Αυτήν
την λέξη είχε πια κουραστεί να την ακούει τελευταία. Δεν καταλάβαινε τι
σήμαινε. Όμως έβλεπε ότι και μόνο που
την πρόφεραν οι μεγάλοι, τα μάτια τους μεγάλωναν και έμοιαζαν φοβισμένα.
Πόλεμος! Πόλεμος! Πόλεμος!
Παντού πια αυτή η λέξη. Μα
τι ήταν πια αυτός ο πόλεμος που εξαιτίας του μοιάζαν όλοι σαν να τρέχαν γιατί κάτι έπρεπε να
προλάβουν; Την είχε σιχαθεί πια την λέξη: «Πόλεμος!
Πόλεμος! Πόλεμος!»
Η μαμά του, με κείνα τα γκριζοπράσινα μάτια
της, που συνήθως φώτιζαν με τρυφερότητα το μικρό σπιτάκι που ζούσαν εκεί στις
παρυφές της πόλης, τώρα έμοιαζαν σαν να
είχαν σκληρύνει κάπως.
Ο μπαμπάς του, πάντα όταν γύριζε σπίτι τα
βράδια, από το μέρος που το έλεγαν «δουλειά»,
και που φαινόταν να είναι κάτι το σπουδαίο, αφού αγκάλιαζε και φίλαγε την μαμά,
μετά ερχόταν προς μέρος του παίρνοντας ένα πονηρό ύφος, έσκυβε, τον έπιανε από
τα χέρια τον σήκωνε και τον στριφογύριζε
με φόρα. Γύρω – γύρω! Γύρω -γύρω!
Πόσο γελούσε με αυτό το παιχνίδι του μπαμπά του, άσχετα αν τον έπιανε ένας
μικρός φόβος μήπως και του ξέφευγε από
τα χέρια κάποια στιγμή.
Εκείνο το απόγευμα όμως που ήρθε σπίτι ο
μπαμπάς, δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος που ήξερε. Πρώτα - πρώτα ήταν παράξενα
ντυμένος. Τι ήταν αυτό το καφετί παλτό με τις δύο σειρές ασημένια κουμπιά
μπροστά;
Και κείνο το αστείο κασκέτο με
τα δυο γυαλιστερά μεταλλικά πουλιά λίγο πιο πάνω από το γείσο, που κάτι κράταγαν ανάμεσά τους,
τι δουλειά είχε στο κεφάλι του μπαμπά του;
Μήπως ήθελε σήμερα κάποιο καινούργιο παιχνίδι να παίξει ο
μπαμπάς;
Όμως θυμόταν τώρα, πως κείνη τη μέρα ο
μπαμπάς του, μόλις μπήκε στο σπίτι έμοιαζε σκοτεινιασμένος. Φίλησε την μαμά και την
αγκάλιασε σφιχτά λες και φοβόταν μην του φύγει.
Του φάνηκε πως η εκείνη
έκλαιγε αλλά μπορεί και να έκανε και
λάθος.
Ύστερα ο μπαμπάς είχε γυρίσει προς μέρος
του, αλλά δεν είχε εκείνο το πονηρό ύφος. Τον είχε πλησιάσει χαμογελώντας. Το
χαμόγελο όμως εκείνο είχε κάτι σαν …δεν ήξερε πώς να το πει. Δεν ήταν πάντως
κάτι σαν φως.
Κάθισε σε μια καρέκλα. Τον
πήρε στα γόνατά του. Του χάιδεψε τα μαλλιά. Είδε την μαμά του να πηγαίνει στην
κουζίνα και όταν έμειναν οι δυο τους, ο μπαμπάς τον κοίταξε καλά στα μάτια και
του είπε λόγια που ποτέ δεν θα ξεχνούσε. Ύστερα του έβαλε κάτι στο χέρι και του
ψιθύρισε:
«Αν κάτι γίνει και δεν με ξαναδείς – που
δεν θα συμβεί ποτέ βέβαια- εσύ να ξέρεις πως αυτό, που σου έδωσα και
που κρατάς τώρα στο χεράκι σου είναι ένα κομμάτι από μένα. Θέλω να είσαι
σίγουρος πως θα είμαι πάντα κοντά σου. Όσο το έχεις μαζί σου, εγώ θα είμαι
δίπλα σου.»
Ύστερα έφυγε.
