Ο Κώστας πεσμένος στο πάτωμα του εστιατορίου, μετά την φοβερή του έκρηξη και αφού είχε πετάξει ότι είχε βρει πάνω στα τραπέζια που κλώτσαγε με μανία, τώρα καθισμένος στο πάτωμα έκλαιγε γοερά.
Η Μαριάνθη είχε σοκαριστεί τόσο πολύ που είχε μείνει ακίνητη χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Έβλεπε ανήμπορη τον άνδρα της πεσμένο εκεί χάμω στα πόδια τους να κλαίει με τόση απελπισία. Ένας κόμπος ανέβαινε στον λαιμό της. Ήταν φοβερό το θέαμα να βλέπει τα δάκρυά του άντρα της να μουσκεύουν τα μαγουλά του, λες και ήταν ένα πονεμένο μωρό. Αυτό το απροσδόκητο και θλιβερό θέαμα την παρέλυσε στην κυριολεξία.
Ο Αντρέας, έκπληκτος για την χωρίς αιτία κατάντια του παλιού του φίλου, έσκυψε και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Κώστα με σκοπό να τον καθησυχάσει.
Ο μαιτρ που στεκόταν εκεί δίπλα κοιτώντας τους με ύφος αδιάφορο και παγερό, κούνησε με αποδοκιμασία το κεφάλι του.
Ο Κώστας μόλις ένιωσε το χέρι του Αντρέα πάνω του, σταμάτησε αμέσως το κλάμα. Τίναξε το χέρι από πάνω του και αρπάζοντας ένα τραπεζομάντηλο από κάποιο τραπέζι εκεί κοντά, έτριψε με μανία το μουσκεμένο του πρόσωπο και ύστερα πέταξε το πανί στον μαιτρ ο οποίος έκανε ένα μικρό σάλτο για το πιάσει στον αέρα.
Με μια απότομη κίνηση ο Κώστας τινχτηκε πάνω σαν να είχαν ελατήριο τα πόδια του και στάθηκε όρθιος. Το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο από το κλάμα και το τρίψιμο.
Αγνόησε όλους τους άλλους που τον κοιτούσαν έκπληκτοι και έκανε ένα βήμα πλησιάζοντας την Μαριάνθη που έτρεμε από ταραχή.
Την κοίταξε για λίγο κατάματα και ύστερα αργά, πολύ αργά άπλωσε το δεξί του χέρι και το έφερε να ακουμπήσει απαλά στο στήθος της. Το άφησε εκεί. Εκείνη ήταν τόσο σαστισμένη που ούτε καν κουνήθηκε. Ο Κώστας, με την παλάμη του να καλύπτει το στήθος της γυναίκας του, γύρισε, κοίταξε τους άλλους που είδαν το βλέμμα του να έχει αποκτήσει μια ικετευτική έκφραση. Αφού έκανε με τα μάτια του την επίσκεψη στα πρόσωπα των άλλων, επέστρεψε στην Μαριάνθη, της χαμογέλασε με τρυφερότητα, πίεσε ελαφρά το βυζί που από πίσω του βροντοχτυπούσε μια τρομαγμένη καρδιά και είπε:
«Θέλω γάλα!»
Η σιωπή που ήδη επικρατούσε γύρω του, τώρα είχε αποκτήσει μια σχεδόν απτή υπόσταση. Εκείνος νιώθοντας τον φόβο αλλά και την κατάπληξη που καθρεφτίζονταν στο βλέμμα της γυναίκας του, άφησε το χέρι του να πέσει άτονα, και γυρίζοντας την πλάτη του προς την Μαριάνθη, με κατεβασμένο το κεφάλι άρχισε να κινείται προς την έξοδο του εστιατορίου.
Η γυναίκα του, μετά το απίστευτο ξάφνιασμα που την παρέλυσε βλέποντας τον άνδρα της να συμπεριφέρεται σαν ένας άγνωστος παρανοϊκός, ένιωθε τώρα σαν ξύπνησε από έναν λήθαργο ή μάλλον εφιάλτη.
