Σύνδεση με το προηγούμενο
«Αααανθρωποι! Το δώωροο που σας χάαρισαα εγώ ο Υπαρκτός, το πολύτιμο μου δώρο, σας το πήηρε ο Βεελζεβούλ. Το δώσαατεε στον Βούλη!» είπε η περίεργη φωνή κι έσβησε σαν βρεφικός λυγμός.
=====================================================================
Ο βρεφικός λυγμός που έκλεισε το παράξενο λογύδριο αντί να προκαλέσει κάποια τρυφερότητα ή έστω συμπάθεια στα τρία μέλη της οικογένειας Λιανού, επέφερε μια έκρηξης θυμού και από τους τρεις. Λες και κάποιος τους έδωσε σύνθημα και άρχισαν ο καθένας τους με διαφορετικές εκφράσεις να βρίζουν τον όποιον "ηλίθιο" κατά τον Κωνσταντίνο, τον "ύποπτο και επικίνδυνο" κατά την Λίνα που έδειχνε φοβισμένη αλλά κατά τον πολύ θυμωμένο γιο τους τον Γιώργο ο "μαλάκας" που αν τον έπιανε θα του έκοβε τα αρχι...α!
«Ε! Γιώργο πρόσεχε τα λόγια σου. Είναι και η μητέρα σου εδώ!» του έκανε την παρατήρηση ο Κωνσταντίνος.
Η Λίνα όμως εκπλήσσοντας τον άνδρα της που την ήξερε συντηρητική και αντίθετη προς οποιασδήποτε μορφής βωμολοχία είπε:
«Καλά λέει το παιδί βρε Κωνσταντίνε. Κανένας μαλακισμένος που παίζει με κάποιο πρόγραμμα θα είναι...»
Ο Κωνσταντίνος εντυπωσιασμένος από την "καινούργια" Λίνα δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά του.Το κορίτσι που ήξερε εδώ και χρόνια, η κοπέλα που η μόνη βρισιά που την είχε ακούσει να εκστομίζει ήταν το "άι στο διάτανο" (ούτε καν στον διάβολο), είπε με τόση άνεση την λέξη "μαλακισμένος"!!!
«Μην ανησυχείτε θα ψάξω και θα βρω ποιος μπήκε στο σύστημα μου και θα του βάλω φραγή.»
Ο Γιώργος γύρισε να φύγει: «Μου κόπηκε ή όρεξη για τοστάκι τώρα. Μάλλον θα πάω να ρίξω έναν υπνάκο.»
Ο Κωνσταντίνος σηκώθηκε και πήγε κοντά στην γυναίκα του που τώρα έδειχνε θυμωμένη αλλά και φοβισμένη ταυτόχρονα.
«Ήταν πάντως τρομακτικά όλα αυτά.» ψιθύρισε η Λίνα χωμένη μέσα στην μεγάλη αγκαλιά του άντρα της.
«Δεν έχεις άδικο!» είπε εκείνος «Εγώ πάντως που ασχολούμαι τόσα χρόνια με υπολογιστές και προγράμματα, δεν έτυχε ποτέ να ακούσω ή να διαβάσω ότι έχει συμβεί κάτι τέτοιο αλλού. Τέλος πάντων λέω να πάω μέχρι το ΣΧΕΔΙΟ ΚΑΦΕ να πιω κανένα καφεδάκι έτσι για να καθαρίσει το μυαλό μου. Θέλεις να έρθεις;»
«Όχι λέω να τελειώσω κάτι δουλειές στην κουζίνα. Για φαγητό ετοιμαζόμουν να σας φτιάξω τα αγαπημένα σου γεμιστά αλλά τώρα .... με όλα τούτα, μια μακαρονάδα με σάλτσα ντομάτα θα ετοιμάσω.
«Μα τι λες τώρα αγάπη μου, αφού ξέρεις ότι και τα μακαρόνια όπως τα φτιάχνεις εσύ μου αρέσουν.....»
«Έλα, έλα άσε το γλύψιμο τώρα!» είπε η Λίνα γελώντας «και κοίτα μη το ρίξεις στα κρουασάν εκεί στην καφετέρια γιατί σαν να πήρες βάρος τελευταία!»
