Σημ: Το παρακάτω είναι συνέχεια του «ΦΥΓΕ» που αναρτήθηκε την Παρασκευη 18/12/2009. Παρακαλώ όσους δεν το διάβασαν ας του ρίξουν μια ματιά πρώτα και μετά ας συνεχίσουν – αν θέλουν - στη σημερινή ανάρτηση.
- CHRISTOBAL-
********************************************************************************- CHRISTOBAL-
Πραγματικά δεν ξέρω αν είμαι υπερβολικός ή όχι, όμως εκείνο το ρεφραίν του εύθυμου και ρυθμικού τραγουδιού, που έβγαινε από το αμάξι μου, και που επαναλάμβανε «όλα χάθηκαν μες το αίμα», μου προκάλεσε φόβο και έντονη ταχυπαλμία.
Ωραία πείτε με δειλό, ή ότι άλλο σας έρθει στο νου, αλλά θα ήθελα να ήταν κάποιος από σας εδώ, σε ένα μέρος όπου είχα έρθει με αμάξι ενώ δεν υπάρχει δρόμος, όχι για αυτοκίνητα αλλά ούτε για κατσίκες. Να βλέπει θα θεριεύουν αγριόχορτα κάτω από το αμάξι λες και βρίσκεται εκεί χρόνια ολόκληρα. Να βλέπει μια σαραβαλιασμένη βάρκα με το παράξενο (επιεικώς) όνομα «ΜΗ ΜΕ ΚΟΙΤΑΣ» να σχίζει τα κύματα με επιβάτες μέσα που ένας θεός ξέρει από πού ξεφύτρωσαν. Να του παρουσιάζεται ξαφνικά ένα ξανθό γαλανομάτικο κοριτσάκι και μετά να εξαφανίζεται. Να προσπαθεί να μπει στο αμάξι του και να έχουν μαγκώσει κλειδαριές απ την σκουριά. Να βλέπει ξαφνικά έναν τύπο στολισμένο με χαϊμαλιά να του φωνάζει να φύγει αμέσως γιατί κάτι αρχίζει. Μετά να βρίσκει μέσα στα αγριόχορτα ένα αναλογικό ρολόι που να δουλεύει μια χαρά και από πάνω να ακούει από το κλειστό αυτοκίνητο ένα τραγούδι να μιλάει πράγματα που χαθήκανε μέσα αίμα. Προκαλώ να μου πει κάποιος πως θα ένοιωθε. Τέλος πάντων. Μπορεί να υπάρχουν και γενναίοι ανάμεσά σας.
Αποφάσισα να φύγω από κει και ο μόνος τρόπος ήταν να φύγω με τα πόδια. Διψούσα. Είχα φέρει μαζί μου ένα μπουκάλι νερό. Ήταν όμως μέσα στο αμάξι και το έβλεπα στο μπροστινό κάθισμα. Μου ήρθε κάποια στιγμή να πάρω μια πέτρα και σπάσω το τζάμι, αλλά κάτι μου έλεγε πως αυτή δεν ήταν καθόλου σωστή κίνηση. Το βιβλίο μου; Το βιβλίο που είχα μαζί μου όταν βρήκα την «ΜΗ ΜΕ ΚΟΙΤΑΣ». Το βιβλίο που σκόπευα να διαβάσω ακουμπώντας στην κουπαστή της παλιόβαρκας εκεί στην αμμουδιά; Που πήγε; Μάλλον θα το άφησα εκεί. Δεν ήμουνα τρελός όμως να πάω εκεί κάτω να το ψάξω. Μου είχε κολλήσει πως όλα όσα συνέβαιναν είχαν σχέση με τη καταραμένη βάρκα. Κίνησα λοιπόν να φύγω αφήνοντας πίσω το αμάξι. Φόρεσα το ρολόι που βρήκα στα χορτάρια και δεν σας κρύβω πως έκανα και τον σταυρό μου. Ποιος; Εγώ που κορόιδευα όσους κάνουν τον σταυρό τους όποτε περνάνε από εκκλησία.
