Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

Η ΑΝΗΦΟΡΑ [Νο 5] Γυμνή στο Δέντρο

    Ο Κώστας δεν νοιάστηκε και πολύ για το ότι το σπιτάκι με τον κήπο και την γλυκιά, φρέσκια μυρωδιά των λουλουδιών είχε εξαφανιστεί μαζί  με κείνο τον τύπο,  τον «λιγνό Παβαρότι». Κάτι άλλο του έκανε μεγαλύτερη εντύπωση. 
Τι ήταν αυτό που είχε αλλάξει στο βλέμμα του μωρού; 
    Έσκυψε και ξανακοίταξε το μωράκι. Αυτό όμως κοιμόταν και ήταν τόση η τρυφερότητα που πλημμύρισε την καρδιά του, που χάθηκαν όλες οι άλλες σκέψεις. 
Κοίταξε ψηλά και μακριά. Η ανηφόρα, εκείνη η καταραμένη ανηφόρα, του φάνηκε τόσο αλαζονική, τόσο αντιπαθητική, που την έφτυσε. Ποτέ σε όλα τα χρόνια της ζωής του  - αλήθεια πόσο χρονών ήταν άραγε τώρα; - δεν είχε κάνει αυτήν την σιχαμένη πράξη. Την φχαριστήθηκε όμως! 
    Μετά το φτύσιμο, λες και πήρε ενέργεια, τύλιξε το μωρό στα πανιά του και βάλθηκε να ανηφορίζει πάλι. Με το δεύτερο βήμα που έκανε πρόσεξε χάμω στο έδαφος κάτι μικροσκοπικές γυάλινες σφαιρούλες να λάμπουν κάτω από κείνο το φως που δεν ήξερε από που ερχόταν. Με κόπο έσκυψε και κοίταξε με προσοχή. «Μα τι στο καλό είναι τούτα;» μονολόγησε. Έσκυψε ακόμη περισσότερο και αφήνοντας το μωρό με πολύ προσοχή χάμω άπλωσε το χέρι του και με το δείχτη  ακούμπησε μια από τις λαμπερές μπαλίτσες. Με  το που την ακούμπησε εκείνη τινάχτηκε  ψηλά σαν να είχε ελατήριο και τον χτύπησε στα χείλη. Πόνεσε και έφερε το χέρι στο στόμα και το μόνο που ένιωσε ήταν μια υγρασία. «Αίμα!» Ψιθύρισε. Όταν έφερε το δάχτυλο μπροστά να το δει, δεν υπήρχε τίποτα κόκκινο. Μόνο μια διάφανη μικρή σταγονίτσα. Την έφερε και πάλι στα χείλη. Ήθελε να δοκιμάσει με την άκρη τις γλώσσας του τι γεύση είχε. 
Την στιγμή  όμως που μισάνοιξε τα χείλη του όλες οι άλλες λαμπερές σφαιρούλες που ήταν στο έδαφος τινάχτηκαν και χτυπώντας σαν μικροσκοπικά βλήματα τα χείλη του χώθηκαν στο στόμα του λες και εκεί ήταν πάντα.
    «Τα σάλια μου είναι!» Φώναξε. «Αυτά που έφτυσα πριν, ξαναγύρισαν πίσω!» 
Του φάνηκε τόσο αστείο αυτό που άρχισε να γελάει. Είχε ξεκαρδιστεί στα γέλια. Είδε όμως ότι είχε ξυπνήσει το μωρό. Το "πλάσμα" όπως το έλεγε ο Λιγνός Παβαρότι. Έσκυψε,  το σήκωσε με κόπο και το έφερε στην αγκαλιά του. Το κοίταξε χαμογελώντας κι εκείνο του ανταπόδωσε το χαμόγελο με ένα μικρό τρυφερό γελάκι. Τίποτα δεν είχε αλλάξει πάνω του. «Η ιδέα μου ήταν!» Σκέφτηκε. 
