Όμως......το σκούρο κοστούμι και το γκρίζο καπέλο βρίσκονταν με τάξη βαλμένα κάτω από το κάθισμα που πριν καθότανε ο Βούλης!
=============================================================
O Κωνσταντίνος, που για κάποιον άγνωστο λόγο δεν είχε λάβει μέρος στον παραλογισμό που επικράτησε πριν από λίγο, όταν όλοι κάθισαν στις θέσεις τους έχοντας ένα ύφος γεμάτο απορία, εκείνος είχε γυρίσει προς το διπλανό του κάθισμα που από κάτω του βρίσκονταν όμορφα τακτοποιημένα το κουστούμι και το καπέλο που φορούσε ο Βούλης που θύμιζε τον Ντανι ντε Βίτο. «Όμως ποιος ήταν ο ψηλός τύπος με κόκκινα μακρυά μαλλιά που τα έπαιρνε ο αέρας και που στεκόταν εκεί δίπλα αντικρίζοντας τα κατάλευκα περιστέρια; Και ο Βούλης...Ντε Βίτο;» αναρωτήθηκε ο Κωνσταντίνος.
Έσκυψε και με προσεκτικές κινήσεις βάζοντας τις παλάμες του κάτω από τα διπλωμένα ρούχα τα σήκωσε και τα ακούμπησε στα γόνατα του. Οι άλλοι τον κοίταζαν με ύφος λες και χειριζόταν κάτι το πολύ εύθραυστο. Η μόνη που είχε μια κάπως πιο ζωηρή έκφραση ήταν η Ελένη που τακτοποιώντας το στενό τζιν που φορούσε, ρώτησε:
«Μα τι έγινε μωρέ παιδιά; Δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα. Σαν να είδα όνειρο.»
Ο Μήτσος κι ο Ανδρέας την κοίταξαν αλλά δεν απάντησαν. Κοιτούσαν όμως τον Κωνσταντίνο που είχε ακουμπήσει τα ρούχα του τύπου που καθόταν λίγο πριν εκεί μαζί και ύστερα χάθηκε.
Ο Κωνσταντίνος με πολύ σοβαρό ύφος, τους κοίταξε έναν- έναν κατάματα και τους είπε: «Ακούστε παιδιά συμβαίνουν πολλά πράγματα που δεν μπορώ να σας εξηγήσω. Τα λευκά περιστέρια που γέμισαν τον τόπο τα θυμάστε;»
Οι άλλοι κοιτάχτηκαν και σήκωσαν τους ώμους σαν να άκουγαν κάποια ανοησία.
«Για ποια περιστέρια και λευκά μάλιστα μιλάς ρε Κώστα- συγγνώμην Κωνσταντίνε ήθελα να πω.» είπε ο Μήτσος που ήταν και ο νεότερος της παρέας.
«Ακούστε με,» είπε σοβαρά ο Κωνσταντίνος, «λέω να πάρω την Λίνα τηλέφωνο και της πω ότι θα πάμε όλοι μαζί εκεί σε λίγο. Γιατί νομίζω πως πρέπει να μιλήσουμε.» Υψώνοντας δε τη φωνή του πρόσθεσε:«Και δεν με ενδιαφέρει αν έχετε κανονίσει να κάνετε κάτι άλλο ή όχι. Θα έρθετε και οι τρεις μαζί μου στο σπίτι μου. Τέρμα!»
Οι άλλοι τον άκουσαν και αντάλλαξαν απορημένα βλέμματα. Η Ελένη πήγε να γελάσει αλλά ο Μήτσος της έκανε νόημα με τα ματιά να μη το επιχειρήσει.
Ο Κωνσταντίνος έβγαλε το κινητό του και πήρε την Λίνα και της είπε ότι θα έφερνε και τα παιδιά στο σπίτι. Προφανώς κάτι πήγε εκείνη να αντιτάξει αλλά της το έκοψε και απλώς την ρώτησε: «Η Μελίτα ήρθε;» άκουσε την απάντηση και ζήτησε από την γυναίκα του να μην αφήσει ούτε τον γιο τους τον Γιώργο να βγει και να βρει την Μελίτα να έρθει αμέσως σπίτι. Έκλεισε χωρίς να περιμένει απάντηση. Ζήτησε τον λογαριασμό από την κοπελίτσα με το όμορφο θηλυκό κορμί, αλλά εκείνη του είπε ότι όλα ήταν πληρωμένα από τον κύριο...με το κουστούμι.