Περάσανε μέρες και μέρες χωρίς να έρχεται ο
μπαμπάς στο σπίτι τα απογεύματα. Όταν ρωτούσε: «Μα που είναι ο μπαμπάς;», όλοι του έλεγαν με ύφος πολύ σοβαρό: «Ο
μπαμπάς σου πολεμάει για την πατρίδα!»
Μα τι έκανε δηλαδή τέλος πάντων ο μπαμπάς; Και
αυτή η πατρίδα τι ήταν; Μήπως καμιά καινούργια δουλειά; Δεν τα ρωτούσε αυτά τα πράγματα όμως γιατί οι
μεγάλοι του τα έλεγαν λες και έπρεπε να τα ξέρει.
Μια νύχτα θυμάται κάποιον που είχε χτυπήσει
την πόρτα του σπιτιού τους. Εκείνος ξύπνησε νομίζοντας πως ήρθε ο μπαμπάς, αλλά
δεν ήταν. Ήταν ένας ξένος που κάτι είπε σιγανά στην μαμά του. Εκείνη άρχισε να
κλαίει σιωπηλά. Ύστερα ο επισκέπτης έδωσε στην μαμά του μια πάνινη τσάντα.
Εκείνη κοίταξε μέσα στην τσάντα και το κλάμα της έγινε πιο δυνατό.
Εκείνος μπήκε βιαστικά στο
δωμάτιο του και χώθηκε στο κρεβάτι του σφίγγοντας με δύναμη τα μάτια, για να τα
αναγκάσει να κοιμηθούν. Έχωσε το χέρι του στην δεξιά τσέπη της πιτζάμας και χάιδεψε
απαλά αυτό που του είχε δώσει μπαμπάς του εκείνο το βράδυ, πριν πάει σε κείνη
την καινούργια δουλειά που την έλεγαν πόλεμο..
Μέρες μετά η μαμά του ένα πρωί τον έντυσε
με το λευκό του πουκάμισο, εκείνο που
φορούσε τις Κυριακές στην εκκλησία, του έβαλε και κείνο τον λαιμοδέτη που του
έσφιγγε τον λαιμό και το καλό του παντελόνι. Του φόρεσε και τις μαύρες μακριές
κάλτσες και το μοναδικό ζευγάρι παπούτσια που είχε και που δεν τα είχανε ακόμη
πάει στον τσαγκάρη για να φτιάξει τις τρύπες από όπου φαίνονταν τα δυο μεγάλα του
δάχτυλα.
Σε λίγο μπήκαν σε ένα μαγαζί που μύριζε
άσχημα. Κάτι σαν παλιά τσιγάρα και φάρμακα ανακατεμένα.
Η μαμά του, κρατούσε την
πάνινη τσάντα που είχε φέρει εκείνος ο ξένος και πλησίασε τον άνθρωπο που
καθόταν πίσω από ένα ξύλινο τραπέζι. Κάτι του είπε σιγανά. Εκείνος σηκώθηκε.
Η μαμά γύρισε και του
είπε:
«Εσύ περίμενε εδώ. Δεν θα αργήσω!»
Ύστερα ο άνθρωπος εκείνος
και η μαμά του χάθηκαν πίσω από μια
σκούρα κουρτίνα. Άκουσε κάτι ομιλίες, πράγματα να μετακινούνται ή να σέρνονται
και ύστερα από λίγο ήρθαν και οι δυο τους έξω.
«Έλα τώρα! » του είπε η μαμά του.
Τον πήρε από το χέρι και
κάνοντας πέρα την σκούρα κουρτίνα μπήκαν σε ένα άδειο χώρο που στο κέντρο της
ήταν….στεκόταν φωτισμένο και κρεμασμένο στην άκρη ενός σπάγκου που ερχόταν από
το ταβάνι, εκείνο το παράξενο παλτό το μπαμπά του… χωρίς τον μπαμπά του.
Η μαμά του κοίταξε το παλτό που αιωρούνταν,
ύστερα γύρισε και αφού έσκυψε πάνω από την πάνινη σακούλα έβγαλε εκείνο το αστείο κασκέτο που είχε
φορέσει ο μπαμπάς του την τελευταία φορά που τον είχε δει. Αφού ήρθε προς μέρος
του με αργές κινήσεις του το φόρεσε. Ήταν τόσο μεγάλο που σχεδόν το μικρό του
πρόσωπο χάθηκε από κάτω του. Απέναντι τους ο κύριος του μαγαζιού κάτι ψαχούλευε
πίσω από μια μηχανή που είχε ένα μεγάλο μαύρο πανί από πάνω της.
