Έτσι όπως στέκονταν εκεί έξω στην βεράντα της «πιτσαρίας», ο παπά Πέτρος - που όμως δεν ήθελε να τον αποκαλούν πια παπά αλλά μόνο Πέτρο - και ατένιζαν την τεράστια και απότομη ανηφόρα να υψώνεται σαν λεωφόρος που οδηγεί σε κάποιον ουρανό ο Πέτρος ρώτησε:
«Τι λες Κώστα θα τα καταφέρεις;»
«Τι να σου πω Πέτρο, αν με ρώταγες πριν από....εμμμ. Αλήθεια όμως πόση ώρα είμαι εδώ;» ρώτησε ο Κώστας κοιτώντας ταυτόχρονα το ρολόι του.
«Άδικα το κοιτάζεις το ρολόι Κώστα. Εδώ κανένα ρολόι δεν δουλεύει.» Είπε ο Πέτρος κοιτώντας ταυτόχρονα κι εκείνος το δικό του.
«Θες δηλαδή να μου πεις ότι δεν ξέρουμε πόσα λεπτά έχουν περάσει από την στιγμή που από κείνη την τουαλέτα βρέθηκα εδώ;» είπε ο Κώστας με κάπως επιθετική διάθεση.
«Λεπτά;» είπε ο Πέτρος και γέλασε.«Κοίτα να σου πω φίλε μου εδώ ο χρόνος δεν μπορεί να μετρηθεί. Δεν έχουμε κανένα στοιχείο πάνω στο οποίο να βασίσουμε την μέτρησή του. Δεν ξέρουμε καν αν περνάει...εμμ ο ήλιος.....Τι να σου πω τώρα...Ένα είναι πάντως βέβαιο! Εδώ Κώστα δεν υπάρχει ανατολή ή δύση του ήλιου. Δεν υπάρχουν μεσημέρια, αυγές και δειλινά...Τώρα πως γίνεται αυτό; Άγνωστο! Δεν είμαι και φυσικός! Απλός παπάς ήμουνα.»
«Μα καλά» είπε ο Κώστας «τούτο το φως αν δεν είναι το φως του ήλιου τι άλλο είναι που μας φωτίζει;»
«Δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα. Και σου είπα και προηγουμένως ότι δεν νυχτώνει ποτέ. Για κοίτα όμως και λίγο γύρω σου...»
Ο Κώστας γύρισε στα δεξιά του. Ύστερα γύρισε βιαστικά προς τα αριστερά και πίσω του. Σήκωσε ψηλά το κεφάλι του και έκπληκτος κοίταξε τον Πέτρο.
«Τι είναι αυτό Πέτρο; Τι είναι;» είπε με μια ανησυχία στην φωνή.
Ο Πέτρος με ένα χαμόγελο γεμάτο κατανόηση τον πλησίασε και βάζοντας το γέρικο του χέρι πάνω στον ώμο του Κώστα τον κοίταξε στα μάτια και του είπε:
«Όπως βλέπεις Κώστα, μας περιβάλει ένας ατέλειωτος γκρίζος τοίχος από όλες τις πλευρές Είναι τόσο ψηλός που η πάνω του άκρη - αν υπάρχει- ούτε που φαίνεται.. Το μόνο σημείο όπου δεν υπάρχει αυτός ο γκρίζος τοίχος είναι εκεί που αρχίζει η ανηφόρα και καθ' όλο το μήκος της.»
«Μα Πέτρο» είπε ο Κώστας «είμαστε δηλαδή φυλακισμένοι ανάμεσα σε αυτά τα ντουβάρια; Και ποιος μας έφερε εδώ; Γιατί είμαστε εδώ;»
Από κει που στέκονταν έβλεπαν τους άλλους γέροντες να κάνουν αργές βόλτες στο μικρό πλάτωμα που υπήρχε ανάμεσα στον ατέλειωτο τοίχο που τους περιέβαλε και την ανηφόρα. Δεν υπήρχε πουθενά αλλού να πάνε.
