσω. Φαίνεται πως όλοι
όπως κι αυτός ήξεραν, πως η προς τα πίσω κίνηση σήμαινε θάνατο. Όλοι κοιτάζονταν
μεταξύ τους.
Ο Κώστας έβλεπε στα πρόσωπα τους το πείσμα να ξεπεράσουν τον
διπλανό τους για να φτάσουν πρώτοι στην
σφαίρα στο βάθος.
Τώρα όμως κάτι είχε αλλάξει στο τρόπο που
κολυμπούσαν.
Το πρόσεξε ο ίδιος ο Κώστας στον εαυτό του, όταν κάποια
στιγμή για ελάχιστα δευτερόλεπτα είδε το κορμί του να καθρεφτίζεται στο υγρό
και γλιστερό πλαϊνό τοίχωμα του τούνελ. Απίστευτο! Κι όμως!
Ο Κώστας κολυμπούσε σαν ψάρι. Όπως και οι άλλοι γέροντες.
Κάποια
στιγμή κάτι κόκκινες μεγάλες μπάλες, άρχισαν να κυλούν από τα βάθη του τούνελ
προς το μέρος τους. Με την ταχύτητα τους αλλά και τον όγκο τους παρέσυραν
πολλούς γέρους προς τα πίσω. Πάνε αυτοί. Θα στοιβάζονταν εκεί στην πιτσαρία στη
σειρά των νεκρών γερόντων.
Όταν
ηρέμησαν τα πράγματα ο Κώστας, κοίταξε γύρω του. Τώρα είχανε μείνει λιγότεροι
αλλά και πάλι ήταν αρκετοί.
Αυτό το κάτι μέσα του, του φώναζε ότι δεν έπρεπε να φτάσει
κανείς άλλος εκεί στην γιγαντιαία σφαίρα στο βάθος. Οι σαν ψαριού κινήσεις του
εντάθηκαν. Είχε την αίσθηση ότι ίσως και να υπερτερούσε των άλλων.
Τώρα το
ύψος του υγρού μέσα στο οποίο κολυμπούσαν είχε αισθητά μειωθεί και ένιωθε πως
ακουμπούσε στον πυθμένα που του φάνηκε μαλακός και γλιστερός. Δεν ήταν εύκολο
να γλιστράει πάνω σε στερεή επιφάνεια όση μαλακή κι αν ήταν.
Ο τρόπος που είχαν βρει αυτός και οι άλλοι γέροντες να
κινούνται εκεί μέσα, ήταν πιθανόν να τους υπαγορεύτηκε από όποιον έφτιαξε και
την Ανηφόρα.
Ξαφνικά
νόμισε πως άκουσε αλαλαγμούς. Μείωσε για λίγο την ταχύτητα του και αφουγκράστηκε.
Δεν πρόλαβε να σταθεί και κάτι τεράστια λευκά πλάσματα με πλοκάμια εμφανίστηκαν
αγριεμένα και άρχισαν να κυνηγούν με
μανία όποιον έβρισκαν εκεί μέσα. Όσους έπιαναν τους καταβρόχθιζαν με τόση
ευκολία που ούτε προλάβαιναν να καταλάβουν ότι εξαφανιζόταν στο εσωτερικό αυτών
των λευκών πλασμάτων. Η ταχύτητα τους
ήταν απίστευτη αλλά και η ικανότητά τους να ανακαλύπτουν ακόμη και κείνους τους
γέρους που κρύβονταν πίσω από κάτι σωλήνες που μέσα τους φαινόταν να έτρεχε
κάποιο υγρό.
Ο Κώστας,
γύρισε πίσω του να δει που να κρυφτεί και με μεγάλη έκπληξη είδε τον γέρο Φάμπιο
να του κάνει νόημα να προχωράει χωρίς να νοιάζεται.
«Προχώρα !» Φώναζε χωρίς όμως να ακούγεται η φωνή του.
