Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015

Η ΑΝΗΦΟΡΑ Νο 8 - Ισοσκελή Τρίγωνα


ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Χαιρετίζοντας τους παλιούς, καλούς μου  φίλους και φίλες,  με τις ευχές μου για ένα λαμπρό και ευτυχισμένο Μέλλον για σας και τους αγαπημένους σας, πρέπει να ομολογήσω ότι έχοντας αφήσει εδώ μια μισοτελειωμένη αφήγηση, μιας από τις παράξενες μου ιστορίες, θυμήθηκα πως αν ζούσε ο μακαρίτης ο παππούς μου θα μου τις έβρεχε. 
«Δεν πρέπει μου λεγε ν΄αφήνουμε μισοτελειωμένες δουλειές. Ακόμη κι αν αργήσουμε - όσο κι αν αργήσουμε πρέπει - να την ολοκληρώνουμε.» Αυτά μου έλεγε ο παππούς μου ο Κύπριος - νησί στο οποίο ακόμη δεν αξιώθηκα να πάω.  
Υπακούοντας σαν καλό παιδί τον παππού μου,  σήμερα αναρτώ εδώ την 8η συνέχεια του διηγήματος μου αυτού με τον τίτλο «Η ΑΝΗΦΟΡΑ»
Πριν όμως  διαβάσετε την συνέχεια έχω  εδώ παρακάτω τους συνδέσμους που παραπέμπουν στις παλιότερες αναρτήσεις μου για να υπάρξει το νήμα για όσες και όσους ενδιαφερθούν να το διαβάσουν. 
Σας πληροφορώ βεβαίως ότι δημοσιεύεται και στο FB αλλά ακόμη δεν έχω φτάσει στο σημείο να γράψω την λέξη ΤΕΛΟΣ. 
Για όσο λοιπόν αξίζει τον κόπο όσες και όσοι μου κάνουν την τιμή τους ευχαριστώ εκ των προτέρων και εύχομαι κουράγιο. 


ΕΔΩ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΔΙΕΘΥΝΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΝ ΑΝΑΡΤΉΣΕΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΣΕΙΡΑ

http://4diastasi.blogspot.gr/2013/11/blog-post_27.html   1

http://4diastasi.blogspot.gr/2013/12/2.html         2
       


http://4diastasi.blogspot.gr/2014/01/6.html         6

http://4diastasi.blogspot.gr/2014_01_01_archive.html     7


Και τώρα για γερά νεύρα και μάτια που δεν κουράζονται εύκολα, παραθέτω την 
ΑΝΗΦΟΡΑ Νο 8- Ισοσκελή Τρίγωνα. 