«Έτοιμοι!» Φώναξε
Είδε την μητέρα του να αρπάζει
το μανίκι του παλτού του μπαμπά του και να το κρατάει όπως κρατούσε το μπράτσο
του τις Κυριακές που πήγαιναν βόλτα στην πλατεία.
Τότε όμως ήταν και ο μπαμπάς
του μαζί! Τώρα;
Ο κύριος του μαγαζιού έχωσε το κεφάλι του
κάτω από το μαύρο πανί, η μητέρα του έκανε να τον πιάσει από το αριστερό
χεράκι, αλλά εκείνος το τράβηξε θυμωμένος κι έκανε λίγο πιο πέρα.
Ο κύριος σήκωσε ψηλά το χέρι
του που κρατούσε κάτι σαν σταυρό. Εκείνος τότε στα γρήγορα έβαλε το δεξί
του χεράκι στη τσεπούλα του, έβγαλε κάτι και με μια απαλή κίνηση το πέταξε στο
πάτωμα. Ακούστηκε ένα τακ και μετά σύντομο σούρσιμο στο πάτωμα.
Ο κύριος κάτι πάτησε, ακούστηκε ένα τσαφ, και
ο χώρος φωτίστηκε σαν από αστραπή.
«Δεν πρόλαβα που να πάρει!» είπε ο κύριος. «Θα
βγει και το κουμπί στην φωτογραφία.!»
****
«Είναι και ο μπαμπάς μου εδώ στην φωτογραφία!» Είπε ο
γέρος με την βραχνή αλλά ζωηρή για έναν άνθρωπο 103 ετών πια!
Με τρεμάμενο δάχτυλο μου έδειχνε το μικρό στρογγυλό αντικείμενο στο
πρώτο πλάνο της μαυρόασπρης φωτογραφίας, κρατώντας ταυτόχρονα στη ζαρωμένη χούφτα του άλλου του χεριού ένα μικρό ασημένιο κουμπάκι
από παλιά στρατιωτική στολή...
--------------------------------------------
Το παραπάνω διήγημα γεννήθηκε από τον συγκλονισμό που ένιωσα όταν έλαβα στο μέηλ μου από έναν πολύ καλό φίλο την παρακάτω φωτογραφία.
Φαντάζομαι ότι πολλοί από σας θα την έχετε ήδη δει. Δεν ξέρω γιατί, αλλά εγώ επικεντρώθηκα στο παιδάκι και το κουμπάκι εκεί στην άκρη!
Η σκέψη Χριστοφορε... δεν εχει ομιχλες βλεπει πεντακαθαρα...και η δική σου...ακομα καθαρότερα για να πλέκει ιστορίες απο μια φωτογραφία και ενα κουμπακι..εκεί στην άκρη της που αν δεν το έλεγες δεν θα το βλέπαμε...κάν...όσο για τους καταρακτες σου...στο ειπε η φιλη η Τζίντζερ....ιδιόκτητους έχεις ..τι αλλο θελεις;;; κατι ομίχλες ερχονται και κατα εδώ.....χι..χιχ.. καλως ώρισες παλι
ΑπάντησηΔιαγραφήTην είδα πριν μια εβδομάδα στην εφημερίδα την φωτογραφία, συγκλονιστική η απουσία που υπάρχει στην εικονική παρουσία του πατέρα μέσα από τα άδεια ρούχα... κι εσύ ... γέμισες με την ιστορία σου αυτή την φωτογραφία !
ΑπάντησηΔιαγραφήΜικρή νόμιζα πως οι εικόνες, η ιστορία θα έπρεπε να μας γίνονται μάθημα για τα χρόνια που έρχονται... τώρα πια ξέρω πως όλοι είμαστε ανεπίδεκτοι μαθήσεως.
Τα φιλιά μου Χριστοφόρε, καλή επιστροφή :))
Πολλοί θα μπορούσαν να αντιληφθούν τι κρύβει η ιστορία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕσύ όμως της έδωσες σάρκα και οστά και μας συγκίνησες.
Να είσαι καλά Χριστόφορε και να μας παρουσιάζεις ιστορίες με τη δική σου μοναδική γραφή.
Τη φωτογραφία αυτή την έχω δει εδώ και πολύ καιρό Χριστόφορε. Κυκλοφορει στο φεισμπουκ και έχει συγκλονισει τους πάντες. Καποιοι, ελάχιστοι, μίλησαν για αποστασιοποίηση της μητέρας από το παιδί. Μα οχι. Η μητέρα νιωθει μουδιασμένη. Μονη. Το παιδι, ορφανό. Ποσα νοηματα, ποση απόγνωση. Θανατος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι εσύ το απέδωσες τόσο ομορφα, την αμηχανία του παιδιου που ξαφνικά βιωνει τη σκληρη πραγματικότητα, τη φρίκη του πολεμου!