«Ναι κατά κάποιο τρόπο φυλακισμένοι είμαστε. Αλλά κανείς μας δεν ξέρει ποιος ή ποιοι και γιατί μας έφεραν εδώ. Όμως όποιος ή όποιοι και να είναι μας έχουν δώσει - όπως φαίνεται- μια ευκαιρία να βγούμε από εδώ. Να ανέβει κάποιος από μας εκείνη την ανηφόρα. Μέχρι στιγμής κανείς μας δεν τα κατάφερε και όσοι γύρισαν πίσω δεν είπαν τι τους συνέβη εκεί πάνω.»
«Μα καλά» είπε ο Κώστας «μου είπες προηγουμένως ότι κι εσύ προσπάθησες δυο φορές. Τι σε σταμάτησε;. Γιατί δεν συνέχισες; Τι σου συνέβη;»
«Τι να πω φίλε Κώστα! Έχω την αίσθηση ότι πολλά μου συνέβησαν. Πολλά και νομίζω καθόλου ευχάριστα. Το πρόβλημα όμως είναι ότι δεν μπορώ να θυμηθώ απολύτως τίποτα. Το μόνο που μου έχει μείνει σαν ανάμνηση είναι πως κάποια στιγμή ένιωσα την απόλυτη ανάγκη να επιστρέψω εδώ στην.... εμμμ ασφάλεια της παρέας των γερόντων κι αυτής της ....πως να την πω...της πιτσαρίας πίσω μας.»
«Πολύ παράξενα αυτά που μου λες Πέτρο. Είναι δυνατόν να μην έχεις έστω και μια εικόνα από την πορεία σου εκεί πάνω;»
«Α! Ναι μια εικόνα την έχω όπως την έχουν και όλοι οι άλλοι από όσους γύρισαν. Είναι η εικόνα ή μάλλον η βεβαιότητα ότι όσο πλησιάζαμε την κορυφή της ανηφόρας εκείνη ....μάκραινε κι άλλο!. »
«Και κάτι άλλο Πέτρο. Είπες προηγουμένως, "όσοι γύρισαν". Δηλαδή υπάρχουν και κείνοι που δεν γύρισαν;»
«Αρκετοί! Πράγματι υπάρχουν και κείνοι που δεν τους ξαναείδαμε ποτέ...ζωντανούς!»
«Μα πως το ξέρετε ότι δεν είναι ζωντανοί Αποκλείεται δηλαδή να πέρασαν την ανηφόρα και να βρέθηκαν ξανά πίσω από όπου ήρθαν;» ρώτησε με έντονο ύφος ο Κώστας.
«Έχεις δίκιο που ρωτάς και που θυμώνεις.»
«Δεν θυμών.....» θέλησε να πει ο Κώστας αλλά ο Πέτρος τον έκοψε λέγοντας του
«Έλα μαζί μου ένα λεπτό!» είπε ήρεμα ο τέως ιερωμένος.
Οι δυο γέροι, με αργά βήματα γύρισαν και κατευθύνθηκαν προς το εσωτερικό της «πιτσαρίας». Ο Πέτρος πήγαινε μπροστά και ακολουθούσε ο Κώστας που ξαναείδε τους δίσκους σερβιρίσματος στο πάτωμα με τάξη τοποθετημένους, αλλά είδε και στον καθρέπτη πίσω από τον πάγκο του μπαρ την απίστευτα γερασμένη του εμφάνιση. Μα πόσων χρονών θα ήταν τώρα; Ογδόντα; Ενενήντα; Από σαράντα πέντε σε κείνη την τουαλέτα - την Ρίχτερ όπως την ονόμαζαν εδώ- πριν από....πριν από πόσα χρόνια αλήθεια; Μπαμπόγερος τώρα.
Ο Πέτρος τώρα έφτασε σε έναν χώρο που έμοιαζε με αποθήκη. Μια αψιά μυρουδιά του ερέθισε την μύτη και φταρνίστηκε αρκετές φορές.