Τρέχοντας σχεδόν τον πλησίασε και τον έπιασε από το μπράτσο. Εκείνος σταμάτησε. Γύρισε και την κοίταξε.
«Που πάμε;» ρώτησε
«Που θέλεις εσύ να πάμε;» είπε εκείνη χαμογελώντας του τρυφερά
«Θέλω να πάμε σπίτι να ακούσουμε μουσική!» απάντησε εκείνος
Η Μαριάνθη παραξενεύτηκε από την απάντηση του γιατί στα όσα χρόνια ήσανε μαζί, ήξερε πως η μουσική, δεν αποτελούσε κάποια από τις ψυχαγωγικές του προτιμήσεις.
«Εντάξει πάμε» είπε εκείνη με ένα πλατύ χαμόγελο. «Τι λες, να πούμε και στους άλλους να έρθουν για καφέ;»
Ο Κώστας απλώς σήκωσε τους ώμους του σαν 'λεγε: «Δε με νοιάζει!»
Η Μαριάνθη τότε γύρισε στον Ανδρέα και την Λιάνα και τους είπε χαμογελώντας:
«Παιδιά, ακολουθήστε μας. Εμείς πάμε σπίτι για να ..βάλουμε λίγη μουσική. Θα ετοιμάσω και καφεδάκι!»
Ο Αντρέας πήγε να φέρει αντίρρηση αλλά η Μαριάνθη με το βλέμμα, του έκανε νόημα να κάνουν αυτό που τους είπε.
«Έλα λοιπόν, ξεκλείδωσε το αμάξι να ξεκινήσουμε για το σπίτι.»
«Να ξεκλειδώσω;» ρώτησε εκείνος με απορία.
Εκείνη έσμιξε για μια στιγμή τα φρύδια, αλλά αμέσως επανέκτησε το χαμόγελο της και του είπε:
«Μα βέβαια! Αφού εσύ έχεις τα κλειδιά. Εγώ τα δικά μου τα άφησα σπίτι. »
Ο Κώστας έβαλε τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν του ψάχνοντας για τα κλειδιά του αμαξιού. Έβγαλε το μπρελόκ το κοίταξε για λίγο και ύστερα άπλωσε το χέρι του στην Μαριάνθη και της το έδωσε λέγοντας:
«Παρ' τα εσύ. Εγώ δεν ξέρω να οδηγώ... ακόμη!»
Η γυναίκα του παραξενεύτηκε για αυτά που άκουσε, αλλά πιο πολύ την προβλημάτισε το ύφος στα μάτια του άνδρα της. Της θύμισαν αόριστα βλέμμα μικρού παιδιού.
«Μα τι είναι αυτά που λες βρε Κώστα! Εσύ είσαι άσσος στο τιμόνι. Ξέχασες πόσες εκδρομές έχουμε πάει και εδώ αλλά και στο εξωτερικό με το αμάξι σε απίθανους δρόμους;»
Στο μεταξύ εκείνη ξεκλείδωσε το αμάξι κάθισε πίσω από το τιμόνι. Έβαλε μπροστά ρίχνοντας μια ματιά στο καθρέφτη για να δει αν οι άλλοι ήταν κι αυτοί έτοιμοι να την ακολουθήσουν.
Είδε βέβαια και στην είσοδο του εστιατορίου τον μαιτρ ο οποίος τους παρακολουθούσε. «Μα γιατί χαμογελάει έτσι;» Σκέφτηκε η Μαριάνθη.
Βγήκαν στον δρόμο. Ο Κώστας καθόταν στο κάθισμα του συνοδηγού. Φαινόταν ανήσυχος. Είχε τα γόνατα του ενωμένα και οι παλάμες των χεριών σφίγγονταν ανάμεσα στους μηρούς του, λες και φοβόταν κάτι.