«Μα πως...!» πήγε να πει ο Κωνσταντίνος , αλλά η κοπέλα απλώς ανασήκωσε τους ώμους μη μπορώντας να απαντήσει.
Η παρέα σηκώθηκε χωρίς να ανταλλάξει καμιά κουβέντα και με τον Κωνσταντίνο να προπορεύεται κρατώντας με ευλάβεια - όπως φαινόταν στους άλλους- τα ρούχα του Βούλη - «Ντε Βίτο», όπως είχαν αρχίσει να τον αποκαλούν ακόμη και μέσα τους.
Της Ελένης της έκανε εντύπωση η πολύ σοβαρή έκφραση που είχε ο Κωνσταντίνος - της θύμισε ιερέα την Μεγάλη Παρασκευή - και απορούσε ολοένα καθώς δεν μπορούσε να αντιληφθεί γιατί ο Κωνσταντίνος είχε επιμείνει να τους πάει όλους στο σπίτι του. Δεν θυμόταν να είχε -εκείνη τουλάχιστον- πάει ποτέ στο σπίτι των Λιανών.
Σε πολύ λίγα λεπτά ήταν ήδη στο σπίτι του Κωνσταντίνου. Εκείνος με πολύ μεγάλη προσοχή - λες δεν ήθελε να τσαλακωθούν τα ρούχα του Βούλη - έβγαλε το κλειδί και ξεκλείδωσε.
Μόλις μπήκαν, μέσα μυρωδιά φαγητού που ψηνόταν τους γαργάλισε τα ρουθούνια. Ο Κωνσταντίνος χαμογέλασε. Ήταν η πρώτη φορά που τον είδαν οι άλλοι να χαμογελάει.
«Γεμιστά! Η Λίνα φτιάχνει τα γεμιστά της!» Είπε με καμάρι.
Πριν ακόμη ο Ανδρέας που μπήκε τελευταίος κλείσει την εξώπορτα πίσω του εμφανίστηκε η Μελίτα. Το πρόσωπο του Κωνσταντίνου φωτίστηκε ακόμη περισσότερο. Το κορίτσι εκεί γύρω στα 17 πανέμορφο ίδια η μάνα της, έτρεξε να αγκαλιάσει τον μπαμπά της. Εκείνος όμως παρόλο το χαμόγελο που είχε στα χείλη την απομάκρυνε για να μπορέσει να αποθέσει τα ρούχα του ...«Ντε Βίτο» σε μια καρέκλα. Ύστερα άνοιξε την αγκαλιά του και φίλησε την "σκατούλα " του - όπως την αποκαλούσε τρυφερά.
Την Μελίνα ακολούθησε και ο Γιώργος που μπήκε, χαιρέτισε τους φίλους του πατέρα του και πήγε να τον ρωτήσει τι τον έπιασε και τους μάζεψε όλους εκεί, αλλά μπήκε εκείνη την στιγμή και η Λίνα με ένα πλατύ χαμόγελο.
«Ορίστε σου φτιάχνω και γεμιστά γι απόψε!» Έδωσε από ένα φιλί στους φίλους του άντρα της και εκείνον τον αγκάλιασε τελευταίο. «Μα δε μου λες τι σε έπιασε σήμερα και με το ζόρι μας μάζεψ...»
Εκείνη ακριβώς την στιγμή ακούστηκε ένα διαπεραστικό σύριγμα μέσα από το γραφείο του. Η Λίνα διέκοψε αυτό που έλεγε και κοίταξε τον άνδρα της. Εκείνος διέσχισε το σαλόνι και μπήκε στο γραφείο του. Οι υπόλοιποι ξαφνιασμένοι από τον παράξενο ήχο τον ακολούθησαν.
Στην οθόνη αναβόσβηνε ένα έντονο σκούρο μπλε χρώμα και ο στριγκός ήχος δεν έμοιαζε να έρχεται από τα ηχεία αλλά από την οθόνη. Ο Κωνσταντίνος έσκυψε, έπιασε το καλώδιο του ρεύματος και είδε ότι το ΠιΣι του ήταν εκτός ρεύματος.
Γύρισε προς τους άλλους και τους έδειξε το αποσυνδεδεμένο καλώδιο του υπολογιστή.