«Ναι, αλλά κοίτα τι λεβέντη πήρες! Εκατόν ογδόντα πέντε εκατοστά όλος δικός σου.»
Γέλασε με το αστείο του.Της έδωσε ένα γρήγορο φιλί και έκανε να φύγει αλλά αφού κοντοστάθηκε για λίγο πήγε με αποφασιστικό βήμα και έβγαλε την πρίζα του υπολογιστή του. Το λάπτοπ του εκεί δίπλα ήταν κλειστό έτσι κι αλλιώς. Πήρε ένα ντοσιέ με διάφορες σημειώσεις που κρατούσε και βγήκε. Με τον γρήγορο ανοιχτό βηματισμό του πήρε τον δρόμο για το κέντρο όπου ήταν το ΣΧΕΔΙΟ ΚΑΦΕ όπου από χρόνια σύχναζε αυτός και η παρέα του. Ήτανε το στέκι τους.
Δεν είχε και πολλή κίνηση στους δρόμους και όταν έφτασε στο καφέ είδε ότι μερικά μόνο τραπέζια φιλοξενούσαν πελατεία. Το αγαπημένο τραπέζι της παρέας του, εκεί κάτω από τον γέρικο ευκάλυπτο ήταν ελεύθερο. Πήγε και κάθισε. Δεν χρειαζόταν να παραγγείλει, αφού όποιος και να ήταν πίσω από τον πάγκο ήξερε ότι το καλοκαίρι έπινε έναν φρεντοτσίνο και τον χειμώνα πάντα διπλό Ελληνικό καφέ σκέτο. Η μόνη - ας την πούμε ιδιοτροπία του- ήταν ότι ήθελε μαζί με τον καφέ τουλάχιστον δυο μεγάλα ποτήρια παγωμένο νερό χειμώνα, καλοκαίρι.
Έβαλε το ντοσιέ με τις σημειώσεις του στο διπλανό κάθισμα και περιμένοντας τον καφέ του άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί απέναντι στο παρκάκι. Όσο και να έβαζε την λογική αλλά και τις γνώσεις που είχε στην πληροφορική δεν μπορούσε να εξηγήσει όλα όσα είχαν συμβεί στο σπίτι, μια με τα γράμματα στην οθόνη, μια με την "βρόχινη φωνή" και μετά με κείνη την παράξενη "μωρο-παιδικο -γυνακείο- ανδρική" βραχνάδα αυτού του "Υπαρκτού" που τους κατηγόρησε ότι είχανε λέει "χαρίσει ή μάλλον ότι τους πήρε ο Βούλης -Βεελζεβούλ, το πολύτιμο δώρο που τους είχε κάνει".
Η νεαρή σερβιτόρα του έφερε τον φρεντοτσίνο με τα δυο παγωμένα νερά του, τον ρώτησε αν θα έρθουν και τα άλλα «παιδιά», εκείνος της είπε ότι μπορεί να ερχόντουσαν και το κορίτσι έφυγε. «Καθόλου άσχημο κορμί!» σκέφτηκε ο Κωνσταντίνος αφού την παρακολούθησε για λίγο να απομακρύνεται.
Πήρε το ντοσιέ του. Το άνοιξε και έβγαλε μερικές εκτυπωμένες σελίδες. Άρχισε να τις ξεφυλλίζει και πολύ γρήγορα είχε σχεδόν απορροφηθεί στην μελέτη. Άλλωστε δεν ξεχνούσε ότι αύριο ήταν μια σημαντική μέρα αφού θα παρουσίαζε το πρόγραμμα στην βιοτεχνία.....όμως τι στο καλό μύριζε σαν ....καμένο;
Σήκωσε το κεφάλι από τις σελίδες του ντοσιέ και τα μάτια του καρφώθηκαν στην πλάτη του μικρόσωμου ανθρώπου με το σκούρο κουστούμι κατακαλόκαιρο και το γκρίζο καπέλο που είχε καθίσει στο μπροστινό του τραπέζι.