Εκείνη του έριξε μια πλάγια ματιά.
«Είσαι καλύτερα τώρα;» ρώτησε
«Βάλε λίγη μουσική.» είπε εκείνος αντί για απάντηση.
«Μα γιατί δεν βάζεις μόνος σου;»
«Γιατί...γιατί....δεν...ξέρω» απάντησε ο Κώστας ντροπιασμένος.
«Μα με δουλεύεις τώρα!. Είναι δυνατόν; Έχεις το αμάξι αυτό πέντε χρόνια. Και θέλεις να μου πεις πως δεν ξέρεις να βάζεις μουσική αλλά και ούτε και να το οδηγάς; χα χα χα»
Το γέλιο της εκείνο τον ερέθισε σε τέτοιο βαθμό, που βγάζοντας τα χέρια του που τα είχε εκεί στριμωγμένα ανάμεσα στους μηρούς του, άρχισε να χτυπάει με γροθιές το ταμπλό του αμαξιού φωνάζοντας: «Παλιόγερος! Βρωμόγερος!» Ξανά και ξανά.
Η Μαριάνθη ξαφνιάστηκε τόσο πολύ που έκανε μια απότομη στραβοτιμονιά. Για ελάχιστα εκατοστά δεν τράκαρε με ένα φορτηγάκι που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση.
Εκείνος μετά από λίγα λεπτά και αφού ένιωσε τα χέρια του να πονούν από τα χτυπήματα, σταμάτησε να φωνάζει: «Παλιόγερος! Βρωμόγερος!» . Εσφιξε ξανά τα γόνατά, το ένα δίπλα στο άλλο, έβαλε τις παλάμες ανάμεσα στους μηρούς του πάλι και ήσυχος - ήσυχος είπε:
«Βάλε μου μουσική!»
Η Μαριάνθη, χωρίς να πει τίποτα πάτησε ένα πλήκτρο στο ραδιόφωνο του αμαξιού, αλλά έπεσε σε ειδησεογραφικό σταθμό. Αυτός τους είχε αποθηκεύσει. Τόσα χρόνια που τον ήξερε ποτέ δεν άκουγε μουσική στο αμάξι. Πάντα άκουγε τις εκπομπές με πολιτικό περιεχόμενο.
Συνέχισε όμως να ψάχνει, ώσπου βρήκε έναν σταθμό που είχε ποπ μουσική.
«Σ' αρέσει αυτό;» ρώτησε γυρίζοντας να το κοιτάξει.
Εκείνος δεν μίλησε. Άκουσε για λίγο και μετά είπε:
«Όχι δε μ' αρέσει. Θέλω να μου βάλεις όπερα. Όπερα θέλω.» Είπε με πείσμα.
Η Μαριάνθη έμεινε με ανοιχτό το στόμα! Κάτι σ' αυτήν την στάση της θύμισε παιδικό πείσμα.
«Όπερααα; Μα εσύ απεχθάνεσαι την όπερα!»
Εκείνος γύρισε και την κοίταξε. Άπλωσε το αριστερό του χέρι, έπιασε την δεξιά της παλάμη που ήταν πάνω στο τιμόνι και σφίγγοντας την με δύναμη που την πόνεσε της είπε:
«Άκου να σου πω. Αν εκείνος ο κωλόγερος εκεί στην ανηφόρα απεχθάνεται την όπερα, τότε καλά να πάθει. Εγώ θέλω όπερα και μάλιστα με Παβαρότι. Τώρα!»
«Ποιος κωλόγερος! Ποια ανηφόρα;» ρώτησε η Μαριάνθη προσπαθώντας να οδηγεί τρίβοντας ταυτόχρονα την πονεμένη της παλάμη.