Όταν συνήλθε ...κόντεψε να λιποθυμήσει Η γέρικη καρδιά του δεν άντεξε να βλέπει σε μια απόλυτα ευθεία ατέλειωτη γραμμή κορμιά γερόντων που κείτονταν νεκροί στο πάτωμα.
«Αυτοί.....αυτοί....» ψέλλισε
«Ναι! Κώστα αυτοί οι φουκαράδες είναι όσοι δεν γύρισαν πίσω.» Είπε ο Πέτρος με όσο το δυνατόν πιο ήρεμη φωνή.
«Μα.... μα,.....καλά ποιος...τους έφερε εδώ;»ρώτησε νιώθοντας να κρυώνει από την ταραχή του.
«Λυπάμαι, αλλά δεν ξέρω. Κανείς δεν ξέρει! Απλώς όποτε δεν γυρίσει κάποιος από την ανηφόρα, λίγο αργότερα τον βλέπουμε εδώ σε τούτη την σειρά των νεκρών!» είπε ο Πέτρος.
«Μα ..... καλά αλλά δεν σαπιζ....» πήγε να ψελλίσει ο Κώστας.
«Όχι δεν υπάρχει καμιά αλλοίωση στο σώμα τους. Έλα τώρα πάμε έξω.»
Άλλο που δεν ήθελε ο Κώστας. Βγήκαν βιαστικά όσο τους επέτρεπε η προχωρημένη τους ηλικία και κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια της "πιτσερίας» που όπως φαίνεται ήταν και νεκρικός θάλαμος, κατέβηκαν κάτω στο πλάτωμα όπου όλοι οι άλλοι γέροι μόλις τους είδαν διέκοψαν ότι έκαναν και ήρθαν γύρω τους.
«Σου τα είπε όλα ο Πέτρος; » ρώτησε ο γέρος με τα πυκνά μαλλιά και τα στριφτά γένια.
«Ναι! Μου τα είπε και τα μου τα έδειξε όλα.» Είπε ο Κώστας.
«Ωραία τότε, μετά που θα σερβιριστούν οι δίσκοι μας εκεί μέσα και αφού τελειώσεις πρέπει να ξεκινήσεις την ανηφοριά», είπε εκείνος με την μεγάλη καμπούρα.
Ο Κώστας κοίταξε τον Πέτρο και εκείνος του επιβεβαίωσε αυτό που άκουσε κουνώντας το κεφάλι του.
«Και πότε θα....φάμε;» ρώτησε
Μόλις τέλειωσε την ερώτηση πήρε και την απάντηση.
Μια σειρά από μεταλλικούς θορύβους που έρχονταν από την "πιτσαρία" τους έκανε όλους να στραφούν προς τα εκεί.
«Τώρα θα φάμε!» Του είπε ο Πέτρος. Προχώρησαν όλοι με βιαστικά βήματα λες και θα τους έτρωγε κάποιος το φαγητό. Μπήκαν μέσα. Ο Κώστας είδε στο έδαφος τους δίσκους σερβιρίσματος γεμάτους. Ο Πέτρος του υπέδειξε την θέση του που ήταν δίπλα του και με κόπο κάθισαν χάμω βογκώντας.
Ο Κώστας έριξε μια ματιά στο δίσκο που ήταν μπροστά του και αηδίασε Εκεί μέσα χωρίς να υπάρχει κανένα πιάτο, αλλά απευθείας πάνω στον παλιό σκουριασμένο δίσκο βρισκόταν μια αδιευκρίνιστου χρώματος και υφής μάζα που του φάνηκε μάλιστα ότι παλλόταν.
Είδε ότι οι άλλοι γύρω του έχωναν βιαστικά τα χέρια τους στο απαίσιο αυτό πράγμα και το κατέβαζαν χωρίς να το μασούν. Κοίταξε τον Πέτρο.