 Η ΑΝΗΦΟΡΑ Νο 8

 Ισοσκελή Τρίγωνα



            Ο Κώστας κοίταζε με απόγνωση μια τα βρώμικα κουρέλια που κρατούσε, μια τον νεαρό που στεκόταν εκεί μπροστά του και που το μόνο που φορούσε ήταν η κουβερτούλα του μωρού. Την είχε τυλιγμένη γύρω απ’ τη μέση του.
            «Μα  το μωρό; Το πλασματάκι; Τι έγινε;» επαναλάμβανε περιφέροντας το βλέμμα του εκεί  τριγύρω.
Ο άγνωστος νεαρός που εμφανίστηκε μέσα  απ΄ το σκοτάδι δεν είχε παύσει να γελάει έτσι όπως τον έβλεπε να ψάχνει με αγωνία το μωράκι.
            Κάποια στιγμή σταμάτησε να αναζητάει το εξαφανισμένο βρέφος και κάρφωσε το βλέμμα του στον νεαρό απέναντι του. Την ίδια ώρα το τεράστιο τείχος που η πορεία ήταν σαν δίδυμη με κείνη της ανηφόρας, άρχισε να βγάζει από τους πόρους του, κάτι σαν αραιό ατμό που μύριζε παράξενα. Μύριζε κάτι σαν ανθρώπινη απλυσιά. Ή μήπως ο νεαρός εκεί απέναντι του ήταν που μύριζε έτσι; 
Εκείνος είχε τώρα σταματήσει να γελάει και κοίταζε το τείχος που έμοιαζε ν’ ανασαίνει. Το βλέμμα του, φάνηκε στον Κώστα να κρύβει κάποια ανησυχία.
            «Έλα Κώστα πάμε.» είπε
            «Κώστα πάμε;» είπε  ο Κώστας θυμωμένος, πετώντας με οργή στο χώμα τα κουρέλια του μωρού που χάθηκε και δείχνοντας την κουβέρτα  που τώρα τύλιγε τη μέση του νεαρού φώναξε:
            «Και ποιος είσαι εσύ αναιδέστατε που θα μου πεις τι θα κάνω; Ε; Τι το ‘κανες το μωράκι; Πες μου, τι το ‘κανες! Και το όνομά μου πως το ξέρεις; Λέγε!»
Ο άλλος δεν απάντησε. Τον κοίταξε απλώς κατάματα και του γύρισε την πλάτη καρφώνοντας το βλέμμα του ψηλά εκεί στην κορφή της Ανηφόρας. Ο Κώστας, ανατρίχιασε απ τη ματιά που του ‘ριξε ο άλλος. Είχε κάτι το πολύ παράξενο, αλλά και το πολύ οικείο ταυτόχρονα. Ο συνδυασμός αυτός τον τρόμαξε χωρίς να ξέρει το γιατί.
            «Δεν θα μου πεις ποιος είσαι;» Είπε τώρα με πιο μαλακό τρόπο.
Δεν πήρε καμιά απάντηση. Η ζέστη άρχισε να γίνεται πολύ αισθητή. Ο ατμός που ερχόταν μέσα από τους πόρους του τείχους έφερνε μια δυσάρεστη υγρασία ενώ παράλληλα η ζέστη τσουρουφλούσε το δέρμα του.
Ιδρώτας άρχισε να μουλιάζει την γκρίζα του γενειάδα κι απ΄ το μέτωπό έσταζαν σταγόνες που γλιστρούσαν μεσ’ στα μάτια τσούζοντάς τον.      Μια παράξενη σκέψη γεννήθηκε μέσα του: «Βρε μπας και ο νεαρός έχει κάποια σχέση με το μωράκι;»
Ο νέος γύρισε και τον κοίταξε. Τώρα πεντακάθαρα ο Κώστας είδε την έντονη ανησυχία που είχε γεννηθεί στο βλέμμα του. «Μα γιατί κάτι μου θυμίζει το βλέμμα αυτό…» σκέφτηκε. Ο άλλος τον πλησίασε και με την παλάμη του, σκούπισε απαλά το μέτωπο του Κώστα λέγοντας ταυτόχρονα:
            «Έλα Κώστα πάμε. Πρέπει να φύγουμε αποδώ τώρα. Σε λίγο θα κουραστεί και θα σταματήσει.»
           «Ποιος θα κουραστεί και ποιος θα σταματήσει τι;» ρώτησε ο Κώστας με την φωνή του να έχει μαλακώσει για κάποιο άγνωστο λόγο. Ίσως η χειρονομία του νεαρού να του σκουπίσει το μέτωπο με τον τρόπο που το έκανε, να μαλάκωσε κάπως την ένταση που κυριαρχούσε μέσα του.