Συγχαρητηρια φίλε μου!Σε φιλω :-)
Φίλε μου,
ΑπάντησηΔιαγραφήΔΕΝ είχα δει την φωτογραφία.
Χίλιες σκέψεις, ξεχωριστές, ο καθένας μας.
Πόσο όμορφα τις κάλυψες, τις συμπλήρωσες.
Να είσαι καλά.
Και πάλι καλώς επέστρεψες.
Υιώτα
αστοριανή, ΝΥ
Τόσο όμορφα δοσμένο !
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγκλονιστικό !
Φίλες, φίλοι, είναι απίστευτη η ταλαιπωρία μου όταν κάθομαι να γράψω. Ενώ νόμιζα - και έτσι μου είχε πει και ο γιατρός- πως το δεύτερο μάτι θα βελτιωνόταν πιο γρήγορα από το πρώτο. Δυστυχώς όμως βρίσκομαι ακόμη μέσα στα δάκρυα και τις ομίχλες!.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑλλά - ας αφήσουμε- αυτά τα μικρό προβλήματα και ας... μεγεθύνουμε τα γράμματα για να βλέπω! χα χα χα
Η φωτογραφία εκείνη από την στιγμή που την είδα ήμουνα σίγουρος, ότι κάτι θα με έσπρωχνε να γράψω. Και πράγματι το έκανε και μάλιστα κάτω από τις συνθήκες που σας ανέφερα. Αλλά ένιωσα μια ικανοποίηση όταν το τέλειωσα. Άσχετα με το αποτέλεσμα, ένιωσα πως αυτό που ήθελε να μου πει - η φωτογραφία- το άκουσα.
Σίγουρα μπορεί να έχει πολλές αναγνώσεις από διάφορες πλευρές.
Εγώ πάντως νιώθω ευγνωμοσύνη σε όλες και όλους που ήρθαν απ εδώ και διάβασαν την δική μου ανάγνωση. Δεν μπορώ δυστυχώς ακόμη να σας επισκέπτομαι στα στέκια σας χωρίς να σας γεμίσω ..λεκάνες δάκρυα και γίνω ο ..Ξανθόπουλος της παρέας! Ελπίζω όμως σύντομα να έχω αυτήν την χαρά γιατί μου λείπει πολύ η ατμόσφαιρα των σαλονιών σας.
Επίσης συμπαθάτε με που δεν απαντώ ξεχωριστά στα σχόλια σας αλλά να ξέρετε ότι σε τούτες τις γραμμές η ματιά μου είναι στην καθεμιά και τον καθένα σας. Και προσοχή στις ...Σμαραγδένιες ομίχλες χι χι χι
Με ευχές για καλή ανέφελη, πεντακάθαρη μέρα σας αφήνω για να πιάσω το κουτάκι με τις αποστειρωμένες γάζες γιατί έχει γίνει χάλια εδώ το γραφείο!
Την είχα δει, μα σε ευχαριστώ που ακινητοποίησες για λίγο το μυαλό..
ΑπάντησηΔιαγραφήΔυστυχώς στην εποχή μας, περισσότερο κοιτάμε και λιγότερο "βλέπουμε"!
Αλήθεια, μήπως μένεις πάνω από τον GiP;;
Χτες διάβαζα πως του έρχονται νερά από την οροφή και σκέφτηκα τώρα τους "καταρράκτες" σου!!χαχαχα
Μια φωτογραφία σου έδωσε τους καταρράκτες μιας έμπνευσης τρομακτικής!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤη φωτογραφία δεν την είχα δει...
Ομως μέσα από τα λόγια μιας αθωότητας που περιγράφεις σαν να ήσουν ο μικρός με τάραξε!
Απροετοίμαστος αν είσαι, είναι ακόμα συγκλονιστικότερο!
Να είσαι καλά Χριστόφορε!!
@Οφείλω να πληροφορήσω για να μην ...υπέρχουν παρεξηγήσεις ότι τα νερά που τρέχουν από την οροφή του Γιώργου δεν είναι αλμυρά! Ενώ εδώ είναι και μάλιστα πολύ. Θα κάνω παραγωγή ..βιολογικού άλατος! Χα χα χα χα
ΑπάντησηΔιαγραφήΕλπίζοντας ότι το θέμα ξεκαθάρισε ασχέτως αν τα μάτια μου είναι θολά ακόμη (ωραίο για τραγούδι)
Ευχαριστώ για την επισήμανση περί "ακινητοποιήσης του μυαλού" εξαιρετική σκέψη.
Ευχαριστώ πολύ εκλεκτές καρδιές για τα όμορφα λόγια και την ματιά που ξέρει να βλέπει. Συγκίνηση για μένα η επίσκεψη!
Και'γω πρώτη φορά είδα τη φωτό,μα με συγκλόνισε η ιστορία που τη ζωντάνεψες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν δεν γνώριζα την ιστορία σου θα'λεγα ο,τι ήσουν εσύ το φοβισμένο αγόρι!
Τ'σδύναμα φιλιά μου,
επισκέπτομαι με δυσκολία
τους αγαπημένους μου φίλους
για να ξεχνώ τα δικά μου!
@zoyzoy
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα ήθελα - θα θέλαμε όλες και όλοι- να ήμασταν εκεί δίπλα σου και να τα λέγαμε από κοντά.
Όμως εγώ τουλάχιστον έχω τν αίσθηση ότι είμαι κάπου εκεί τριγύρω και μπορούμε να μοιραστούμε χαμόγελα, και να ανταλλάσσουμε ιστορίες. Ναι zoyzoy είμαι κάπου εκεί τριγύρω. Να το ξέρεις,
ΧΑ!ΧΑ! τις ομίχλες σου μέσα!!!!!!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήμου πήρε τόσες μέρες να βρω πρωινό να σε διαβάσω!
Το ξέρεις με τα θρίλερ δεν τα πάω καλά...είδα και γω ομίχλες και είπα άσε...
Περαστικά Χριστόφορε μου!
πάω τώρα για την τσάντα...είναι και πάνινη ελπίζω να μην την πατήσω εδώ...αλλα εντάξει είναι νωρίς ακόμα!!
;Όταν ξαναρχίσω τα θρίλερ... θα τα πούμε με μερικές φίλες μου περιμένουν να ξημερώσει για να με διαβάσουν! χα χα χα χα χα χα«τις ομίχλες μου μέσα! » χα χα χα
ΑπάντησηΔιαγραφήΑχ τι μου θύμισες...
ΑπάντησηΔιαγραφή15 Ιουλίου 1974 ...γύρω στη 8:30 το πρωί
οι σειρήνες να ξεσηκώνουν το κόσμο να βγαίνουν όλοι στους δρόμους...πραξικόπημα...τι να σημαίνει άραγε αυτό...για καλο δεν ακουγόταν...η Μάνα ούτε λόγος να εξηγήσει...πανικοβλημένη να μιλάει με τους πάνω με τους διπλα...ο Πατέρας στην αστυνομία...τρέχα γύρευε...
γελάς ε; χαίρομαι που στο έκανα αυτό!!!!!!!!
Ναι, το παιδί το είδα, όπως και την συγκλονιστική εικόνα της μάνας που κρατάει αγκαζέ το μανίκι της στολής του χαμένου άντρα της.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το κουμπάκι, αυτό το μικρό αντικείμενο που κείτεται στην άκρη της φωτογραφίας, δεν ξέρω αν το πρόσεχα καν, αν δεν του έδινες εσύ" ζωή" και δεν του έδινες την θέση που του αρμόζει μέσα στο γλαφυρό σου διήγημα.
Μάλλον θα το προσπερνούσα βιαστικά ,γιατί θέλει πολύ ευαισθησία Χριστόφορε να μπορείς να δεις με τα μάτια της ψυχής, δηλαδή με την …..φαντασία.
Λίγοι έχουν αυτήν την ικανότητα και εγώ σίγουρα δεν ανήκω σε αυτούς.
Χαίρομαι που είμαι αναγνώστρια και φίλη ενός ανθρώπου που με βοηθάει να μάθω να βλέπω και εγώ με τα μάτια της ψυχής.
15/7/1974 8:30 πμ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε τρεις σειρές, ολόκληρη ιστορία. Εγώ τότε ήμουν τριαντάρης και κείνες τις μέρες περίμενα το πρώτο παιδί! Την κόρη μου.
Πολύ ωραίος παραλληλισμός και να χαίρεσαι που ...μου το έκανες αυτό, με το δίκιο σου.