«Κάνε ότι κάνουμε όλοι μας. Αν δεν το καταπιείς δεν θα μπορέσεις ούτε να σηκωθείς από εδώ χάμω. Είναι παράξενο αλλά δίνει ενέργεια αυτός ο πολτός και εσύ θα την χρειαστείς γιατί αμέσως μετά φεύγεις για την ανηφόρα. Κατάπιε την τώρα Κώστα!»
Ο Κώστας έβαλε διστακτικά τα δάχτυλά πάνω στον χυλό, και αμέσως λες και κάτι τον τραβούσε μέσα του, έχωσε όλη του την παλάμη μέσα στην αηδιαστική μάζα και τραβώντας μια μεγάλη ποσότητα και την έχωσε στο στόμα του. Με δυο -τρεις τέτοιες χεριές, άδειασε τον δίσκο του, βλέποντας ταυτόχρονα τους άλλους γέρους να σηκώνονται πολύ πιο εύκολα από όσο κάθισαν. Έκανε κι αυτός να σηκωθεί και πετάχτηκε πάνω σχεδόν σαν άνθρωπος της ...παλιάς του ηλικίας.
Βγήκαν όλοι έξω και σιγά- σιγά μαζεύτηκαν γύρω από την αρχή της ανηφόρας. Ο Πέτρος οδήγησε τον Κώστα μπροστά. Όλοι άλλοι υποχώρησαν και άφησαν μόνο του τον Κώστα να ατενίζει την ατέλειωτη ανηφοριά. Κανείς δεν μιλούσε. Λες και είχαν σταματήσει να ανασαίνουν.
Ξαφνικά ένα λευκό φως άρχισε να πάλλεται πάνω στην ανηφόρα. Όσο πήγαινε ο ρυθμός του αυξανόταν.
«Τώρα!» είπαν όλοι μαζί.
Ο Κώστας, έκανε το πρώτο βήμα στην ανηφόρα.
Το παλλόμενο φως, έσβησε. Έκανε μερικά βήματα ακόμη και στάθηκε. Γύρισε πίσω του να δει τους άλλους γέρους. Αλλά δεν υπήρχε κανείς εκεί.
Μόνο ο πανύψηλος, ατέλειωτος γκρίζος τοίχος κυριαρχούσε τριγύρω.
Στράφηκε και κοίταξε την κορφή της ανηφόρας. Του φάνηκε ότι τον κοίταζε κι εκείνη.
Τον περίμενε;
Συνέχεια
«Τι λες Κώστα θα τα καταφέρεις;»
«Τι να σου πω Πέτρο, αν με ρώταγες πριν από....εμμμ. Αλήθεια όμως πόση ώρα είμαι εδώ;» ρώτησε ο Κώστας κοιτώντας ταυτόχρονα το ρολόι του.
«Άδικα το κοιτάζεις το ρολόι Κώστα. Εδώ κανένα ρολόι δεν δουλεύει.» Είπε ο Πέτρος κοιτώντας ταυτόχρονα κι εκείνος το δικό του.
«Θες δηλαδή να μου πεις ότι δεν ξέρουμε πόσα λεπτά έχουν περάσει από την στιγμή που από κείνη την τουαλέτα βρέθηκα εδώ;» είπε ο Κώστας με κάπως επιθετική διάθεση.
«Λεπτά;» είπε ο Πέτρος και γέλασε.«Κοίτα να σου πω φίλε μου εδώ ο χρόνος δεν μπορεί να μετρηθεί. Δεν έχουμε κανένα στοιχείο πάνω στο οποίο να βασίσουμε την μέτρησή του. Δεν ξέρουμε καν αν περνάει...εμμ ο ήλιος.....Τι να σου πω τώρα...Ένα είναι πάντως βέβαιο! Εδώ Κώστα δεν υπάρχει ανατολή ή δύση του ήλιου. Δεν υπάρχουν μεσημέρια, αυγές και δειλινά...Τώρα πως γίνεται αυτό; Άγνωστο! Δεν είμαι και φυσικός! Απλός παπάς ήμουνα.»