            «Ο τοίχος!» απάντησε ο άλλος και άρχισε να ανεβαίνει την ανηφόρα. Ο διασκελισμός του ήταν τόσο άνετος, λες και βάδιζε στο ίσιωμα κάποιου ανθισμένου λιβαδιού. «Έλα όμως! Προχώρα!» πρόσθεσε.
Ο Κώστας βάλθηκε να τον ακολουθεί. Στην αρχή τα κατάφερνε.
Γρήγορα όμως η καρδιά άρχισε να βροντοχτυπάει στο στήθος.
Φοβόταν να μην τον προδώσει εκεί στην άγνωστη ερημιά που δεν είχε ιδέα ούτε πως βρέθηκε, ούτε τι έκανε εκεί. Τα πόδια του βάρυναν και με πολλή δυσκολία, σχεδόν παραπατώντας προσπαθούσε να ακολουθήσει τον παράξενο εκείνο νέο που προπορευόταν με μια μωρουδίστικη κουβέρτα να τυλίγει τους γοφούς του. Μα αλήθεια, δεν είχε όνομα ο τύπος αυτός;
            Σκέφτηκε να τον ρωτήσει, αλλά ήταν τόσο λαχανιασμένος που δεν μπορούσε να αρθρώσει ούτε λέξη.
Ο νεαρός λες και ένιωσε την δυσφορία του Κώστα. Σταμάτησε, γύρισε, τον κοίταξε και κατηφόρισε προς το μέρος του. Έβαλε το χέρι του με τρυφερότητα -θα ’λεγε κανείς- πάνω στον ώμο του και του χαμογέλασε. Τούτο χαμόγελο ήταν σαν να προσέφερε στον Κώστα μια παράξενη ενέργεια, καθώς είχε κάτι που έμοιαζε να έρχεται από παλιά. «Από παλιά; Μα τι βλακείες σκέφτομαι!»
            «Νιώθεις καλύτερα;» ρώτησε ο νεαρός.
            «Ναι ευχαριστώ» απάντησε ο Κώστας.  «Μα δε μου λες; Πως σε λένε;»  
            «Πως με λένε;»     
            «Ναι! Ποιο είναι το όνομά σου; Εμένα ξέρεις πως με λένε Κώστα. Εσένα;»
            «Εμένα; Δεν ξέρω!» απάντησε ο άλλος έτσι πολύ απλά.  «Έλα όμως, πρέπει να πάμε εκεί πάνω πριν από την βροχή.»
Ο Κώστας απόρησε. Δεν είχε όνομα το παιδί; Και για ποια βροχή μιλούσε; Δεν πρόλαβε όμως να σκεφτεί γιατί ο άλλος άρχισε να προπορεύεται και μάλιστα σαν να είχε ανοίξει τον βηματισμό σε σχέση με πριν.
            Το φως του – ήλιου(;) – που δεν έδυε ποτέ, φώτιζε τα πάντα με απόλυτη καθαρότητα και σταθερότητα. Εκείνο που δεν είχε καμιά λογική ήταν οι σκιές.  Ξάπλωναν πάνω στη ράχη της Ανηφόρας  άναρχα. Έβλεπε σκιές να χοροπηδούν απ εδώ κι απ’ εκεί λες και ήταν άτακτα αγρίμια. Το αστείο ή μάλλον το παράλογο ήταν πως δεν αποτελούσαν σκιά κανενός αντικειμένου.  Την σκιά του αλλά και την σκιά του νεαρού όμως δεν τις έβλεπε πουθενά. Τρελή κατάσταση!  Κι όμως! Θα μπορούσε να πει κανείς: 
«Τι περιμένεις από το φως ενός απόντα ήλιου; Οι  σκιές μπορούσαν να παίζουν όπως και όπου ήθελαν.» 
Σταμάτησε να παρακολουθεί τον χορό των σκιών τριγύρω του και έβαλε πείσμα να ακολουθεί τον «Χωρίς Όνομα», για να μην τον αναγκάσει να σταματήσει και πάλι. Μάζεψε όσες δυνάμεις είχε και βάλθηκε να τον προχωρεί. Στο μεταξύ σκιές, δέντρων, βράχων, πουλιών, ζώων αλλά και ανθρώπων έρχονταν και κολλούσαν ολόμαυρες στο στεγνό χώμα που πατούσαν ο Κώστας και ο άλλος μπροστά. Τίποτα από αυτά δεν υπήρχε τριγύρω. «Από πού έρχονται;» Αναρωτήθηκε την ώρα που μια σκιά που έμοιαζε ν’ ανήκει σε κάποιο ερπετό – σαύρας μάλλον - ξάπλωσε λίγα εκατοστά από κει που ετοιμαζόταν να πατήσει.