«Ο....Βούλης!» είπαν άηχα τα χείλη του! Δεν πρόλαβε να τελειώσει την λέξη ...που δεν ξεστόμισε και ο τύπος εκεί μπροστά, γύρισε και τον κοίταξε κατάματα. Ο Κωνσταντίνος ανατρίχιασε και δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από κείνα τα κατάμαυρα σαν κάρβουνο μάτια. Ύστερα ο ανθρωπάκος του χαμογέλασε. Για μια στιγμή ο Κωνσταντίνος σκέφτηκε ότι ο τύπος του θύμιζε τον γνωστό κοντόχοντρο Αμερικάνο ηθοποιό τον Ντανι Ντε Βίτο. Το χαμόγελό του όμως όχι.
Ο ανθρωπάκος γύρισε μπροστά, έσπρωξε την καρέκλα προς τα πίσω και σηκώθηκε, έκανε τα δυο τρία βήματα που τους χώριζαν με τα κοντά του ποδαράκια και ήρθε απρόσκλητος να καθίσει δίπλα στον Κωνσταντίνο, χωρίς καν να ζητήσει την άδεια.
Ο Κωνσταντίνος τον παρακολουθούσε αμίλητος και δεν αντέδρασε όταν ο τυπάκος κάθισε δίπλα. Τώρα του μύριζε έντονα κάτι σαν καμένο θειάφι.
«Ο Λιανός; που σε βάφτισαν Κωνσταντίνο;» Είπε μια αταίριαστη για το μπόι του μπάσα φωνή.
«Εσύ ποιος είσαι; Και πως έρχεσαι και κάθεσαι δίπλα μου χωρίς ούτε καν να μου ζητήσεις την άδεια; Και τι ερωτήσεις είναι αυτές;»Είπε με απανωτές φράσεις ο Κωνσταντίνος.
Ο ανθρωπάκος χαμογέλασε. Δεν χαμογέλασαν όμως τα μάτια του. Η μυρωδιά του καμένου θειαφιού έγινε τώρα πιο έντονη.
«Οι ερωτήσεις είναι τυπικές. Μα αφού ξέρεις ποιος είμαι σου το είπε η συμβία σου. Είμαι ο Βούλης κι εγώ σε ξέρω από πριν γεννηθείς ακόμη Λιανέ, που σε βάφτισαν Κωνσταντίνο χα χα χα! Αυτά ...τα ιερά μυστήρια! Άκου ιερά μυστήρια χα χα χα! »
«Λοιπόν επειδή η υπομονή μου έχει τελειώσει και έχω πολλή δουλειά ακομ...»
«Ξέρω, ξέρω» τον διέκοψε ο Βούλης, «εκείνο το πρόγραμμα για την βιοτεχνία ε; Μην ανησυχείς Θα την πάρεις την δουλειά!»
«Μα εσύ πως το ξερ..»
«Θα πάρετε κάτι κύριε;» Ήταν η κοπελίτσα με το όμορφο κορμί που στεκόταν με το μπλοκάκι της εκεί μπροστά τους και κοιτούσε χαμογελαστή τον ανθρωπάκο με το σκούρο κουστούμι που καθόταν δίπλα στον Κωνσταντίνο.
Ο Βούλης της χαμογέλασε κι αυτός και είπε με την μπάσα του φωνή.
«Μα και βέβαια θα πάρω. Φέρτε μου παρακαλώ ότι πίνει ο φίλος μου ο Κωνσταντίνος....»
Δεν πρόλαβε να αποσώσει την φράση του και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου ένα φρεντοτσίνο μαζί με δυο μεγάλα ποτήρια παγωμένο νερό βρίσκονταν ήδη στο τραπέζι.
Η κοπελίτσα με το ελκυστικό κορμί πήγαινε στο εσωτερικό του καταστήματος.
«Μα πως...αφού...δεν....», πήγε να πει ο Κωνσταντίνος αλλά και πάλι μια φωνή τον διέκοψε.
«Ρε Κωνσταντίνε πως και τόσο νωρίς εδώ;» Ήταν ο φίλος του ο Ανδρέας. Χρόνια φίλοι από τα σχολικά τους χρόνια. «Και ο κύριος;»
Ο Κωνσταντίνος έμοιαζε να τα έχει ακόμη χαμένα με την σκηνή με το φρεντοτσίνο!
«Ο..ο κ κ κύριος; Εμμμ! Είναι ο ...»