Εκείνος το μόνο που έκανε ήταν να γελάσει σαρκαστικά και στη συνέχεια να επαναλαμβάνει τραγουδιστά χτυπώντας παλαμάκια:
«Θέλω Παβαροτι, θέλω Παβαρότι, θέλω Παβαρότι!»
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Η Μαριάνθη είχε σοκαριστεί τόσο πολύ που είχε μείνει ακίνητη χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Έβλεπε ανήμπορη τον άνδρα της πεσμένο εκεί χάμω στα πόδια τους να κλαίει με τόση απελπισία. Ένας κόμπος ανέβαινε στον λαιμό της. Ήταν φοβερό το θέαμα να βλέπει τα δάκρυά του άντρα της να μουσκεύουν τα μαγουλά του, λες και ήταν ένα πονεμένο μωρό. Αυτό το απροσδόκητο και θλιβερό θέαμα την παρέλυσε στην κυριολεξία.
Ο Αντρέας, έκπληκτος για την χωρίς αιτία κατάντια του παλιού του φίλου, έσκυψε και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Κώστα με σκοπό να τον καθησυχάσει.
Ο μαιτρ που στεκόταν εκεί δίπλα κοιτώντας τους με ύφος αδιάφορο και παγερό, κούνησε με αποδοκιμασία το κεφάλι του.
Ο Κώστας μόλις ένιωσε το χέρι του Αντρέα πάνω του, σταμάτησε αμέσως το κλάμα. Τίναξε το χέρι από πάνω του και αρπάζοντας ένα τραπεζομάντηλο από κάποιο τραπέζι εκεί κοντά, έτριψε με μανία το μουσκεμένο του πρόσωπο και ύστερα πέταξε το πανί στον μαιτρ ο οποίος έκανε ένα μικρό σάλτο για το πιάσει στον αέρα.
Με μια απότομη κίνηση ο Κώστας τινχτηκε πάνω σαν να είχαν ελατήριο τα πόδια του και στάθηκε όρθιος. Το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο από το κλάμα και το τρίψιμο.
Αγνόησε όλους τους άλλους που τον κοιτούσαν έκπληκτοι και έκανε ένα βήμα πλησιάζοντας την Μαριάνθη που έτρεμε από ταραχή.
Την κοίταξε για λίγο κατάματα και ύστερα αργά, πολύ αργά άπλωσε το δεξί του χέρι και το έφερε να ακουμπήσει απαλά στο στήθος της. Το άφησε εκεί. Εκείνη ήταν τόσο σαστισμένη που ούτε καν κουνήθηκε. Ο Κώστας, με την παλάμη του να καλύπτει το στήθος της γυναίκας του, γύρισε, κοίταξε τους άλλους που είδαν το βλέμμα του να έχει αποκτήσει μια ικετευτική έκφραση. Αφού έκανε με τα μάτια του την επίσκεψη στα πρόσωπα των άλλων, επέστρεψε στην Μαριάνθη, της χαμογέλασε με τρυφερότητα, πίεσε ελαφρά το βυζί που από πίσω του βροντοχτυπούσε μια τρομαγμένη καρδιά και είπε:
«Θέλω γάλα!»
Η σιωπή που ήδη επικρατούσε γύρω του, τώρα είχε αποκτήσει μια σχεδόν απτή υπόσταση. Εκείνος νιώθοντας τον φόβο αλλά και την κατάπληξη που καθρεφτίζονταν στο βλέμμα της γυναίκας του, άφησε το χέρι του να πέσει άτονα, και γυρίζοντας την πλάτη του προς την Μαριάνθη, με κατεβασμένο το κεφάλι άρχισε να κινείται προς την έξοδο του εστιατορίου.
Η γυναίκα του, μετά το απίστευτο ξάφνιασμα που την παρέλυσε βλέποντας τον άνδρα της να συμπεριφέρεται σαν ένας άγνωστος παρανοϊκός, ένιωθε τώρα σαν ξύπνησε από έναν λήθαργο ή μάλλον εφιάλτη.