«Μα καλά» είπε ο Κώστας «τούτο το φως αν δεν είναι το φως του ήλιου τι άλλο είναι που μας φωτίζει;»
«Δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα. Και σου είπα και προηγουμένως ότι δεν νυχτώνει ποτέ. Για κοίτα όμως και λίγο γύρω σου...»
Ο Κώστας γύρισε στα δεξιά του. Ύστερα γύρισε βιαστικά προς τα αριστερά και πίσω του. Σήκωσε ψηλά το κεφάλι του και έκπληκτος κοίταξε τον Πέτρο.
«Τι είναι αυτό Πέτρο; Τι είναι;» είπε με μια ανησυχία στην φωνή.
Ο Πέτρος με ένα χαμόγελο γεμάτο κατανόηση τον πλησίασε και βάζοντας το γέρικο του χέρι πάνω στον ώμο του Κώστα τον κοίταξε στα μάτια και του είπε:
«Όπως βλέπεις Κώστα, μας περιβάλει ένας ατέλειωτος γκρίζος τοίχος από όλες τις πλευρές Είναι τόσο ψηλός που η πάνω του άκρη - αν υπάρχει- ούτε που φαίνεται.. Το μόνο σημείο όπου δεν υπάρχει αυτός ο γκρίζος τοίχος είναι εκεί που αρχίζει η ανηφόρα και καθ' όλο το μήκος της.»
«Μα Πέτρο» είπε ο Κώστας «είμαστε δηλαδή φυλακισμένοι ανάμεσα σε αυτά τα ντουβάρια; Και ποιος μας έφερε εδώ; Γιατί είμαστε εδώ;»
Από κει που στέκονταν έβλεπαν τους άλλους γέροντες να κάνουν αργές βόλτες στο μικρό πλάτωμα που υπήρχε ανάμεσα στον ατέλειωτο τοίχο που τους περιέβαλε και την ανηφόρα. Δεν υπήρχε πουθενά αλλού να πάνε.
«Ναι κατά κάποιο τρόπο φυλακισμένοι είμαστε. Αλλά κανείς μας δεν ξέρει ποιος ή ποιοι και γιατί μας έφεραν εδώ. Όμως όποιος ή όποιοι και να είναι μας έχουν δώσει - όπως φαίνεται- μια ευκαιρία να βγούμε από εδώ. Να ανέβει κάποιος από μας εκείνη την ανηφόρα. Μέχρι στιγμής κανείς μας δεν τα κατάφερε και όσοι γύρισαν πίσω δεν είπαν τι τους συνέβη εκεί πάνω.»
«Μα καλά» είπε ο Κώστας «μου είπες προηγουμένως ότι κι εσύ προσπάθησες δυο φορές. Τι σε σταμάτησε;. Γιατί δεν συνέχισες; Τι σου συνέβη;»
«Τι να πω φίλε Κώστα! Έχω την αίσθηση ότι πολλά μου συνέβησαν. Πολλά και νομίζω καθόλου ευχάριστα. Το πρόβλημα όμως είναι ότι δεν μπορώ να θυμηθώ απολύτως τίποτα. Το μόνο που μου έχει μείνει σαν ανάμνηση είναι πως κάποια στιγμή ένιωσα την απόλυτη ανάγκη να επιστρέψω εδώ στην.... εμμμ ασφάλεια της παρέας των γερόντων κι αυτής της ....πως να την πω...της πιτσαρίας πίσω μας.»
«Πολύ παράξενα αυτά που μου λες Πέτρο. Είναι δυνατόν να μην έχεις έστω και μια εικόνα από την πορεία σου εκεί πάνω;»
«Α! Ναι μια εικόνα την έχω όπως την έχουν και όλοι οι άλλοι από όσους γύρισαν. Είναι η εικόνα ή μάλλον η βεβαιότητα ότι όσο πλησιάζαμε την κορυφή της ανηφόρας εκείνη ....μάκραινε κι άλλο!. »
«Και κάτι άλλο Πέτρο. Είπες προηγουμένως, "όσοι γύρισαν". Δηλαδή υπάρχουν και κείνοι που δεν γύρισαν;»
«Αρκετοί! Πράγματι υπάρχουν και κείνοι που δεν τους ξαναείδαμε ποτέ...ζωντανούς!»
«Μα πως το ξέρετε ότι δεν είναι ζωντανοί Αποκλείεται δηλαδή να πέρασαν την ανηφόρα και να βρέθηκαν ξανά πίσω από όπου ήρθαν;» ρώτησε με έντονο ύφος ο Κώστας.
«Έχεις δίκιο που ρωτάς και που θυμώνεις.»
«Δεν θυμών.....» θέλησε να πει ο Κώστας αλλά ο Πέτρος τον έκοψε λέγοντας του
«Έλα μαζί μου ένα λεπτό!» είπε ήρεμα ο τέως ιερωμένος.
Οι δυο γέροι, με αργά βήματα γύρισαν και κατευθύνθηκαν προς το εσωτερικό της «πιτσαρίας». Ο Πέτρος πήγαινε μπροστά και ακολουθούσε ο Κώστας που ξαναείδε τους δίσκους σερβιρίσματος στο πάτωμα με τάξη τοποθετημένους, αλλά είδε και στον καθρέπτη πίσω από τον πάγκο του μπαρ την απίστευτα γερασμένη του εμφάνιση. Μα πόσων χρονών θα ήταν τώρα; Ογδόντα; Ενενήντα; Από σαράντα πέντε σε κείνη την τουαλέτα - την Ρίχτερ όπως την ονόμαζαν εδώ- πριν από....πριν από πόσα χρόνια αλήθεια; Μπαμπόγερος τώρα.
Ο Πέτρος τώρα έφτασε σε έναν χώρο που έμοιαζε με αποθήκη. Μια αψιά μυρουδιά του ερέθισε την μύτη και φταρνίστηκε αρκετές φορές.
Όταν συνήλθε ...κόντεψε να λιποθυμήσει Η γέρικη καρδιά του δεν άντεξε να βλέπει σε μια απόλυτα ευθεία ατέλειωτη γραμμή κορμιά γερόντων που κείτονταν νεκροί στο πάτωμα.
«Αυτοί.....αυτοί....» ψέλλισε
«Ναι! Κώστα αυτοί οι φουκαράδες είναι όσοι δεν γύρισαν πίσω.» Είπε ο Πέτρος με όσο το δυνατόν πιο ήρεμη φωνή.
«Μα.... μα,.....καλά ποιος...τους έφερε εδώ;»ρώτησε νιώθοντας να κρυώνει από την ταραχή του.
«Λυπάμαι, αλλά δεν ξέρω. Κανείς δεν ξέρει! Απλώς όποτε δεν γυρίσει κάποιος από την ανηφόρα, λίγο αργότερα τον βλέπουμε εδώ σε τούτη την σειρά των νεκρών!» είπε ο Πέτρος.
«Μα ..... καλά αλλά δεν σαπιζ....» πήγε να ψελλίσει ο Κώστας.
«Όχι δεν υπάρχει καμιά αλλοίωση στο σώμα τους. Έλα τώρα πάμε έξω.»
Άλλο που δεν ήθελε ο Κώστας. Βγήκαν βιαστικά όσο τους επέτρεπε η προχωρημένη τους ηλικία και κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια της "πιτσερίας» που όπως φαίνεται ήταν και νεκρικός θάλαμος, κατέβηκαν κάτω στο πλάτωμα όπου όλοι οι άλλοι γέροι μόλις τους είδαν διέκοψαν ότι έκαναν και ήρθαν γύρω τους.
«Σου τα είπε όλα ο Πέτρος; » ρώτησε ο γέρος με τα πυκνά μαλλιά και τα στριφτά γένια.
«Ναι! Μου τα είπε και τα μου τα έδειξε όλα.» Είπε ο Κώστας.
«Ωραία τότε, μετά που θα σερβιριστούν οι δίσκοι μας εκεί μέσα και αφού τελειώσεις πρέπει να ξεκινήσεις την ανηφοριά», είπε εκείνος με την μεγάλη καμπούρα.
Ο Κώστας κοίταξε τον Πέτρο και εκείνος του επιβεβαίωσε αυτό που άκουσε κουνώντας το κεφάλι του.
«Και πότε θα....φάμε;» ρώτησε
Μόλις τέλειωσε την ερώτηση πήρε και την απάντηση.
Μια σειρά από μεταλλικούς θορύβους που έρχονταν από την "πιτσαρία" τους έκανε όλους να στραφούν προς τα εκεί.
«Τώρα θα φάμε!» Του είπε ο Πέτρος. Προχώρησαν όλοι με βιαστικά βήματα λες και θα τους έτρωγε κάποιος το φαγητό. Μπήκαν μέσα. Ο Κώστας είδε στο έδαφος τους δίσκους σερβιρίσματος γεμάτους. Ο Πέτρος του υπέδειξε την θέση του που ήταν δίπλα του και με κόπο κάθισαν χάμω βογκώντας.
Ο Κώστας έριξε μια ματιά στο δίσκο που ήταν μπροστά του και αηδίασε Εκεί μέσα χωρίς να υπάρχει κανένα πιάτο, αλλά απευθείας πάνω στον παλιό σκουριασμένο δίσκο βρισκόταν μια αδιευκρίνιστου χρώματος και υφής μάζα που του φάνηκε μάλιστα ότι παλλόταν.
Είδε ότι οι άλλοι γύρω του έχωναν βιαστικά τα χέρια τους στο απαίσιο αυτό πράγμα και το κατέβαζαν χωρίς να το μασούν. Κοίταξε τον Πέτρο.
«Κάνε ότι κάνουμε όλοι μας. Αν δεν το καταπιείς δεν θα μπορέσεις ούτε να σηκωθείς από εδώ χάμω. Είναι παράξενο αλλά δίνει ενέργεια αυτός ο πολτός και εσύ θα την χρειαστείς γιατί αμέσως μετά φεύγεις για την ανηφόρα. Κατάπιε την τώρα Κώστα!»
Ο Κώστας έβαλε διστακτικά τα δάχτυλά πάνω στον χυλό, και αμέσως λες και κάτι τον τραβούσε μέσα του, έχωσε όλη του την παλάμη μέσα στην αηδιαστική μάζα και τραβώντας μια μεγάλη ποσότητα και την έχωσε στο στόμα του. Με δυο -τρεις τέτοιες χεριές, άδειασε τον δίσκο του, βλέποντας ταυτόχρονα τους άλλους γέρους να σηκώνονται πολύ πιο εύκολα από όσο κάθισαν. Έκανε κι αυτός να σηκωθεί και πετάχτηκε πάνω σχεδόν σαν άνθρωπος της ...παλιάς του ηλικίας.
Βγήκαν όλοι έξω και σιγά- σιγά μαζεύτηκαν γύρω από την αρχή της ανηφόρας. Ο Πέτρος οδήγησε τον Κώστα μπροστά. Όλοι άλλοι υποχώρησαν και άφησαν μόνο του τον Κώστα να ατενίζει την ατέλειωτη ανηφοριά. Κανείς δεν μιλούσε. Λες και είχαν σταματήσει να ανασαίνουν.
Ξαφνικά ένα λευκό φως άρχισε να πάλλεται πάνω στην ανηφόρα. Όσο πήγαινε ο ρυθμός του αυξανόταν.
«Τώρα!» είπαν όλοι μαζί.
Ο Κώστας, έκανε το πρώτο βήμα στην ανηφόρα.
Το παλλόμενο φως, έσβησε. Έκανε μερικά βήματα ακόμη και στάθηκε. Γύρισε πίσω του να δει τους άλλους γέρους. Αλλά δεν υπήρχε κανείς εκεί.
Μόνο ο πανύψηλος, ατέλειωτος γκρίζος τοίχος κυριαρχούσε τριγύρω.
Στράφηκε και κοίταξε την κορφή της ανηφόρας. Του φάνηκε ότι τον κοίταζε κι εκείνη.
Τον περίμενε;
Συνέχεια
Χριστοφόρε μου
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλέ μου
μα πάλι στην αρχή της ανηφόρας με άφησες;
Πως στο καλό τα κατάφερες και με εγκλώβισες ανάμεσα στους τσιμεντένιους τοίχους;
Αναμένω την ελευθερία μου :-)
Τα φιλιά μου
Καλό βράδυ εύχομαι !!!!
ΔιαγραφήΛεβίνα μου, ούτε ντουβάρια, ούτε αλυσίδες, ούτε μπουντρούμια, είναι ικανά να φυλακίσουν εσένα και το πνεύμα σου. Το σύμπαν μπορείς να κυριέψεις με δυο σου λέξεις, όμως μόνο όπως εσύ ξέρεις να γεννάς. Καλή σου μέρα κορίτσι μου και σε ευχαριστώ.
καλημερα καλε μου φιλε!
ΑπάντησηΔιαγραφήμας αφηνεις στο καλυτερο σημειο!
ανυπομονω για το επομενο!
πολυ καλη γραφη! αψογη θα πω!
συγχαρητηρια!
@ΕΚΦΡΑΣΟΥ
ΔιαγραφήΕυχαριστώ πολύ για τα καλά λόγια και την ενθάρρυνση που παίρνω από αυτά!. Εκφράζεσαι με πολλή γενναιοδωρία!
Εξελίσσεται σε χιτσκοκικό θρίλερ, για γερά νεύρα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα διαθέτω και μαζί μ' αυτά, καταθέτω το θαυμασμό μου!
Η αφήγηση είναι ζωντανή σαν κινηματογραφική ταινία. Καθηλώνει και προβληματίζει.
Αναμένοντας τη συνέχεια, σου στέλνω μια γλυκιά καληνύχτα Χριστόφορε!
ΔιαγραφήΔεν θα μπορούσαν καν να ονειρευτώ την φράση "Χιτσκοκικό θρίλερ" για κείμενο μου. Είναι τεράστια η τιμή και νιώθω πολύ μικρός για την σηκώσω. Μαρία μου σε ευχαριστώ πολύ καθώς αλήθεια σου λέω μου δίνεις μεγάλη ώθηση για την συνέχεια. Εύχομαι να φανώ αντάξιος των προσδοκιών σου αλλά και των δικών ακόμη. Καλό σου βράδυ Μαρία μου ευχαριστώ θερμά την κρύα τούτη νύχτα.
Χιχιχι! Πώς σου αρέσει να φτιάχνεις ιστορίες και με μαεστρία να μας χώνεις μέσα. μόνο εσύ το ξέρεις... πρόσεχε μόνο, γιατί η ίδια λαχανιάζω στις ανηφόρες!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑΦΚ! ΑΦΚυριακάτικα! :)
@Άιναφετς
ΔιαγραφήA! Μα αν είναι έτσι τότε έλυσα το πρόβλημα μου! Έψαχνα να βρώ μια κυρία που να λαχανιάζει γρήγορα στις ανηφόρες και την βρήκα. Να σαι καλά. Πες μου όμως πόσα θέλεις γιατί μετά θα έχουμε πρόβλημα με την εφορία! χα χα χα
Να σαι καλά και να χαίρεσαι το νινί σου και πάλι!!!!! Ευχαριστώ που ήλθες
Τα ΑΦΚ σου ευτυχώς που δεν έχουν καμιά σχέση με το ΑΦΜ μου!! χα χα χα