«Βούλης! » είπε η μπάσα φωνή χωρίς να σηκωθεί από την θέση του.
«Από την βιοτεχνία;» ρώτησε ο Ανδρέας και κάθισε. «Κάτι μυρίζει σαν καμένο, δεν σας φαίνεται;» πρόσθεσε.
Τα καθίσματα γύρω τους άρχισαν σιγά - σιγά να γεμίζουν. Τα αμάξια στον δρόμο απέναντι μπροστά από το παρκάκι είχαν πυκνώσει κάπως.
Σε λίγο ήρθαν στο τραπέζι του Κωνσταντίνου ο Μήτσος με την εδώ και χρόνια μέλλουσα γυναίκα του την Ελένη.
Στον Κωνσταντίνο έκανε μεγάλη εντύπωση που οι τρεις φίλοι του δεν έδειξαν να ξαφνιάζονται από την παρουσία αλλά και την εμφάνιση εκείνου που καθότανε μαζί τους. Εκείνο που τον ξάφνιασε περισσότερο πάντως, ήταν η χημεία που αναπτύχθηκε ανάμεσα στους φίλους του και του κοντοστούπη με το κουστούμι και το γκρι καπέλο που ακόμη φορούσε.
Τους έλεγε ανέκδοτα ο Βούλης και οι τρεις τους σκάγανε στα γέλια. Ο Ανδρέας μάλιστα ο παλιός του φίλος, χτύπαγε στην πλάτη τον Βούλη λες και ήτανε φίλοι από χρόνια. Η μυρωδιά του καμένου ή του θειαφιού σαν να είχε καταλαγιάσει ή μπορεί και να την είχανε συνηθίσει.
Κάποια στιγμή από κάποιο διπλανό τραπέζι, ακούστηκαν έντονες φωνές. Μια παρέα νεαρών διαπληκτιζόταν μάλλον για κάποιο ποδοσφαιρικό αγώνα.
«Έλα μωρέ αφού ήταν πέναλτι και δεν το έδωσε ο μαλάκας!» ακούστηκε μια φωνή να λέει.
«Μαλάκας είσαι εσύ! Μα τόσο ανίδεος είσαι; Που το είδες το πέναλτι; Ότι θέλεις βλέπεις!»
Ένας τρίτος σηκώθηκε τότε και είπε:
«Ρε παιδιά αν είναι να πιάσουμε πάλι τα ποδοσφαιρικά, εγώ φεύγω. Σας βαρέθηκα πια.!» Την στιγμή που έκανε να φύγει ακούστηκε από κάποιον της παρέας:
«Στο διάβολο να πας! Κωλόπαιδο που μας παριστάνεις τον αριστοκράτη! Αει στο διάολο πια!»
Τότε, εντελώς αναπάντεχα, το παιδί που ξεστόμισε τα παραπάνω άρχισε να γελάει. Οι άλλοι δίπλα του που στην αρχή ξαφνιάστηκαν, άρχισαν και αυτοί να γελάνε δείχνοντας το όρθιο παιδί που ετοιμαζότανε να φύγει. Εκείνο βλέποντας τους να γελάνε και να τον δείχνουν άρχισε κι αυτό να γελάει δείχνοντας με την σειρά του τους άλλους.
Σε λίγο όλοι οι πελάτες στο μαγαζί διαδοχικά βάλανε τα γέλια δείχνοντας ο ένας τον άλλον. «Άι διάβολο!» φώναζε ο ένας στον άλλο. «Εσύ να πας στον διάβολο!» απαντούσε ο άλλος ξεκαρδισμένος στα γέλια
Κάποια στιγμή ένας ηλικιωμένος σηκώθηκε από την καρέκλα του και αφού πήρε το πιατάκι του καφέ του με το φλιτζάνι πάνω, το έβαλε στο στόμα του και κρατώντας το με τα δόντια άρχισε να χορεύει ζεϊμπέκικο. Οι άλλοι θαμώνες τριγύρω γελώντας ασταμάτητα χτυπούσαν παλαμάκια δίδοντας ρυθμό στο γεροντάκι που χόρευε εκεί μπροστά τους στέλνοντας τον ταυτόχρονα στον διάολο!