Τρέχοντας σχεδόν τον πλησίασε και τον έπιασε από το μπράτσο. Εκείνος σταμάτησε. Γύρισε και την κοίταξε.
«Που πάμε;» ρώτησε
«Που θέλεις εσύ να πάμε;» είπε εκείνη χαμογελώντας του τρυφερά
«Θέλω να πάμε σπίτι να ακούσουμε μουσική!» απάντησε εκείνος
Η Μαριάνθη παραξενεύτηκε από την απάντηση του γιατί στα όσα χρόνια ήσανε μαζί, ήξερε πως η μουσική, δεν αποτελούσε κάποια από τις ψυχαγωγικές του προτιμήσεις.
«Εντάξει πάμε» είπε εκείνη με ένα πλατύ χαμόγελο. «Τι λες, να πούμε και στους άλλους να έρθουν για καφέ;»
Ο Κώστας απλώς σήκωσε τους ώμους του σαν 'λεγε: «Δε με νοιάζει!»
Η Μαριάνθη τότε γύρισε στον Ανδρέα και την Λιάνα και τους είπε χαμογελώντας:
«Παιδιά, ακολουθήστε μας. Εμείς πάμε σπίτι για να ..βάλουμε λίγη μουσική. Θα ετοιμάσω και καφεδάκι!»
Ο Αντρέας πήγε να φέρει αντίρρηση αλλά η Μαριάνθη με το βλέμμα, του έκανε νόημα να κάνουν αυτό που τους είπε.
«Έλα λοιπόν, ξεκλείδωσε το αμάξι να ξεκινήσουμε για το σπίτι.»
«Να ξεκλειδώσω;» ρώτησε εκείνος με απορία.
Εκείνη έσμιξε για μια στιγμή τα φρύδια, αλλά αμέσως επανέκτησε το χαμόγελο της και του είπε:
«Μα βέβαια! Αφού εσύ έχεις τα κλειδιά. Εγώ τα δικά μου τα άφησα σπίτι. »
Ο Κώστας έβαλε τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν του ψάχνοντας για τα κλειδιά του αμαξιού. Έβγαλε το μπρελόκ το κοίταξε για λίγο και ύστερα άπλωσε το χέρι του στην Μαριάνθη και της το έδωσε λέγοντας:
«Παρ' τα εσύ. Εγώ δεν ξέρω να οδηγώ... ακόμη!»
Η γυναίκα του παραξενεύτηκε για αυτά που άκουσε, αλλά πιο πολύ την προβλημάτισε το ύφος στα μάτια του άνδρα της. Της θύμισαν αόριστα βλέμμα μικρού παιδιού.
«Μα τι είναι αυτά που λες βρε Κώστα! Εσύ είσαι άσσος στο τιμόνι. Ξέχασες πόσες εκδρομές έχουμε πάει και εδώ αλλά και στο εξωτερικό με το αμάξι σε απίθανους δρόμους;»
Στο μεταξύ εκείνη ξεκλείδωσε το αμάξι κάθισε πίσω από το τιμόνι. Έβαλε μπροστά ρίχνοντας μια ματιά στο καθρέφτη για να δει αν οι άλλοι ήταν κι αυτοί έτοιμοι να την ακολουθήσουν.
Είδε βέβαια και στην είσοδο του εστιατορίου τον μαιτρ ο οποίος τους παρακολουθούσε. «Μα γιατί χαμογελάει έτσι;» Σκέφτηκε η Μαριάνθη.
Βγήκαν στον δρόμο. Ο Κώστας καθόταν στο κάθισμα του συνοδηγού. Φαινόταν ανήσυχος. Είχε τα γόνατα του ενωμένα και οι παλάμες των χεριών σφίγγονταν ανάμεσα στους μηρούς του, λες και φοβόταν κάτι.
Εκείνη του έριξε μια πλάγια ματιά.