«Δουλεύει..χωρίς ρεύμα.» Είπε άτονα.
«Ρε Κωνταντίνε η οθόνη όμως είναι στο ρεύμα.» Είπε ο Ανδρέας «Μήπως κάποιο βραχυκ..»
Ο Κωνσταντίνος, έσκυψε πάλι βρήκε το καλώδιο της οθόνης και το έβγαλε από το πολύπριζο. Στην οθόνη όμως δεν άλλαξε τίποτα. Τράβηξε τα καλώδιο του ρεύματος και των ηχείων αλλά ο στριγκός ήχος συνέχισε να βγαίνει μέσα από την μπλε οθόνη και να τους τρυπάει τα αυτιά.
«Γι αυτό ήθελα να έρθετε εδώ!» Γύρισε και είπε στους φίλους του. «Από το πρωί συμβαίνουν πολύ παράξενα πράγματα με το ΠιΣι μου.»
Τους είπε με δυο λόγια όλα όσα είχαν συμβεί νωρίτερα.
«Και δε μου λες βρε Κωνσταντίνε ο τυπάκος με το κουστούμι αυτό που κουβάλησες από την καφετέρια ποιος ήταν; Δεν ήταν άνθρωπος της εταιρείας που της φτιάχνεις το πρόγραμμά;»
«Καμιά σχέση!» απάντησε ο Κωνσταντίνος.
«Για τον Βούλη λέτε;» ρώτησε η Λίνα, «είχε έρθει και εδώ στο σπίτι και μου συστήθηκε σαν Βούλης.»
Εκείνη την στιγμή ο στριγκός ήχος που ερχόταν από την οθόνη του υπολογιστή έσβησε. Ένα μπάσο βηχαλάκι ακούστηκε από πίσω τους. Γύρισαν όλοι ξαφνιασμένοι και αντίκρισαν τον Βούλη..."Ντε Βίτο".
Ήταν ντυμένος με το σκούρο του κουστούμι και φορώντας το γκρίζο του καπέλο ακουμπούσε στον παραστάτη της πόρτας χαμογελώντας αυτάρεσκα! Ύστερα συνεχίζοντας να χαμογελάει, τους πλησίασε. Όλοι τους ένιωσαν την έντονη μυρωδιά του καμένου θειαφιού που σκέπασε εντελώς την ελκυστική μυρωδιά των γεμιστών. Έκαναν σχεδόν ταυτόχρονα ένα βηματάκι πίσω ενώ ένας ήχος που θύμιζε δυνατό ρυθμικό άνεμο που περνάει από στένωμα άρχισε να ακούγεται από την οθόνη του υπολογιστή.
Ο Βούλης αγνοώντας όλους τους άλλους πήγε και κάθισε στο κάθισμα του Κωνσταντίνου μπροστά στον υπολογιστή. Ο ήχος του δυνατού ρυθμικού ανέμου που ακουγόταν από την οθόνη σαν να έγινε πιο έντονος.
Ο Βούλης, έβγαλε με μια κομψή - θα μπορούσε να πει κανείς κίνηση- μια ολόχρυση τσιγαροθήκη, πήρε ένα μαύρο λεπτό τσιγάρο και με έναν επίσης ολόχρυσο αναπτήρα το άναψε. Τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά, και μετά άφησε τον καπνό να βγει πλημμυρίζοντας τον χώρο με την μυρωδιά εκείνη του θειαφιού που καίγεται. Στράφηκε, προς τους άλλους που άφωνοι τον παρακολουθούσαν, τους κοίταξε με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο και γύρισε προς την οθόνη του υπολογιστή. Βολεύτηκε πιο αναπαυτικά στο κάθισμα του Κωνσταντίνου και κάρφωσε το βλέμμα του στην οθόνη.
Ο ρυθμικός ήχος του ανέμου στην οθόνη είχε τώρα - θα έλεγε κανείς- έναν τόνο αγωνίας. Στιγμές- στιγμές διακοπτόταν, αλλά μετά ακουγόταν με πιο μεγάλη ένταση...όταν... μαζί με τον άνεμο άρχισαν και οι εικόνες....!