Κοίταξε χάμω να δει αν υπήρχε κανένα "διαμαντάκι" ακόμη από τα τα σάλια του αλλά μάλλον είχαν όλα ξαναγυρίσει πίσω στην πηγή τους. Στο στόμα του. 
    Ξαναπήρε την πορεία του. Δεν έριξε ούτε μια ματιά στην κωλοανηφόρα. Προχωρούσε με σταθερό βηματισμό. Όλα ήταν ήσυχα. Το φως αμετάβλητο από πάνω του. Να μπορούσε μόνο να ξέρει που βρισκόταν! 
    Για αρκετή ώρα βάδιζε μέσα στην απόλυτη εκείνη ησυχία χωρίς να σηκώνει καν το κεφάλι του. Κοίταζε μόνο μπροστά του. Το μωρό ήταν ξύπνιο αλλά ήσυχο. Όποτε έσκυβε να το κοιτάξει εκείνο το ανταπέδιδε το βλέμμα με ένα χαμόγελο κι εκείνα τα λακκάκια στα μαγουλάκια του. 
    Ενας γδούπος! Κι άλλος γδούπος πιο δυνατός! Ο Κώστας σταμάτησε. Κι άλλος γδούπος! Δεν μπορούσε να καταλάβει από που ερχόταν. Κοίταξε παντού τριγύρω του αλλά δεν μπόρεσε να εντοπίσει την πηγή των χτυπημάτων. Συνέχισε να προχωρεί. Οι υπόκωφοι γδούποι συνεχίζονταν ολοένα με μεγαλύτερη συχνότητα. Είχε αρχίσει να φοβάται. Τάχυνε το  βήμα του όσο μπορούσε σαν  να ήθελε να δραπετεύσει από κει. 
Ντουπ! Ντουπ! Ντουπ! 
    Εντελώς ξαφνικά  κάποια στιγμή τα χτυπήματα σταμάτησαν. Σταμάτησε κι εκείνος. Περίμενε να δει αν θα ξανάρχιζαν. Δεν ξανάρχισαν οι γδούποι αλλά εκεί λίγο πιο πάνω το έδαφος της ανηφόρας άρχισε να...αφρίζει!  Η άμμος κόχλαζε λες και ήταν χυλός!  «Μα τι στο διάολο γίνεται εκεί πέρα!» Μονολόγησε. Προχώρησε δισταχτικά. Έφτασε λίγα μέτρα από το σημείο που έβραζε η άμμος. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που έκανε την γη να βράζει έτσι. Όλα γύρω του ήταν ήσυχα. 
    Έτσι όπως κοίταζε το σημείο του αναβρασμού του φάνηκε ότι κάτι υπήρχε εκεί στο κέντρο της αναστάτωσης. Έκανε μερικά βήματα για να δει καλύτερα όταν όλα ησύχασαν. Εκείνο όμως που υπήρχε εκεί στο κέντρο της αναμπουμπούλας άρχισε  σιγά - σιγά να αναδύεται από το έδαφος. Όσο περνούσαν τα λεπτά η ταχύτητα αύξανε. 
Ξαφνικά με ένα τρομακτικό  ΖΒΟΥΠ  σαν σεισμός που συντάραξε την γύρω περιοχή, τινάχτηκε απότομα μέσα από το γη - αν μπορούσε να χρησιμοποιήσει εκεί την λέξη "γη" - ένα τεράστιο, θεόρατο φουντωτό δέντρο!

    Ο Κώστας σαν παραλυμένος κοίταζε το δέντρο που στεκόταν τώρα εκεί μπροστά  του καλύπτοντας την θέα προς την κορυφή της ανηφόρας. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ πριν ένα τόσο μεγάλο δέντρο με τεράστια κλαδιά γεμάτα πλατιά φύλα. Όμως τα φύλλα ήταν γκρίζα. Είχαν το χρώμα του εδάφους της ανηφόρας. Δεν  πρόλαβε όμως να κάνει την διαπίστωση αυτή και ο τεράστιος κυλινδρικός κορμός του δέντρου με μια απίστευτη περιστροφή που έκανε γύρω από τον εαυτό του τινάχτηκε ολόκληρος και μια γκρι σκόνη το κάλυψε για λίγο σαν σύννεφο. Όταν κατακάθισε η σκόνη ο Κώστας έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Τα γκρίζα πλατιά  φύλλα είχαν τώρα ένα λαμπερό πορφυρό, κατακόκκινο χρώμα! 
   Ήταν τόση η μεγαλοπρέπεια και η ομορφιά του κόκκινου αυτού δέντρου  που ο Κώστας ένιωθε σαν ασήμαντο έντομο εκεί μπροστά του. Έσκυψε να κοιτάξει το μωρό. Είχε κι αυτό γυρίσει προς την πλευρά του δέντρου και το κοίταζε. Το βλέμμα του μωρού είχε μια ένταση. Σαν να περίμενε κάτι. «Μπα! Του κάνουν εντύπωση τα κόκκινα φύλλα.» σκέφτηκε ο Κώστας. 
Δεν είχε δίκιο όμως! Εκεί στη δεξιά πλευρά του θεόρατου κορμού του δέντρου, στεκόταν μια φιγούρα που δεν υπήρχε πριν από δευτερόλεπτα. Ήταν εντελώς ακίνητη. Ο Κώστας είχε παραλύσει. Το μωρό όμως έκανε διάφορους θορύβους με το στοματάκι του και τέντωνε τα χεράκια του προς την φιγούρα. 
    Κάποια στιγμή η φιγούρα που την σκίαζαν τα κλαδιά του δέντρου, κινήθηκε. Απομακρύνθηκε από τον κορμό. Στάθηκε για λίγο και ύστερα άρχισε να έρχεται προς το μέρος τους. Με βήμα ανάλαφρο λες και δεν πατούσε στο χώμα, βγήκε από την σκιά του δέντρου και τότε ο Κώστας αναφώνησε:
    «Ω Ω Ω!»
Το μωρό τώρα κουνούσε με βιάση τα ποδαράκια του και οι κραυγούλες του πρόδιδαν όλο και περισσότερη ανυπομονησία.
    Όταν τους πλησίασε, ο Κώστας νόμιζε ότι η γέρικη του καρδιά που κάλπαζε σαν τρελή  όπου να ναι θα σταματούσε. Μπροστά του στεκόταν η ομορφότερη γυναίκα που είχε ποτέ του δει. Τα μακρυά μαύρα της μαλλιά που έφταναν μέχρι την μέση πλαισίωναν ένα πρόσωπο με καταγάλανα μάτια και λαμπερό χαμόγελο. Τα μαλλιά της ήταν το μόνο πράγμα που σκέπαζε μέρος του σώματος της. Ήταν γυμνή. Ολόγυμνη σαν αρχαία θεά. 
    Του χαμογέλασε. Τα μάτια της γέμισαν φως. Άπλωσε δυο πανέμορφα μακριά χέρια και πήρε το μωρό. Εκείνο αμέσως ηρέμησε. Χωρίς να πει τίποτα γύρισε και κατευθύνθηκε προς το δέντρο. Ο Κώστας ένιωθε ανήμπορος να κάνει την παραμικρή κίνηση. Η θεία ομορφιά του κορμιού που απομακρυνόταν με το μωρό στα χέρια τον είχε παραλύσει. Εκείνη κάποια στιγμή κοντοστάθηκε για λίγο στράφηκε και κοίταξε τον Κώστα. Του χαμογέλασε κούνησε το κεφάλι και συνέχισε  την πορεία της προς το δέντρο. 
Εκείνος κατάλαβε ότι του έκανε νόημα να την ακολουθήσει. 
Όταν τα πόδια του κατάφεραν να υπακούσουν στις επίμονες εντολές του νου του, προχώρησε μη μπορώντας όμως να πάρει τα μάτια του από τις καμπύλες του ασύλληπτης ομορφιάς γυμνού κορμιού που προπορευόταν. 
     Μόλις έφτασαν κάτω από τη σκιά του δέντρου είδε ότι υπήρχε ένα υποτυπώδες κρεβάτι φτιαγμένο από τα κλαδιά και τα πλατιά κόκκινα φύλα του δέντρου. Έκανε μια ευχάριστη δροσιά εκεί. Η γυναίκα ξάπλωσε, έβαλε το μωρό στο ένα της στήθος και εκείνο άρχισε να θηλάζει κλείνοντας τα ματάκια του. Ύστερα εκείνη έκανε νόημα στον Κώστα να έρθει να ξαπλώσει δίπλα τους. 
    Σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στο κόσμο ο Κώστας ξάπλωσε δίπλα της. Εκεί ένιωσε το απίστευτα γλυκό της άρωμα. Άρωμα που έβγαινε από τους πόρους του κορμιού της. 
Εκείνη άπλωσε το χέρι της και  το ακούμπησε στα μαλλιά του χαϊδεύοντας τα απαλά. Ένα γλυκό μούδιασμα απλώθηκε σε όλο του το είναι. Τα μάτια του έκλεισαν και βυθίστηκε στον ύπνο νιώθοντας το άρωμα και την ζεστασιά της. 
 Ξύπνησε κάποια στιγμή ακούγοντας την φράση: 
    «Θέλεις λίγο;» Άνοιξε τα μάτια του και την είδε να τον κοιτάζει χαμογελαστή.
   «Τι πράγμα;»
Τότε εκείνη ξέσπασε στα γέλια. Γέλια που έμοιαζαν ποταμάκια νερού που κυλούν πάνω σε βότσαλα. Σηκώθηκε όρθια. Στάθηκε από πάνω του. Εκείνος εκστασιασμένος από την ομορφιά της θηλυκότητας της, φώναξε:
    «Ω! Γλυκιά μου!»
Ήταν όμως λάθος του τώρα.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
    
    
    

      
   

4 σχόλια:

  1. καλημερα!
    χρονια πολλα!
    καλη Πρωτοχρονια να εχεις!
    αναμενω τη συνεχεια!
    προαισθανομαι κατι καλο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. @ΕΚΦΡΑΣΟΥ
      Να είσαι πάντα καλά χαμογελαστή και δημιουργική. Σε ευχαριστώ για τις ευχές σου και όσο για την προαίσθηση σου ελπίζω να έχεις δίκιο!

      Διαγραφή
  2. Χριστοφόρε μου
    εσύ είσαι τόσο απίστευτα δημιουργικός και εγώ θα φανώ τόσο
    καινότυπη αν ξαναπώ ότι έχεις γράψει ένα διήγημα που με κάνει
    να νοιώθω σα να παίρνω κάθε εβδομάδα ένα όμορφο περιοδικό
    στα χέρια μου και το ξεφυλλίζω βιαστικά για να φτάσω σε αυτό
    που με ενδιαφέρει... το διήγημα της τελευταίας σελίδας....
    Νομίζω πως , όσο κι αν με καίει η περιέργεια, δεν θέλω να
    τελειώσει αυτό... :-)
    Προς το παρόν όμως σου εύχομαι καλή Πρωτοχρονιά
    με τους αγαπημένους σου κοντά, με υγεία και πολλά πολλά
    χαμόγελα και είθε αυτή η χρονιά να είναι καλύτερη για όλους μας....

    Καλή Χρονιά
    ευτυχισμένο το 2014

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. @Levina Vil
      Είναι τόσο όμορφα έτσι τα γράφεις, που εγώ δεν θέλω να τελειώνει ποτέ ένα σχόλιο σου. Δεν ξέρω πως τα καταφέρνεις να μπαίνεις στον νου και την ψυχή και να μου βάζεις ένεργεια τόσο θέτική που και σε χαμηλό βαρομετρικό να πετάω εσύ με ανυψώνεις. ¨Οσο για τις ευχές σου θα πω ένα μεγάλο:
      ΕΙΘΕ!!! Και ας έχουμε την υγειά μας Λεβίνα μου.

      Διαγραφή