Η κοπελίτσα που σέρβιρε, έπιασε από το χέρι έναν πελάτη που καθότανε μοναχός του, τον τράβηξε να σηκωθεί όρθιος και άρχισαν να χορεύουν συρτάκι γελώντας ασταμάτητα. Σε λίγο όλο το μαγαζί ήταν όρθιο και χόρευε ο καθένας και η καθεμία ότι τους κατέβαινε. Το «στο διάολο να πας» έδινε κι έπαιρνε Ο καταστηματάρχης άρπαξε μια χοντρή κυρία, που στριφογύριζε δίπλα του γελώντας, την αγκάλιασε και άρχισε να χορεύει ένα άτσαλο ταγκό.«Δε πας στο διάολο κυρά μου» της ψιθύριζε δήθεν ερωτικά. Πολλοί και πολλές άρχισαν να ξεφεύγουν σιγά- σιγά και άρχισαν πιο τολμηρές ενέργειες. Γυναίκες γδύνονταν, άντρες τις άρπαζαν τις φίλαγαν στο στόμα προχωρώντας και σε πιο τολμηρές χειρονομίες. «Στο διάβολο να πάτε, στο διάβολο να πάτε!» φώναζαν ρυθμικά όλοι!
Τα αμάξια στον δρόμο είχαν σταματήσει. Οδηγοί και επιβάτες τα εγκατέλειπαν εκεί στη μέση του δρόμου και έβγαιναν στον δρόμο και μπήκαν κι αυτοί στον χορό γελώντας ασυγκράτητα στέλνοντας κι αυτοί ο ένας τον άλλον στον διάβολο.
Η μόνη παραφωνία σε αυτόν τον πανζουρλισμό ήταν ο Κωνσταντίνος. Αυτός καθόταν εκεί μόνος και παρακολουθούσε σαν χαμένος όσα συνέβαιναν γύρω του και σκεφτόταν: «Μπήκε ο διάβολος μέσα τους....»
. Δίπλα του ο Βούλης στεκόταν όρθιος. Όμως αυτός δεν ήταν ο Βούλης που είχε έλθει να καθίσει δίπλα πριν από λίγο. Αυτός ήταν ένα ψηλός μεγαλόσωμος άνδρας με μακριά κοκκινωπά μαλλιά που χόρευαν με ριπές ανέμου που έρχονταν από το πουθενά.
Κάποια στιγμή ο μεγαλόσωμος κοκκινομάλης Βούλης, έσκυψε και του είπε με κείνη την μπάσα φωνή του:
«Αυτά να τα βλέπει ο Υπαρκτός ή ο Ύψιστος όπως τον λες εσύ!Χα χα χα χα!» Το γέλιο του πρόσθεσε ένταση στην ήδη υπάρχουσα τρέλα γύρω του.
Μια κίνηση απόσπασε την προσοχή του Κωνσταντίνου από το....πάρτι με τα γέλια και τα "άι στο διάβολο" γύρω του.
Απέναντι του στην σκεπή ενός αμαξιού είχε καθίσει ένα κατάλευκο περιστέρι. Ήταν ακίνητο. Ο Κωνσταντίνος είχε την απόλυτη αίσθηση ότι το πουλί είχε καρφωμένα τα μάτια του πάνω του. Σε λίγο κι άλλο λευκό περιστέρι ήρθε και κάθισε στη σκεπή άλλου αυτοκινήτου. Όσο περνούσαν τα λεπτά οι στέγες των παρατημένων στο δρόμο αμαξιών γέμιζαν με λευκά - κατάλευκα- περιστέρια.
Δεν θυμόταν ο Κωνσταντίνος πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε δει λευκό περιστέρι. Τα καλώδια της ΔΕΗ, τα κλαδιά των δέντρων του μικρού πάρκου είχαν γεμίσει μέσα σε ελάχιστο χρόνο με κάτασπρα ακίνητα περιστέρια που ή κοιτάζανε όλα τον Κωνσταντίνο ή παρακολουθούσαν όσα εκτυλίσσονταν γύρω του.