            «Δε πας στο διάολο!» φώναξε πηδώντας για να μη την πατήσει.
Ο νεαρός μπροστά, γύρισε και τον κοίταξε ερωτηματικά.
            «Τίποτα, τίποτα. Προχώρα εσύ. Με τις σκιές τα έχω!» είπε
Ο νέος, στράφηκε πάλι και άρχισε πάλι να βαδίζει προς την κορφή.
            «Μην αργείς» είπε με την πλάτη γυρισμένη «δεν πρέπει να μας βρέξει την βροχή εκεί πάνω.»
Ο Κώστας εκείνη την στιγμή εκνευρίστηκε, γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει τι το κακό μπορούσε να τους κάνει μια βροχούλα. Ίσα- ίσα που θα τους δρόσιζε κιόλας.
Μόλις σκέφτηκε το «δρόσιζε» τα μάτια του, που τα καθάριζε διαρκώς με τα δάχτυλα πάλι, για να διώξει της σταγόνες του ιδρώτα που έσταζαν από το μέτωπό του, καρφώθηκαν ξαφνικά στην πλάτη του νεαρού.
            «Μα τι στο καλό! Πως δεν το είχα δει νωρίτερα;» σκέφτηκε. Ξαφνιάστηκε με το θέαμα εκείνο.
Βίασε τον ήδη ξεθεωμένο του εαυτό να πλησιάσει όσο μπορούσε πιο πολύ τον νεαρό που πήγαινε χωρίς να τον επηρεάζει η κλίση της Ανηφόρας που γινόταν όλο και πιο απότομη όσο ανέβαιναν, ούτε οι σκιές που πατούσε χωρίς να νοιάζεται πια.
            Με την πάροδο των μέτρων που κάλυπτε, ακολουθώντας  με την ψυχή στο στόμα τον «Χωρίς Όνομα»,  αντιλήφθηκε πως για κάποιο λόγο κάτι που βρισκόταν πάνω στην πλάτη του νεαρού τον ωθούσε να εντείνει τις προσπάθειες του, να τον πλησιάσει όσο γινόταν πιο πολύ. 
Δεν είχε ακόμη καταφέρει να εντοπίσει τι  ήταν αυτό επειδή δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί τόσο όσο θα ήθελε, αφού οι βρωμοσκιές τώρα δεν ξάπλωναν πια μόνο στο έδαφος αλλά αιωρούνταν στον αέρα εκεί μπροστά του. Μερικές τις απέφευγε κάνοντας οδυνηρά πλάγια βήματα. Άλλες πάλι στέκονταν όρθιες μπροστά του και τις διαπερνούσε νιώθοντας για κλάσματα του δευτερολέπτου ότι σκοτείνιαζε και του ‘ρχόταν στα ρουθούνια μια μυρωδιά που θύμιζε μούχλα υγρού υπογείου. Στο μεταξύ εκείνη η ανάσα του τείχους που άχνιζε είχε σταματήσει, χωρίς να το έχει χαμπάρι παρά μόνο τώρα. «Λες ο τοίχος να παράγει τις σκιές;» Αναρωτήθηκε.
Περίεργο όμως! Τώρα τίποτα, μα τίποτα απολύτως δεν μπορούσαν να του αποσπάσει την προσοχή από την πλάτη του νεαρού εκεί μπροστά. Έπρεπε πάση θυσία να δει τι ήταν αυτό εκεί. Κάποια στιγμή για μεγάλη του τύχη ο νεαρός σταμάτησε απότομα. Στάθηκε και κοιτούσε μπροστά του εντελώς ακίνητος. Δεν φαινόταν ούτε καν να αναπνέει. Έμοιαζε με άγαλμα.
Όταν ο Κώστας πλησίασε άκουσε την φωνή του νέου: «Μαζεύονται τα σύννεφα….» είπε. Ο Κώστας όμως είχε καρφώσει το βλέμμα του στην δεξιά πλευρά της ωμοπλάτης του και είχε μείνει με το ανοιχτό στόμα.
 «Μα για στάσου μια στιγμή. Τι είναι αυτό που έχει στην δεξιά του  ωμοπλάτη;»  
            Εκεί ψηλά στην δεξιά ωμοπλάτη έβλεπε τώρα πεντακάθαρα, τρείς ελιές που ήταν τοποθετημένες με τέτοιο τρόπο που σχημάτιζαν πεντακάθαρα γωνίες ενός τέλειου ισοσκελούς τριγώνου... Μία στη κορφή και δυο στη βάση!