«Είσαι καλύτερα τώρα;» ρώτησε
«Βάλε λίγη μουσική.» είπε εκείνος αντί για απάντηση.
«Μα γιατί δεν βάζεις μόνος σου;»
«Γιατί...γιατί....δεν...ξέρω» απάντησε ο Κώστας ντροπιασμένος.
«Μα με δουλεύεις τώρα!. Είναι δυνατόν; Έχεις το αμάξι αυτό πέντε χρόνια. Και θέλεις να μου πεις πως δεν ξέρεις να βάζεις μουσική αλλά και ούτε και να το οδηγάς; χα χα χα»
Το γέλιο της εκείνο τον ερέθισε σε τέτοιο βαθμό, που βγάζοντας τα χέρια του που τα είχε εκεί στριμωγμένα ανάμεσα στους μηρούς του, άρχισε να χτυπάει με γροθιές το ταμπλό του αμαξιού φωνάζοντας: «Παλιόγερος! Βρωμόγερος!» Ξανά και ξανά.
Η Μαριάνθη ξαφνιάστηκε τόσο πολύ που έκανε μια απότομη στραβοτιμονιά. Για ελάχιστα εκατοστά δεν τράκαρε με ένα φορτηγάκι που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση.
Εκείνος μετά από λίγα λεπτά και αφού ένιωσε τα χέρια του να πονούν από τα χτυπήματα, σταμάτησε να φωνάζει: «Παλιόγερος! Βρωμόγερος!» . Εσφιξε ξανά τα γόνατά, το ένα δίπλα στο άλλο, έβαλε τις παλάμες ανάμεσα στους μηρούς του πάλι και ήσυχος - ήσυχος είπε:
«Βάλε μου μουσική!»
Η Μαριάνθη, χωρίς να πει τίποτα πάτησε ένα πλήκτρο στο ραδιόφωνο του αμαξιού, αλλά έπεσε σε ειδησεογραφικό σταθμό. Αυτός τους είχε αποθηκεύσει. Τόσα χρόνια που τον ήξερε ποτέ δεν άκουγε μουσική στο αμάξι. Πάντα άκουγε τις εκπομπές με πολιτικό περιεχόμενο.
Συνέχισε όμως να ψάχνει, ώσπου βρήκε έναν σταθμό που είχε ποπ μουσική.
«Σ' αρέσει αυτό;» ρώτησε γυρίζοντας να το κοιτάξει.
Εκείνος δεν μίλησε. Άκουσε για λίγο και μετά είπε:
«Όχι δε μ' αρέσει. Θέλω να μου βάλεις όπερα. Όπερα θέλω.» Είπε με πείσμα.
Η Μαριάνθη έμεινε με ανοιχτό το στόμα! Κάτι σ' αυτήν την στάση της θύμισε παιδικό πείσμα.
«Όπερααα; Μα εσύ απεχθάνεσαι την όπερα!»
Εκείνος γύρισε και την κοίταξε. Άπλωσε το αριστερό του χέρι, έπιασε την δεξιά της παλάμη που ήταν πάνω στο τιμόνι και σφίγγοντας την με δύναμη που την πόνεσε της είπε:
«Άκου να σου πω. Αν εκείνος ο κωλόγερος εκεί στην ανηφόρα απεχθάνεται την όπερα, τότε καλά να πάθει. Εγώ θέλω όπερα και μάλιστα με Παβαρότι. Τώρα!»
«Ποιος κωλόγερος! Ποια ανηφόρα;» ρώτησε η Μαριάνθη προσπαθώντας να οδηγεί τρίβοντας ταυτόχρονα την πονεμένη της παλάμη.
Εκείνος το μόνο που έκανε ήταν να γελάσει σαρκαστικά και στη συνέχεια να επαναλαμβάνει τραγουδιστά χτυπώντας παλαμάκια:
«Θέλω Παβαροτι, θέλω Παβαρότι, θέλω Παβαρότι!»