Ξαφνικά μα εντελώς, απρόσμενα, κάποια στιγμή τα πάντα γύρω του σίγησαν. Οι πελάτες πήγαιναν αργά- αργά στις θέσεις τους τακτοποιώντας τα ρούχα τους. Τα πρόσωπά τους είχαν μια έκφραση απορημένη αλλά και θλιμμένη ταυτόχρονα, η σερβιτόρα πήγε πίσω από το πάγκο για να πιει νερό και να φτιάξε τα μαλλιά της, ο καταστηματάρχης στεκόταν στην είσοδο του μαγαζιού και παρακολουθούσε κι αυτός τα κατάλευκα περιστέρια που είχαν κατακλύσει τον χώρο μπροστά του. Οι οδηγοί δεν τολμούσαν να μπουν στα αμάξια τους φοβούμενοι μήπως ενοχλήσουν τα παράξενα πουλιά που στέκονταν στις σκεπές των αυτοκινήτων τους.
Όμως όταν όλα ηρέμησαν στο μαγαζί και οι πελάτες κάθισαν αργά-αργά στις θέσεις τους,τα λευκά περιστέρια, χάθηκαν από τα μάτια τους, λες και δεν υπήρξαν ποτέ.
Ο Κωνσταντίνος είδε δίπλα του, τον φίλο του τον Ανδρέα να πίνει από το νερό του, τον Μήτσο να κοιτάζει την Ελένη με ένα βλέμμα γεμάτο απορία, και δίπλα του εκεί που καθόταν ο Βούλης....κανείς!
Όμως......το σκούρο κοστούμι και το γκρίζο καπέλο βρίσκονταν με τάξη βαλμένα κάτω από το κάθισμα που πριν καθότανε ο Βούλης!
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.
οφειλω να ομολοφησω ως σημερα γελασα αρκετα με καοια σημεια του διηγηματος. μου αρεσε αυτο με τα εκατον ογδοντα εντε κιλα! γενικα μου αρεσε ολυ. οι εικονες ηταν ολες μροστα μου! με αρεσυρες! ειδα το ταγκο! ειδα τα αντα ολα! μραβο!!! εριμενω με αγωνια τη συνεχεια!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήγραφω εριεργα λογω χαλασμενου ληκτρολογιου!
καλο αογευμα!!!
@ΕΚΦΡΑΣΟΥ
ΔιαγραφήΧα χα χα χα μου αρέσει ο τρόπος που γράφει το πληκτρολόγιο σου. Εχει κάτι το σουρεαλιστικό!
Μα είναι απόλαυση να διαβάζω!
Μραβο αφου εριμνεις και σε αρεσυρα μροστα σου τα εντε κιλα εω α υνεχισω να ραφω οφειλω να ομολοφησω! χα χα
Μα ειλικρινά μου δίνεις ιδέα! Ισως από τα ωραιότερα σχόλια. Να σαι καλά!
καλο ραδυ! ευαριτω ολυ!
χαχαχα! αολαυση να διαβαζεις ε; ροφανως σου αρεσουν τα δυσκολα! ολυ χαιρομαι ου το χαλασμενο μου ληκτρολογιο ειναι ηγη εμνευσης! οτι καλυτερο!!!
Διαγραφήκαλο βραδυ!!! με ολλες ολλες εμνευσεις!!!!!
@ΕΚΦΡΑΣΟΥ
ΔιαγραφήΜα είναι ..αολαυση! εν μορεις να ανταστεις τι ελια κανω. Το ληκτρολογιο σου ειναι αιστευτο. εν ξερω τι εμνευση θα βγαλει αλλά ιγουρα θα το εκμεταευτώ! χα χα χα
Καλή σου ερα και σε εχαριτώ που ου εγραες. Να εισαι αλα! χα χα χα
Θα μπορούσε να τελειώνει εδώ αλλά εσύ επιμένεις να μας κρατάς σε εγρήγορση...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλοκαιρινά καψώνια.
Καλό απόγευμα
@FLORA GIA
ΔιαγραφήΚαλό μου κορίτσι πως είσαι; Θα έχετε ηρεμήσει ελπίζω αλλά φαντάζομαι (ή μάλλον δεν φαντάζομαι) την λαχτάρα σας.