Μα ο
Φάμπιο! Πως βρέθηκε εκεί; Αυτός δεν μπορούσε να περπατήσει στο στέρεο έδαφος
της Ανηφόρας. Εδώ; Πως τα κατάφερε; Και όχι μόνο αυτό αλλά είχε αλλάξει και
εμφάνιση. Μα πως έγινε έτσι;
Τώρα όμως
δεν ήταν ώρα για απορίες. Τώρα έπρεπε να αποφεύγει κείνα τα λευκά αχόρταγα
τέρατα . Έπρεπε να φτάσει την σφαίρα εκεί πάνω. Νόμιζε μάλιστα ότι τον
περίμενε.
Αυτό βέβαια ήταν αστείο. Μια τόσο μεγάλη, σαν ήλιος σφαίρα
να περιμένει αυτόν τον ασχημόγερο; Ναι αλλά από την άλλη γιατί όλοι οι γέροντες
όπως αυτός και ο Φάμπιο τρέχαν σαν τρελοί να φτάσουν εκεί; Τι είχαν να κερδίσουν;
Μήπως η σφαίρα είχε κάτι να κερδίσει;
Κάποια
στιγμή που του φάνηκε αιώνας, τα λευκά κείνα τέρατα όπως ήρθαν, με αλαλαγμούς,
έτσι πάλι με αλαλαγμούς χαθήκαν. Είχαν όμως ξεπαστρέψει έναν τεράστιο αριθμό
γερόντων. Πως θα χώραγαν εκεί στην
πιτσερία τόσοι γέροι;
Αλλά τι τον ένοιαζε αυτόν. Αυτός ήταν ακόμη εκεί στην πορεία
προς την σφαίρα.
Και ο Φάμπιο από πίσω
του. Μα πως ήταν έτσι ο Φάμπιο; Κοίταξε τριγύρω. Μα τι ήταν τούτο πάλι. Όλοι οι
γέροι σαν τον Φάμπιο είχαν γίνει. Πως άλλαξαν έτσι;
Να πάρει η ευχή
εδώ τώρα το τούνελ σχημάτιζε μια καμπύλη προς τα μέσα. Ήταν πολύ σκοτεινά και
έτσι δεν μπορούσε να δει το είδωλό του στο γλιστερό τοίχωμα της σήραγγας. Μήπως
είχε γίνει κι αυτός σαν τους άλλους; Μήπως όμως από την αρχή ήταν έτσι;
Τώρα αυτός
και μερικοί άλλοι, μαζί τους και ο Φάμπιο είχαν φτάσει πολύ κοντά στην γιγάντια
σφαίρα που φαινόταν να πάλλεται λες και τους προκαλούσε να πάνε εκεί.
Είδε
μερικούς γέροντες να ορμούν κολυμπώντας με την κίνηση ψαριού που είχαν αποκτήσει
και με όλη τους τη δύναμη να πέφτουν
με το κεφάλι πάνω στη σφαιρική επιφάνεια. Αμέσως όμως
έπεφταν νεκροί στο υγρό δάπεδο.
Η θεόρατη
σφαίρα έμοιαζε σαν να φχαριστιόταν όλο αυτό το
.... μακάβριο πανηγύρι που γινόταν εκεί γύρω της.
Ο Κώστας
ένιωσε κάποια στιγμή πως ήταν η δική του σειρά να επιτεθεί στην προκλητική
σφαίρα που του έφραζε τον δρόμο. Για που; Δεν είχε ιδέα.
Βλέπει από δίπλα του τον Φάμπιο να παίρνει φόρα και με
ταχύτητα που ούτε είχε φανταστεί ο Κώστας πως διέθετε ο γερό Φάμπιο, να
κολυμπάει και να δίνει μια ισχυρότατη κεφαλιά στην επιφάνεια αυτής της
προκλητικής σφαίρας.
Δυστυχώς
όμως το κεφάλι του φίλου του – έτσι τον ένιωθε τώρα – έγινε κομμάτια και το
κορμί του χάθηκε στο υγρό που κυλούσε μέσα στη σήραγγα.
Μόλις είδε
το κακό τέλος του Φάμπιο ο Κώστας αποφάσισε να τα δώσει όλα για όλα. Σφίγγοντας
τους μυς του κορμιού του, που ένιωθε εντελώς αλλαγμένο, τινάχτηκε προς τα
εμπρός με την ψαρίσια κίνηση που απόκτησε κι αυτός.
Λίγο πριν συγκρουστεί με την σφαίρα, έτσι, για κλάσματα του
δευτερόλεπτου του γεννήθηκε η επιθυμία να τα παρατήσει.
Όμως, νίκησε το πείσμα του. Με ένα τελευταίο ισχυρό τίναγμα,
χτύπησε πάνω στο τοίχωμα της σφαίρας και
κείνο ...... τον δέχτηκε ανοίγοντας μια σταλιά!
Λες και περίμενε μόνο εκείνον. Χώθηκε μέσα και το τείχος της
σφαίρας ξανάκλεισε.... Είχε όμως την
αίσθηση πως ένα κομμάτι του κορμιού του,
το πίσω μέρος, είχε μείνει απ΄ έξω.
Δεν πρόλαβε
να καταλάβει που βρισκόταν, όταν δεκάδες απαλά, σαν ζεστά μαξιλάρια πλάσματα
έρχονταν και κολλούσαν πάνω του γλυκά - γλυκά . Ήταν σαν να τον αγκάλιαζαν με χαρά
λες και τον περίμεναν.
Σε λίγο
αγκαλιασμένος με τους φιλόξενους τύπους αυτού του νέου κόσμου που ζούσε μέσα στην τεράστια σφαίρα,
άρχισε ν΄ακούει κάτι σαν τραγούδι :
«Μαρία άνθη, Μαρία άνθη ....» τραγούδαγαν όλοι μαζί. Ξέχασε
πια τα βάσανα της Ανηφόρας.
Θυμήθηκε τον νεαρό με τις τρεις ελιές σε σχήμα ισόπλευρου τριγώνου
εκεί στην πλάτη που πρωτοείπε κείνο το: «Μαρία άνθη». Τι να ‘γινε άραγες....
Κι αυτός όμως αλήθεια πως βρέθηκε εκεί; Ένιωθε από κάπου βγήκε.
Από πού όμως; Τώρα όμως δεν είχε πια σημασία.
Ενωμένος πια με τους καινούργιους του φίλους άρχισαν να γίνονται πολλοί με έναν
περίεργο τρόπο.
Οι δυο γίνονταν
τέσσερις. Οι τέσσερις οκτώ. Οι οκτώ δεκάξι .... και έτσι πήγαινε συνέχεια .... κι όλο μαζί με τους
άλλους άλλαζε σχήμα. Γινόταν κάτι άλλο…
Και ακουγόταν το τραγούδι: «Μαρία άνθη, Μαρία άνθη...» που
σιγά, σιγά όμως, για άγνωστο λόγο άλλαζε: «Μαρία άν ...
Μαρ ... Μα... Μαμ... Μαμ...α, Μαμ...α ... .Μαμά....Μαμά....Μαμά ...»
«Τι όμορφο τραγούδι.
Τι όμορφη λέξη! » σκέφτηκε.
Τι όμορφα που ήταν εκεί μέσα στη
ζεστασιά. Τι όμορφα που κολυμπούσε μέσα στην γαλήνη εκείνη, αλλάζοντας διαρκώς. Πόσο θα ήθελε να μείνει εκεί για πάντα, ακούγοντας
τον ρυθμικό εκείνο ήχο - ντούπ, ντούπ ντούπ -που ερχόταν από κάπου μακριά και
τον νανούριζε;
Θα έμενε όμως;
Ή μήπως κάποια στιγμή, κάποια μάτια θα έβλεπαν
στην πλατούλα του, τρεις ελιές σε σχήμα ισόπλευρου τριγώνου και θα χαμογελούσαν;