Η Λίνα βρήκε την άλλη καρέκλα του γραφείου και κάθισε γιατί ένιωθε ότι τα πόδια της δεν την κρατούσαν. Οι υπόλοιποι ακίνητοι, σαν αγάλματα σχεδόν, παρακολουθούσαν τις εικόνες στην οθόνη, που εναλλάσσονταν με φοβερή ταχύτητα λες και ήταν ταινία σε extremely fast forward (αν υπάρχει τέτοια ορολογία)
Με δυσκολία μπορούσαν να ξεχωρίσουν τι έβλεπαν. Μα τι έβλεπαν αλήθεια;
Γαλάζιους ουρανούς; Λευκά και γκρίζα σύννεφα που άφηναν από τα κενά τους να φαίνονται ωκεανοί και θάλασσες; Τεράστια βουνά με χιονισμένες κορφές; Ποτάμια που χύνονταν σε λίμνες σχηματίζοντας ορμητικούς καταρράχτες; Πυκνά καταπράσινα παρθένα δάση; Ζώα που έτρεχαν κατά χιλιάδες σε αχανείς εκτάσεις; Κατάλευκους όγκους πάγου που ορθώνονταν περήφανοι πάνω από τα νερά των ωκεανών; Ερήμους με τις οάσεις τους να προσκαλούν τα διψασμένα πλάσματα;
Δεκάδες εικόνες εναλλάσσονταν μέσα σε δευτερόλεπτα. Ο Κωνσταντίνος είχε ζαλιστεί από την ταχύτητα της εναλλαγής. Η φίλη του η Ελένη ακούμπησε στο τοίχο πίσω της. Η Λίνα έτριβε τα μάτια της.
Κάποια στιγμή ο Βούλης άφησε ένα ειρωνικό γελάκι.
«Πάαλι τα ίδιαα!» είπε χωρίς να αφήνει τα μάτια του από την οθόνη.
«Τι εννοείτε; ρώτησε ο Μήτσος
«Μα δεν καταλαβαίνετε πως βλέπουμε, ότι βλέπει εκείνος;» απάντησε ο Βούλης
«Μα για ποιόν μιλάτε;» μπήκε στη μέση ο Γιώργος, ο γιος του Κωνσταντίνου.
«Να ρωτήσεις τον πατέρα σου!» απάντησε ο Βούλης ανάβοντας ακόμη ένα τσιγάρο με τον χρυσό του αναπτήρα.
«Ποιον εννοεί βρε μπαμπά;» ρώτησε ο Γιώργος τον Κωνσταντίνο.
Εκείνος δεν απάντησε αμέσως. Γύρισε τους κοίταξε όλους - την οικογένεια του και τους τρεις του φίλους - και είπε σχεδόν ψιθυριστά:
«Νομίζω πως εννοεί τον Ύψιλον!»
«Τι λες ρε πατέρα! Ποιον Ύψιλον; » ρώτησε επιθετικά η κόρη του η Μελίτα που πλησίασε και τον ξαναρώτησε: «Ποιος είναι ο Ύψιλον μπαμπά;»
Ο Κωνσταντίνος με απόγνωση σχεδόν, κοιτάζοντας την Λίνα λες και θα του έστελνε κουράγιο είπε με δυνατή φωνή τώρα: «Ο Ύψιστος! Ο Υπαρκτός!»
«Να! να! το ήξερα! Θα το ξαναδεί και αυτό!» φώναξε ο Βούλης.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση του και όσοι ήταν στον μικρό χώρο του γραφείου του Κωνσταντίνου άρχισαν τώρα να βλέπουν σε αργή κίνηση, καφε-κίτρινους ατμούς να τυλίγουν μεγάλες πόλεις με κτίρια που ήθελαν να φτάσουν τον ουρανό. Μακριές λωρίδες σαν γκρίζα ποτάμια όπου πάνω τους δεν έτρεχε νερό αλλά αυτοκίνητα που οι εξατμίσεις τους μαύριζαν τον ορίζοντα. Δίποδα άτριχα και άσχημα πλάσματα που μέσα σε ελάχιστο χρόνο κατάφεραν να μάθουν να φτιάχνουν τρομερά όπλα με τα οποία οι μισοί τίναζαν τους άλλους κομματιάζοντας τους στον αέρα. Ιπτάμενες μηχανές άφηναν να πέφτουν κάτι κυλινδρικά αντικείμενα που έσκαγαν στον αέρα σχηματίζοντας τεράστιες καταιγίδες φωτιάς καταστρέφοντας ότι βρισκόταν από κάτω αφήνοντας χιλιάδες από τα δίποδα αυτά πλάσματα στο χώμα διαλυμένα και τον αέρα μολυσμένο.