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Βλέποντας ότι δεν υπάρχουν σχόλια από πουθενά λέω από μέσα μου: "Εκείνη η διαβολεμένη περίοδος του ενός περίπου έτους που ταλαιπωρήθηκες με τα μάτια σου, έκλεισε τα μάτια των φίλων σου!" Δικαίως βέβαια. Αφού εγώ δεν έρχομαι να σας δω! " Εν πάσι περιπτώσει εγώ θα δημοσιεύω τα κείμενα μου εδώ! Φαίνεται όμως ότι η παλιά εκείνη ζεστασιά που υπήρχε ανάμεσα μας χάθηκε για πολλούς και διάφορους λόγους. Βέβαια δεν παραβλέπω την πιθανότητα ότι η ανάρτηση να μην αξίζει ούτε καν να σχολιαστεί ακόμη και αρνητικά. Είναι και αυτό ένα ενδεχόμενο. Αλλά τέλος πάντων τώρα πάντως τώρα έχω τουλάχιστον ένα σχόλιο στην ανάρτηση μου. Καλή σου μέρα Χριστόφορε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧριστόφορος!
Για να μη μας τα πρη... ο Κώστας μέχρι να φτάσουν σπίτι και μέχρι να πιει το γάλα του, λέω "εμείς" οι φίλοι σου, ν' ακούσουμε λίγο Pavarotti στο Hyde Park με Daiana etc!
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://www.youtube.com/watch?v=BlueN2bVIu0
Ναι έχει πέσει λίγο βαρυστομαχιά μετά τις γιορτές...
ΠΑΦιλιά χαλαρά! :)
@Άιναφετς
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι έχουμε την ανηφόρα ακόμη!! Αλλά πάω στο Hyde Park να ακούσω τον Pavarotti
Όχι βαρυστομαχιά μόνο. Μπορεί και λίγο κώμα ίσως;
Να έχεις όμορφη χρονιά
ΧΦιλιά ...έστω χαλαρά! :)
Χριστόφορε μια γλυκιά καλησπέρα. Παραφράζοντας λίγο τον επίλογό σου, θα έλεγα "θέλω το τέλος, θέλω το τέλος...". Είναι δύσκολο να συγκρατηθεί η ροή και το ενδιαφέρον σε μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία, που όμως δεν είναι συνεχόμενη. Κάθε φορά που σε διαβάζω, αναζητώ μια κορύφωση για να αντιληφθώ πώς πρέπει να τη δέσω με τα προηγούμενα επεισόδια. Στο γράφω με πολύ αγάπη και ελπίζω να μην παρεξηγηθώ. Αλλά νομίζω πως αδικείται η ιστορία, με τον αλλεπάλληλο "τεμαχισμό" της. Κι αν ακόμα δεν σχολιάζουμε, να ξέρεις πως είμαστε παρόντες και σε διαβάζουμε με ενδιαφέρον. Έχεις γίνει μια γλυκιά συνήθεια...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό βράδυ και πάω για Παβαρότι. Μ' έπεισες!
@Maria Kanellaki
ΑπάντησηΔιαγραφήΜαρία καλημέρα. Σε βεβαιώνω πως συμφωνώ απόλυτα μαζί σου. Σου λέω δε, πως την άποψη σου για την πορεία της αφήγησης θα την λάβω πολύ σοβαρά υπόψη και σε ευχαριστώ πολύ για την τόσο χρήσιμη κατάθεσή σου. Πράγματι αυτός ο "αλλεπάλληλος τεμαχισμός" της υπόθεσης είναι προφανές ότι αδικεί την αφήγηση. Θα δω λοιπόν πως θα προχωρήσει απ εδώ και πέρα. Μέσα από την καρδιά μου σε ευχαριστώ για την παρουσία σου εδώ αλλά και για την τόσο χρήσιμη για μένα και την ιστορία μου επισήμανσή σου. Καλή ακρόαση λοιπόν αφού σ' έπεισα να ακούσεις Παβαρότι. Και καλή συνέχεια σε μένα αφού μ' έπεισες να συνεχίσω αλλιώς και καλό Σ/Κ σε όλους μας αφού έχει όμορφο καιρό! Και πάλι Ευχαριστώ Μαρία μου.