***********************************
Η αλήθεια είναι ότι με όσους του περιβάλλοντος μου που μίλησα κανένας σχεδόν δεν είχε προσέξει το κουμπί. Δεν ξέρω ειλικρινά γιατί εμένα το μάτι μου πήγε εκεί. Πάντα κάποιος σπόρος γονιμοποιεί την φαντασία. Σε τούτη την περίπτωση σπόρος ήταν το κουμπί.
Εγώ χαίρομαι που με τιμούν με την φιλία τους ψυχές με ευαισθησία και γενναιοδωρία. Θερμότατα ευχαριστώ μη βλέποντας την ώρα να σας επισκέπτομαι και εγώ με την σειρά μου χωρίς να ταλαιπωρούμαι. !5 με 20 μέρες ακόμη μου είπε σήμερα ο οφθαλμίατρος και όλα θα είναι ξάστερα. Αυτά σε ότι με αφορά.
Καλό απόγευμα εύχομαι.
Συγκλονιστικό το κείμενο σου με βάση αυτήν την αντιπολεμική φωτογραφία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤην είχα δει παλιά και κάθε φορά με συγκλονίζει. Πόσο μάλλον τώρα που θα έχω και ένα κείμενο στο μυαλό μου, την ιστορία που εμπνεύστηκες. Το τέλος της υπέροχο με το γονικό ενθύμιο να ακολουθεί έναν αιώνα τον μικρό σου ήρωα.
Το κουμπί το πρόσεξα, κυρίως γιατί έλειπε από την χλαίνη. Αλλά τα τρύπια παπουτσάκια;; !!!
Πάντως είχες δεν είχες προκάλεσες υφάλμυρες βροχές και σε άλλους καταρράκτες....
Σε λίγο θα σου τραγουδάμε το Πότε θα κάνει Ξαστεριά πες του δόκτορος, αλλά υπομονή ο καιρός εγγύς.....
Φιλώ σε ανήψι μου.
Καλώς σε βρίσκω Χριστόφορε...
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν έχω λόγια ούτε γι αυτο που μόλις διάβασα ,ούτε γι αυτα που διαβαζα από πιο νωρίς...
Χαίρομαι που με καταρρακτες ή χωρίς μπορείς να μας ταξιδεύεις...
Αγαπώ τους ανθρώπους που με κάνουν να μη σταματώ να νιώθω .... και νιώθω πως θα γίνεις από τους αγαπημένους μου....
Οι υφάλμυροι καταρράκτες που δημιουργήθηκαν -όπως λες- Θεία είναι για μένα δώρο όπως είναι για την φύση οι καταρράκτες του Γαλάζιου Νείλου που είναι η πατρίδα μας Θεία μου καλή. Σε ευχαριστώ πολύ.
ΑπάντησηΔιαγραφή_________________________________-
@καινούργια φίλη μας: Πασπαρτού Για Παντού!
Πολύ χαίρομαι που σε βλέπω στην παρέα μας. Το σε... βλέπω είναι ακόμη σχετικό βέβαια αλλά σε μερικές μέρες ελπίζω ότι θα είναι ουσιαστικό!
Διαγιγνώσκω ήδη και εδώ στο σχόλιο σου μια πολύ σημαντική ικανότητα να κλείνεις τα κείμενά σου με πολύ όμορφο τρόπο και αυτό είναι κάτι που ιδιαίτερα εκτιμώ σε κάποιον που γράφει. Ευχαριστώ για την έκφραση των συναισθημάτων σου αλλά και για την επίσκεψη. Να είσαι καλά.
Συγκλονίστηκα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΤη φωτογραφία τη βλέπω πρώτη φορά και με τρελαίνει αλλά και η ιστορία που προηγήθηκε έσφιξε απίστευτα πολύ την καρδιά μου...
Χριστόφορέ μου μοναδικέ, πολλή αγάπη κι αμέτρητες ευχές σου στέλνω, γρήγορα περαστικά!
Τι να πω μετά τα τόσο γλυκά και ζεστά λόγια; Ίσως ένα ευχαριστώ μέσα από την ψυχή μου. Είναι όμως αρκετό;
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα είσαι καλά κορίτσι μου!
Φοβερος στο λογο σου οπως παντα αξιαγαπητε φιλε μου.Ειχα πολυ καιρο να ερθω απο εδω και πριν λιγο ειδα οτι δεν ειμαι στους αναγνωστες σου και ξαναμπηκα.Δεν ξερω γιατι!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα εισαι παντα καλα.