Τα βουνά; Τι απόγιναν τα βουνά; Τα δίποδα αυτά όντα τα έσκαψαν με κάτι τεράστιες μηχανές μόνο και μόνο για να βγάζουν κάτι μικρές γυαλιστερές πέτρες και να κοσμούν τα άσχημα αδύναμα κορμιά τους. Ακόμη και τα ατίθασα κι ορμητικά ποτάμια τα μάντρωσαν μέσα σε γκρίζα τεράστια ντουβάρια και τα έκαναν λίμνες για να έχουν μικρά αστέρια σε στύλους να τους φωτίζουν τις νύχτες.
Ει! Και κει σε κείνο το βουνό το στεγνό, τι είναι αυτό το σχήμα που φτιάξαν από δυο κορμούς δέντρων; Και τι κάνουν εκεί τόσα δίποδα πλάσματα μαζεμένα;
«Ωχ! Θα το δει κι αυτό!» είπε ο Βούλης «Άμα το δει αυτό θα αρχίσουνε τα γλέντιααα!» πρόσθεσε τρίβοντας τα χέρια του με προσμονή.
«Μπαμπά» είπε ο Γιώργος «θέλετε δηλαδή να μας πείτε πως ότι βλέπουμε στην οθόνη το βλέπει ο Υψ .... ο ..εμμ ο Θεός;
«Σςς. Σώπα Γιώργο...ίσως να μπορέσω να σου πω μετά. Ίσως!» Είπε ο Κωνσταντίνος ψιθυριστά.
Η οθόνη άρχισε να δείχνει τώρα.......
Και αυτός; Ποιος είναι αυτός; Γιατί τον χτυπάνε; Γιατί τον κλωτσάνε; Γιατί τον φτύνουν; Τι είναι αυτό το σκούρο υγρό που τρέχει στο μέτωπό του; Γιατί τον καρφώνουν πάνω στο σχήμα αυτό που φτιάξανε με δυο κορμούς δέντρων; Γιατί σηκώνουν αυτό στο σχήμα και χώνουν την άκρη του στο χώμα; Γιατί με κάτι μυτερό τρυπάνε το κορμί αυτού του άγνωστου και τρέχει ένα κοκκινο-πράσινο υγρό;
Ησυχίααα! Θέλω να ακούσω. Κάτι λέει αυτός ο άγνωστος! Τον ακούω.....
«Πάτερ ἄφες αὐτοῖς· οὐ γάρ οἴδασι τι ποιοῦσι»
Μα είναι ο Γιός μου!!!! Τι κάνουν στον Γιο μου; Ακούστηκε σαν βροντή μέσα από την οθόνη! Αφού ακόμη και Βούλης ταράχτηκε. Ύστερα ακολούθησε ένα: Εκκωφαντικό:
Ουφφφ! Πάλι εφιάλτη έβλεπα! Αφού δεν υπάρχει τίποτα και κανείς εκεί!
Τίποτα δεν χαλούσε την ομορφιά που της είχε χαρίσει. Και έτσι θα έμενε!
Έπρεπε όμως να βρει τρόπο να σταματήσει να βλέπει τους εφιάλτες - παιχνίδια του διαβόλου. Έργα του Σατανά. Ζαβολιές του Βεελζεβούλ. Του Βούλη όπως ήθελε να τον λένε.
Θα τον τακτοποιούσε όμως αυτόν και τους εφιάλτες που έστηνε, κάποια στιγμή στην αιωνιότητα!
O Κωνσταντίνος, που για κάποιον άγνωστο λόγο δεν είχε λάβει μέρος στον παραλογισμό που επικράτησε πριν από λίγο, όταν όλοι κάθισαν στις θέσεις τους έχοντας ένα ύφος γεμάτο απορία, εκείνος είχε γυρίσει προς το διπλανό του κάθισμα που από κάτω του βρίσκονταν όμορφα τακτοποιημένα το κουστούμι και το καπέλο που φορούσε ο Βούλης που θύμιζε τον Ντανι ντε Βίτο. «Όμως ποιος ήταν ο ψηλός τύπος με κόκκινα μακρυά μαλλιά που τα έπαιρνε ο αέρας και που στεκόταν εκεί δίπλα αντικρίζοντας τα κατάλευκα περιστέρια; Και ο Βούλης...Ντε Βίτο;» αναρωτήθηκε ο Κωνσταντίνος.