Μα πως θα το τελείωνα εδώ. Έχω την αίσθηση ότι σε έχει κουράσει λιγάκι αλλά με λίγη υπομονή ακόμη θα φτάσουμε στο τέλος!
Όχι κορίτσι μου αν αυτά που γράφω μοιάζουν με καψώνια τότε ειλικρινά νιώθω ότι απέτυχα να αποσπάσω το ενδιαφέρον των φίλων μου και έγινε βαρετή η ανάγνωση. Λυπάμαι γι αυτό.
Να έχεις όλες μου τις ευχές για καλό Δεκαπενταύγουστο!
Πολλά φιλιά και σε ευχαριστώ που ήλθες!
Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου σχετικά με τις φωτιές.
ΔιαγραφήΗρεμήσαμε αλλά η μαυρίλα δυστυχώς μας χαλάει τη διάθεση.
Σε μερικά σημεία ακόμη μυρίζει βαριά η κάπνα.
Τώρα σε σχέση με τον Βούλη
Δεν ήταν καθόλου βαρετό και δεν με κούρασε καθόλου, απλά τι άλλο θα κάνει αυτός ο Βούλης;
Εγώ εδώ θα είμαι και θα παρακολουθώ...
Η αλήθεια είναι πως ότι έχει σχέση με Βούληδες, μαγείες και άλλα τέτοια σχετικά, τα αντιμετωπίζω με δέος... και με κρατάνε σε εγρήγορση. Ήλπιζα λοιπόν πως θα τελείωνε εδώ με τον Βούλη εξαφανισμένο, αδύναμο ή ανύπαρκτο... έτσι για να νικήσει το κακό...
Βλέπεις ακόμη έχω μείνει στα παραμύθια όπου στο τέλος νικάει το καλό και τιμωρείται το κακό... κι εσύ μου λες συνεχίζεται...
Δηλαδή θα του δώσεις πάλι δύναμη του Βούλη;
Πάντως να ξέρεις στο τέλος τον θέλω εντελώς τελειωμένο το Βούλη... δεν ξέρω πως... εσύ κανόνισε...
@FLORA GIA
ΔιαγραφήΛυπάμαι πολύ για το θλιβερό αυτό θέαμα που αντικρίζετε. Φαντάζομαι πόσο βαραίνει την ψυχή και την καρδιά σας! Αλλά εσείς να είστε καλά και σιγά- σιγά η φύση θα κάνει την δουλειά της
Ειλικρινά δεν γνωρίζω που θα με οδηγήσει τελικά. Όποτε κάθομαι να γράψω ποτε δεν ξέρω που θα καταλήξω. Είνα μια μαγική αίσθηση που στο τέλος και εγώ την εντύπωση ότι κάποιος άλλος έγραψε. Πάντως το τέλος δεν αργεί ...νομίζω.
Με Βούλη ε; Θα δούμε τι γίνει χα χα χα. ! Καλή σου μερα Φλώρα μου.
Ευτυχώς που αύριο είναι 15 Αυγούστου και η "Παναγίτσα" (μόνο των πιστών!) θα βάλει τάξη στο κεφάλι μας .. ή καλύτερα θα ξορκίσει το κακό που έφερε ο Βερζε-βούλης γενικώς και καθόλου αορίστως...
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαχαχα! πολύ μου άρεσε ο χαμός... μου αρέσει να γίνεται που και που χαμός και ν' ανάβουν για λίγο τα αίματα!
Bonsoir από Σκιάθο! :)
@Άιναφετς
ΔιαγραφήBonsoir ma chérie!
Ναι αλλά ήρθαν και τα λευκά τα περιστέρια όμως!
Μα τα γαλλικά σου ξέχασες τα ΑΦιλιά να μου στείλεις και πως θα πληρώσω το χαράτσι τώρα! χα χα χα
Φιλιά απο Α εως Ω σε σένα και την Σκιάθο και όσους είναι κει γύρω σου!
Παντως αυτή η συνέχεια σου μου αρεσε γιατί ενφανίστηκαν τα λευκα περιστερια.. και τα πραγματα ήρθαν προς το παρόν στα ίσια τους...ίδωμεν τι αλλο θα του κανει ο Βούλης....να εισαι καλα ...
ΑπάντησηΔιαγραφή