Μα που στο καλό τις είχε ξαναδεί τις ελιές αυτές; Μα που; Ενώ η καρδιά του έτρεχε κατοστάρι από το άγχος, έστυβε το γέρικο μυαλό του να θυμηθεί……… Κάποια στιγμή στάθηκε και ανέκραξε!
            «Ω! Θεέ μου! »
Ο νεαρός σταμάτησε και γύρισε.
            «Τι συμβαίνει;» ρώτησε
            «Τίποτα, τίποτα, προχώρα εσύ …κοίτα… τααα σύννεφα…» απάντησε Κώστας, απορώντας και ο ίδιος με τον εαυτό του :«Τα σύννεφά; Μα τι λέω;» σκέφτηκε.
Όμως η σκηνή ήρθε μόνη της σαν τις σκιές που πετούσαν τριγύρω: 
            Ήταν ένα μάλλον λαμπερό καλοκαιριάτικο μεσημέρι  -σε άλλο τόπο;-  ο ίδιος, νέος και καλοφτιαγμένος,  ξαπλωμένος στο κρεβάτι κοίταζε καπνίζοντας μια πανέμορφη γυναίκα που ήταν καθισμένη απέναντί του, φορώντας μόνο το σλιπάκι της και χτένιζε τα μαλλιά της μπροστά στον καθρέφτη.
 Η πανέμορφη λευκή της πλάτη με τα κατάμαυρα μαλλιά που έπεφταν απαλά καλύπτοντας έναν κομψό μακρύ λεπτό λαιμό, ήταν ένα θέαμα που τώρα θυμόταν πως είχε τότε επιθυμήσει να ήταν ζωγράφος για να απαθανατίσει  το εξαίσιο θέαμα της γυναίκας εκείνης.
Δεν έμοιαζε με την γυναίκα του δέντρου, αλλά κάτι μέσα στα σπλάχνα του, μέσα στις μπερδεμένες αναμνήσεις του,  θυμόταν πως κείνη η κοπέλα είχε γίνει δική του. Ένα μούδιασμα χαμηλά στη κοιλιά επιβεβαίωσε τώρα την πεποίθηση του αυτή.
Εκείνο το απόγευμα ήταν που είχε προσέξει εκεί πάνω δεξιά στην ωμοπλάτη της, τα τρία μικρά μαύρα σημαδάκια, που αντί να ασχημίζουν το υπέροχο κορμί, του χάριζαν μια εξαίσια, μοναδική γοητεία.
            «Τι είναι αυτά τα σημαδάκια που έχεις εκεί ψηλά στην πλάτη;» Την είχε ρωτήσει τότε.
            «Α! Τώρα μόνο τα πρόσεξες; » είχε πει εκείνη γελώντας. «Είναι το ισοσκελές μου τρίγωνο. Οι ελίτσες μου! Το γούρι μου, από γεννησιμιού μου! Σ’ αρέσουν;» τον είχε ρωτήσει.
Μα ποια να ήταν άραγε; 
            Ο νεαρός στράφηκε μπροστά με μια απότομη κίνηση,  και άρχισε πάλι να βαδίζει προς τα πάνω. Κάτι μουρμούριζε όμως. Κάτι που ο Κώστας δεν άκουγε αφού μαγεμένος ακολουθούσε όχι τον νεαρό πια, αλλά το ισοσκελές τρίγωνο που πήγαινε μπροστά του.
Τώρα λες και είχε δεχτεί έντονη ενέργεια. Ακολουθούσε σχεδόν με άνεση.
«Μα είναι δυνατόν να υπάρχουν δυο άνθρωποι με ακριβώς τα ίδια σημάδια στο κορμί τους; Οι ελίτσες της. Το ισοσκελές της τρίγωνο  …μα πως την έλεγαν την γυναίκα …εκείνη; Πως;… Ποια ήταν που να πάρει η ευχή;»
Πίεζε τον εαυτό του να θυμηθεί μα…..
            «Μαρία …  άνθη!» είπε αδιάφορα ο νεαρός βαδίζοντας προς την κορφή…
Ο Κώστας ζορίζοντας γόνατα, καρδιά και πνευμόνια, βρέθηκε να προσπαθεί να βαδίζει δίπλα του αναστατωμένος.
            «Πως; Τι είπες; Πες μου! Τι είπες!»
            «Πάμε γρήγορα. Η βροχή…» απάντησε ατάραχα ο νέος διώχνοντας σα να ήταν μύγα, μια σκιά ενός  τετράποδου που τον άγγιξε περνώντας ξώφαλτσα …



ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ





2 σχόλια:

  1. Μα τι καλά Χριστόφορε που σκέφτηκες και όσους δεν σε διαβάζουν από το fb ή από το tovivlio.net, και μας δίνεις τη συνέχεια της "ανηφόρας"... σου!!!
    Λοιπόν άκου, πρώτα φυσικά και χαίρομαι που γράφεις εδώ τη συνέχεια, αλλά χάρηκα επίσης πολύ με το τεστ που έκανα στη μνήμη μου.... διάβασα ξανά τα τρία τελευταία "επεισόδια" και είδα με μεγάλη μου χαρά, πως η γεροντική άνοια δεν με έχει κτυπήσει ακόμα χαχαχα!... γιατί θυμόμουν σχεδόν τα πάντα... αυτό δεν μου συμβαίνει όταν βλέπω ξανά παλιές ταινίες... εκεί, δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα! ;-)
    Τι στα γράφω όλα αυτά;
    Το ότι θυμάμαι σχεδόν ένα χρόνο μετά μια ιστορία, θέλει να πει, πως κάτι πιο σοβαρό συμβαίνει εδώ και καλά θα κάνεις να το πάρεις σοβαρά υπ' όψι σου!!!
    Θα περιμένω τη συνέχεια, για να μη σε ζαλίσω άλλο, με την "αίσθηση" που μου αφήνει η διήγηση!

    ΠΑΦιλιά με χαρά και με πολλά χαμόγελα!!! (Πάντα Αληθινά Φιλιά) ;-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. @'Αιναφετς Δεν γίνεται να ξεχάσω από που ξεκίνησα. Το τεστ που έκανες στην μνήμη σου δείχνει ότι έχω να κάνω με κοριτσάκι με κοφτερό μυαλό που έτσι κι αλλιώς είσαι. Και βέβαια λαμβάνω πολύ σοβαρά " πως κάτι σοβαρό συμβαίνει εδώ" γι αυτό επανήλθα γιατί δεν μ'άφηνε σε ησυχία το θέμα. Σε ευχαριστώ πολύ που ήρθες γιατί μου δίνεις θετική ώθηση! Στέλνω πολλά φιλιά ελπίζω να πλησιάζω σε ποιότητα τα δικά σου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή