ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ: "ΗΞΕΡΑ"
Χωρίς να απαντήσω απομακρύνθηκα βιαστικά. Ένοιωθα το απορημένο και καχύποπτο βλέμμα του πάνω μου. Ποιος ξέρει πως θα του φάνηκα.
Αυτό όμως ήταν το μικρότερο κακό που θα είχε να αντιμετωπίσει απόψε.
Και ήμουνα ο μόνος που το ήξερε...
***************************************************************************************************************
Σιγά, σιγά είχε αρχίσει να μαζεύεται κόσμος μπροστά από την αίθουσα τελετών του δημοτικού σχολείου της Ντιρε Ντάουα.
Η ζεστή αυτή πόλη στις παρυφές της ερήμου, με τους όμορφα τετραγωνισμένους πεντακάθαρους δρόμους και τα σπίτια με τους καταπράσινους κήπους είχε περίπου τριακόσιους με τετρακόσιους Έλληνες Είχαν καταφέρει όπως παντού όπου πάνε οι Έλληνες, να έχουν το σχολείο τους την εκκλησία τους τα ζαχαροπλαστεία τους τα καφενεία τους. Οι ιδιοκτήτες μάλιστα των ζαχαροπλαστείων και των καφενείων έφεραν και τις καρέκλες από τα μαγαζιά τους για την Χριστουγεννιάτικη γιορτή.
Στεκόμουν παράμερα και αυτό δημιούργησε έντονη περιέργεια σε όλους. Μιλάγανε χαμηλόφωνα μεταξύ τους και μου ρίχνανε κλεφτές απορημένες ματιές.
Άκουσα πίσω μου θρόισμα υφάσματος και ένα βηχαλάκι. Γύρισα και αντίκρισα τον παπά που προηγουμένως παρακολουθούσε τα παιδιά να παίζουν μπάλα.
"Χαίρεται"
"Καλησπέρα σας πάτερ" είπα με τον απαιτούμενο σεβασμό χωρίς όμως να σκύψω να του φιλήσω το χέρι.
"Ο δάσκαλος μου είπε πως ήρθατε σήμερα από την Αντίς Αμπέμπα", είπε
"Μάλιστα σήμερα με την λιτορίνα" (αυτοκινητάμαξα)
Ο παπάς χάιδεψε τα γένια του σκεφτικός. "Στην λιτορίνα δουλεύει ο παππούς ενός παιδιού μας εδώ και δε μας είπε κανείς πως ήρθε κάποιος από την Αντίς Αμπέμπα"
Ε βέβαια ο παππούς μου, ο Ιταλός μηχανοδηγός παππούς μου, ενημέρωνε όλη την κοινότητα των λευκών για οποιαδήποτε άφιξη. Ήτανε άλλωστε ο κομιστής ειδήσεων για το τι γινόταν στην πρωτεύουσα.
"Δε θα με πρόσεξε" είπα χωρίς ούτε εγώ να το πιστεύω
"Πολύ περίεργο, πολύ περίεργο. Πως λέγεστε αν επιτρέπεται;"
"Πάτερ. πάτερ έλα, έφτασε ο Δεσπότης" ακούστηκε ο δάσκαλος να φωνάζει.
Ο παπάς με κοίταξε καλά καλά πριν απομακρυνθεί για να υποδεχτεί τον Δεσπότη που αυτός είχε έρθει με την λιτορίνα από την Αντίς Αμπέμπα. Ήταν ένας ασκητικός και πολύ αυστηρός ιερωμένος, Άραβας στην καταγωγή.
Βρήκα τη ευκαιρία, ξεγλίστρησα κι μπήκα στην αίθουσα που θα γινόταν η γιορτή. Είχανε βρει, είχαμε βρει, ένα δέντρο που κάπως έμοιαζε με έλατο. Ήταν βαριά στολισμένο με μπόλικο βαμβάκι να μιμείται το χιόνι, που τα περισσότερα παιδιά και πολύ μεγάλοι που είχανε γεννηθεί εκεί μόνο σε ταινίες και σε καρτ ποστάλ είχανε δει. Το δέντρο το είχανε, το είχαμε, βάλει κοντα στη σκηνή. Μάλιστα!!! Υπήρχε κανονική σκηνή στην αίθουσα.
Στεκόμουν και κοίταζα την σκηνή με θλίψη. Η αυλαία ήταν ανοιχτή. Τι όμορφη δουλειά που είχε κάνει ο δάσκαλος! Ζωγράφιζε πολύ ωραία. Τις εικόνες της εκκλησίας δίπλα εκείνος τις είχε φιλοτεχνήσει . Είχε λοιπόν φτιάξει μια πανέμορφη φάτνη με χαρτόνι, υφάσματα και αληθινούς βράχους που είχε πάει μοναχός του στην έρημο να τις διαλέξει. Ήταν ακριβώς όπως την θυμόμουν. Είχε βάλει και κεράκια με τέτοιο τρόπο που οι σκιές που σχηματίζονταν μεσα στη φάτνη λες και εξαύλωναν τα προσωπα της Παναγίας,του Ιωσήφ και του μικρού Ιησού.
Τώρα που έμπαιναν οι επίσημοι με τον Δεσπότη ήξερα πως θα ανέβαινε κάποιος να κλείσει τη αυλαία. Και ήξερα ποιος. Και ανέβηκε εκείνος. Ακουσα τα βιαστικά του βήματα πάνω στις σανίδες της σκηνής. Ήταν τόσο αδύνατα τα ποδαράκια του μέσα από το κοντό παντελονάκι...
Στεκόμουν στο δεξιό τοίχο της αίθουσα κοντά στις πρώτες σειρές. Με είδε. Στάθηκε για μια στιγμή αμήχανος. Δεν ξέρω γιατί. Ύστερα βιαστικά έτρεξε στο σημείο που ήταν δεμένη η αυλαία την έλυσε και εκείνη κάλυψε την σκηνή, αν και το φως των κεριών της φάτνης αχνοφαίνονταν.
Ο κόσμος άρχισε να κάθεται. Οι πρώτες σειρες βέβαια ήταν φυλαγμένες για τους επίσημους, δεσπότη, παπά, πρόεδρο της κοινότητας κ.α . Στις καρέκλες ήταν ένα χαρτί που έγραφε για ποιόν προοριζόταν το κάθισμα.
Όταν κάθισαν όλοι, εγώ έμεινα όρθιος και ξεχώριζα σαν φοινικιά στην έρημο. Ο δάσκαλος ήρθε προς το μέρος μου. "Κύριε πηγαίνετε να καθίσετε εκεί." Μου έδειξε ένα άδειο κάθισμα στην πέμπτη ή έκτη σειρά κοντά σε δυο κυρίες. Πήγα ντροπαλά καθώς όλοι με κοίταζαν και κάθισα δίπλα στην πιο ηλικιωμένη από τις δυο κυρίες. Δίπλα στη γιαγιά μου. Που δίπλα της καθόταν η κόρη της. Η μητέρα μου. Οι κυρίες με κοίταξαν χωρίς να μου δώσουν και μεγάλη σημασία. Η ηλικιωμένη μου χαμογέλασε : " Ο δικός μας θα βγει πρώτος" είπε με καμάρι.
Βίασα ένα χαμόγελο. Ένοιωθα πολύ παράξενα. Γιατί, γιατί........
"Και εκείνος εκεί κάτω από το παράθυρο εγγονός μου είναι" είπε με καμάρι και μου έδειξε ένα γιαπωνεζάκι με σχιστά μάτια και κατάμαυρα μαλλιά.
Ναι ήταν ο αδελφός μου. Ο δάσκαλός μας εξαιτίας των σχιστών ματιών του τον φώναζε Χουγκουτζέρο Βακατσούκι! Κάποτε πρέπει να μάθω ποιος ήταν αυτός ο Βακατσούκι.
Κάποιος χτύπησε το κουδούνι που είχαμε για τα διαλείμματα. Ω Θεέ μου!! Άρχιζε η παράσταση
Ο δάσκαλος με το κατάλευκο λινό κουστούμι άνοιξε την αυλαία άναψε τα φώτα της σκηνής και αμέσως εξαφανίστηκε πίσω στα παρασκήνια. Τα χέρια μου είχανε παγώσει αλλά ίδρωνα κιόλας. Τα πόδια μου τρέμαν. Η ηλικιωμένη κυρία, η γιαγιά μου γύρισε και με κοίταξε παραξενεμένη.