Παραπονιάρικο ευαίσθητο ψαράκι!
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ αλήθεια είναι ότι αυτόν τον χρόνο το blogging πάει κατα διαόλου.Δεν ξέρω τι φταίει αλλά και'γω με το ζόρι κρατάω ζωντανό το blog.
Κανείς δεν σε ξέχασε,δεν ξεχνιούνται τέτοιες προσωπικότητες περιπλανιόμαστε στο διαδίκτυο χωρίς όρεξη για κουβέντα,ψυχρά όπως έγινε η ζωή μας.
Κατόρθωσες για άλλη μια φορά να μας ζωντανέψεις με τη διήγησή σου
περιμένω τη συνέχεια γιατί ξέρω ότι είσαι απρόβλεπτος!
Καλό βράδυ
με ζεστά υγρά και αλμυρά
όπως ήταν η μέρα μου σήμερα!
@zoyzoy
ΔιαγραφήΤώρα με αυτά που μου έστειλες ήρθα στα ίσα μυ που λένε. Ναι έχεις δίκιο υπάρχει μεγάλη πτώση. Το βλέπω και από τον εαυτό μου. Δεν κάνω πιά επισκέψεις στους δικους μας παλιούς οίκους. Ίσως να έφταιγε και το γεγονός ότι απομακρύνθηκα για ένα περίπου χρόνο με τις επεμβάσεις στα μάτια μου. Αλλά....Τώρα όμως πήρα τα δυναμωτικά μου απο σένα! . Σε ευχαριστώ πολύ. Να είσαι πάντα καλά!!1
...Χριστοφόρε μας,
ΑπάντησηΔιαγραφή...είσαι κακό παιδί να λες ότι ...έστω και με ...αρνητικά σχόλια πρεπει να σου ...γράφουμε!!! Συχνά, το ξενύχτι (τουλάχιστον σ΄εμένα,) δεν μου δίνει ότι θέλω και τα σχόλια μου (!!!) βγαίνουν άνοστα. Γιαυτο και δεν τα γράφω.
Βγαίνει ένα χαμόγελο, σε επικροτώ... ,λέω καλη νύχτα-καλημέρα.... και φέυγω να προφτάσω. Ξέρω, όλοι μας είμαστε παραπονιάρηδες,
να, κάπου είδα ένα σου ποίημα, μου άρεσε, και δεν θυμάμαι ΑΝ σου άφησα άποψη!!! Βλέπεις;
Αυτή, θα είναι για...κάμποσο καιρό ...
Φιλιά στη Χαρά σου,
Υιώτα
αστοριανή.
@Αστοριανή
ΑπάντησηΔιαγραφήχα χα χα Υιώτα μου! Ώστε είμαι κακό παιδί ε; Μου αρέσει αυτό!!!! Εγώ το μόνο που θέλω ειλικρινά είναι να είσαι εσύ και οι δικοί σου καλά! Αυτό μόνο. Τα άλλα..... βρίσκονται!
Η Χαρά σε ευχαριστεί πολύ που την θυμάσαι πάντα!
Παβαρότι έ;;;..... ελπίζω να σε χαλάρωσε...... έχεις εξάψει την φαντασία στο έπαρκο....Θα συμφωνήσω με το (Κανελλάκι) οτι τέτοια διηγήματα θέλουνε τον χρόνο τους να διαβαστούν.... μονορούφι που λέω εγώ.. ετσι κι αλλιώς θα σε διαβάζουμε όπου και να πας έστω και αν αργούμε καμιά φορά....
ΑπάντησηΔιαγραφή