Πέρασα λοιπόν το υψωματάκι δεν κοίταξα πίσω μου και προχώρησα. Ήταν ακόμη μεσημέρι. Ο ήλιος έκαιγε. Έβγαλα το μπουφανάκι μου και το κρέμασα στον ώμο. Το έδαφος ήταν υγρό και ευτυχώς που φορούσα κάτι παλιά αθλητικά παπούτσια και δεν δυσκολευόμουν ιδιαίτερα. Γύρω μου το τοπίο ήταν μάλλον θλιβερό. Δέντρα δεν έβλεπα όσο έφτανε το μάτι. Ούτε ένα πευκάκι, έστω και κακομοιριασμένο. Τίποτα. Μόνο κάτι περίεργοι χαμηλοί θάμνοι με μικρά ατροφικά φύλλα. Η λάσπη από κάτω έβγαζε έναν ρουφηχτό ήχο σε κάθε μου πάτημα. Σε βάλτο ήμουνα φαίνεται. Ο χαϊμαλιάς άραγε που ήταν;
Προχώρησα αρκετά. Τα αθλητικά παπούτσια είχαν αρχίσει να μπάζουν νερά και σε λίγο οι κάλτσες μου είχαν μουσκέψει και ένοιωθα δυσάρεστα. Σκέφτηκα μήπως ήταν καλλίτερα να βρω να κάτσω κάπου και να τις βγάλω. Που να καθόμουν όμως, δεν έβλεπα ούτε ένα βραχάκι ή κανένα κούτσουρο. Στις λάσπες θα καθόμουν;
Όταν τελείως αναπάντεχα, εκεί που δεν υπήρχε τίποτα πριν από λίγο είδα σε απόσταση λίγων μέτρων ένα μακρόστενο έπιπλο. Είχε το σχήμα οριζόντιου κεφαλαίου Β. Έμοιαζε με έναν μπουφέ που είχε η γιαγιά μου στο σαλόνι της. Τι στο καλό ένας μπουφές μέσα στους βάλτους; Εγώ το είπα, όνειρο βλέπω και θα ξυπνήσω σε λίγο.
Ναι αλλά μέχρι τότε τι γίνεται; Προχώρησα προς το παλιομοδίτικο έπιπλο διστακτικά θα έλεγα και στάθηκα μπροστά του. Ήταν σκούρος καφετής με μαύρα νερά. Προφανώς ήταν δίθυρος. Οι πόρτες αποτελούσαν το καμπύλο κομμάτι του Β. Η επιφάνειά του ήταν ανοιχτόχρωμη και άδεια. Στεκόταν σε έξη πόδια που μιμούνταν τα πόδια κάποιου άγριου ζώου. Λιονταριού; Ίσως. Πλησίασα ακόμη περισσότερο. Κοίταξα γύρω μου αν υπήρχε κανείς. Ψυχή. Άπλωσα το χέρι μου και το ακούμπησα στην επιφάνεια του. Ήταν ζεστή από τον ήλιο.
Νομίζω πως έπρεπε να τον ανοίξω. Έπρεπε; Ε, τι άλλο να έκανα. Να τον προσπερνούσα;
Άπλωσα το χέρι μου και έπιασα το χερούλι της μιας από τις δύο μπομπέ πόρτες. Δίστασα λίγο και μετά απότομα την άνοιξα. Ήταν σκοτεινά μέσα. Απλώνω το χέρι και ανοίγω και την άλλη. Σκύβω να δω καλλίτερα μέσα και …. . μια κραυγή τρόμου ξεχύθηκε από τα πνευμόνια μου….
Ο αγώνας μου ΤΩΡΑ ΔΙΚΑΙΩΝΕΤΑΙ. O CRISTOBAL έβαλε μυαλό. Χάιρομαι εγώ ο γκρινιάρης. Καλά το πάει μέχρι στιγμής. Για να δούμε.
ΑπάντησηΔιαγραφήR.W.P
Αγαπητε cristobal πολυ καλο το κειμενο σου . Well done! Περιμενουμε τη συνεχεια.!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚΑΡΕΤΑ
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
ΑπάντησηΔιαγραφή