Με γρήγορα βήματα εκείνος μπήκε στην σκηνή και στάθηκε δίπλα στη φάτνη. Τα μαλλάκια του ήταν με επιμέλεια χτενισμένα με την χωρίστρα αριστερά στο πλάι. Του είχαν μάλιστα βάλει και μπριγιαντίνη του παππού για μη πέφτουνε μπροστά.
Από μέσα μου φώναζα, ούρλιαζα, χτυπιόμουν.
Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα. Άπλωσε τα χέρια του προς το κοινό - όπως του, (μου), είχε μάθει ο δάσκαλος και είπε: "Χριστούγεννα σημαίνουν οι καμπάνες''
Τώρα έπρεπε σύμφωνα με τις οδηγίες του δασκάλου να χτυπήσει το πόδι του στο σανίδι. Σηκώνει το κοκαλιάρικο του ποδαράκι και ... Πετάγομαι σαν τρελός φωνάζοντας: "Μηηη"
Μπαμ το χτυπάει με όλη του την δύναμη στο πάτωμα και ξαναλέει:
"Χριστούγεννα σημαίνουν οι καμπάνες" μπαμ το πόδι στο πάτωμα ξανά
Κανείς δεν είδε ένα κεράκι μέσα στη φάτνη να γέρνει αργά και να πέφτει. Η φλογίτσα του άρχισε να γλύφει την αυλαία....
Ο Christobal συνεχίζει με αριστουργηματικό τρόπο να ανακαλεί από την παιδική του ηλικία, είναι ξεκάθαρο πλέον, και να μας καθηλώνει... Όσο παει αφήνει τη μυθοπλασία και βουτά σε μνήμες που ξέρει να τις αποδίδει σαν βιροτυόζος της πένας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα δω μόνο πως θα δέσει το φανταστικό με το πραγματικό, γιατί το πρώτο έχει αρχίσει να μένει πίσω, λαχανιάζει να προλάβει τα βιώματα από το παρελθον.
Τα 2 τελευταία του κομμάτια θα μπορούσαν ανετα να είναι σε οποιοδήποτε λογοτεχνικό περιοδικό κάτω από ένα τίτλο που δεν έχει να κάνει με το παράδοξο, το φανταστικό.. ΚΑΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ !!
Ο gip έχει δίκιο. Το κομμάτι του CRISTOBAL και το προηγούμενο είναι πολύ καλά, όμως φεύγουν απο το πνέυμα του μπλόγκ. Τώρα πως θα το ταιριάψξει πάλι εκεεςνος ξέρει. Ελπιζω να το καταφρει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑσχετα ομως η ιστορία έτσι οποως μας την δίνει έχειι πολύ ενδιαφερον γιατιο μας περιγραφει και την ζωή σε άλλη ξενη χώρα πολυ ομορφα.
Ξεχάστηκα ευχάριστα ανάμεσα στις γραμμές του κειμένου σου. Καλή συνέχεια φίλε μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟχι εγώ δεν συμφωνώ με τον GIP και ΛΑΚΩΝ. Μπορεί τα τελευταία κείμενα του CRISTOBAL να είναι σε άλλη ατμόσφαιρα όμως δεν παύει να έχουν το φανταστικό μέσα τους. Πάντως σωστά επισημαίνουν πως εύκολα μπορεί εύκολα να ξεφύγει και να πάρει άλλο δρόμο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα χάρηκα τα κείμενα πολύ και ομολογώ πως περιμένω με αγωνία την συνέχεια.
@GiP
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ κολακευτικά τα σχόλια του φίλου. Έχει δίκιο στη επισήμανση ότι βουτάω σε μνήμες της παιδικής μου ηλικίας σε μια ξένη χώρα. Και ίσως έχει δίκιο πως έχω ξεφύγει από φανταστικό έτσι όπως το ξεκινήσαμε. θα δούμε πως θα τα ταιριάξω αν τα καταφέρω.
@ΛΑΚΩΝ
Έχει περίπου την ίδια γνώμη με του GIP και το σέβομαι.
@Β.U
Δεν συμφωνείς με τους παραπάνω και με ικανοποιεί ότι περιμένεις την συνέχεια. Ευχαριστώ
@ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ
Σε ευχαριστώ θερμά για την επίσκεψη. Άλλωστε και ο δικός σου χώρος προσφέρει πολύ περισσότερα
Τιμή μου