Έσκυψε και με προσεκτικές κινήσεις βάζοντας τις παλάμες του κάτω από τα διπλωμένα ρούχα τα σήκωσε και τα ακούμπησε στα γόνατα του. Οι άλλοι τον κοίταζαν με ύφος λες και χειριζόταν κάτι το πολύ εύθραυστο. Η μόνη που είχε μια κάπως πιο ζωηρή έκφραση ήταν η Ελένη που τακτοποιώντας το στενό τζιν που φορούσε, ρώτησε:
«Μα τι έγινε μωρέ παιδιά; Δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα. Σαν να είδα όνειρο.»
Ο Μήτσος κι ο Ανδρέας την κοίταξαν αλλά δεν απάντησαν. Κοιτούσαν όμως τον Κωνσταντίνο που είχε ακουμπήσει τα ρούχα του τύπου που καθόταν λίγο πριν εκεί μαζί και ύστερα χάθηκε.
Ο Κωνσταντίνος με πολύ σοβαρό ύφος, τους κοίταξε έναν- έναν κατάματα και τους είπε: «Ακούστε παιδιά συμβαίνουν πολλά πράγματα που δεν μπορώ να σας εξηγήσω. Τα λευκά περιστέρια που γέμισαν τον τόπο τα θυμάστε;»
Οι άλλοι κοιτάχτηκαν και σήκωσαν τους ώμους σαν να άκουγαν κάποια ανοησία.
«Για ποια περιστέρια και λευκά μάλιστα μιλάς ρε Κώστα- συγγνώμην Κωνσταντίνε ήθελα να πω.» είπε ο Μήτσος που ήταν και ο νεότερος της παρέας.
«Ακούστε με,» είπε σοβαρά ο Κωνσταντίνος, «λέω να πάρω την Λίνα τηλέφωνο και της πω ότι θα πάμε όλοι μαζί εκεί σε λίγο. Γιατί νομίζω πως πρέπει να μιλήσουμε.» Υψώνοντας δε τη φωνή του πρόσθεσε:«Και δεν με ενδιαφέρει αν έχετε κανονίσει να κάνετε κάτι άλλο ή όχι. Θα έρθετε και οι τρεις μαζί μου στο σπίτι μου. Τέρμα!»
Οι άλλοι τον άκουσαν και αντάλλαξαν απορημένα βλέμματα. Η Ελένη πήγε να γελάσει αλλά ο Μήτσος της έκανε νόημα με τα ματιά να μη το επιχειρήσει.
Ο Κωνσταντίνος έβγαλε το κινητό του και πήρε την Λίνα και της είπε ότι θα έφερνε και τα παιδιά στο σπίτι. Προφανώς κάτι πήγε εκείνη να αντιτάξει αλλά της το έκοψε και απλώς την ρώτησε: «Η Μελίτα ήρθε;» άκουσε την απάντηση και ζήτησε από την γυναίκα του να μην αφήσει ούτε τον γιο τους τον Γιώργο να βγει και να βρει την Μελίτα να έρθει αμέσως σπίτι. Έκλεισε χωρίς να περιμένει απάντηση. Ζήτησε τον λογαριασμό από την κοπελίτσα με το όμορφο θηλυκό κορμί, αλλά εκείνη του είπε ότι όλα ήταν πληρωμένα από τον κύριο...με το κουστούμι.
«Μα πως...!» πήγε να πει ο Κωνσταντίνος , αλλά η κοπέλα απλώς ανασήκωσε τους ώμους μη μπορώντας να απαντήσει.
Η παρέα σηκώθηκε χωρίς να ανταλλάξει καμιά κουβέντα και με τον Κωνσταντίνο να προπορεύεται κρατώντας με ευλάβεια - όπως φαινόταν στους άλλους- τα ρούχα του Βούλη - «Ντε Βίτο», όπως είχαν αρχίσει να τον αποκαλούν ακόμη και μέσα τους.
Της Ελένης της έκανε εντύπωση η πολύ σοβαρή έκφραση που είχε ο Κωνσταντίνος - της θύμισε ιερέα την Μεγάλη Παρασκευή - και απορούσε ολοένα καθώς δεν μπορούσε να αντιληφθεί γιατί ο Κωνσταντίνος είχε επιμείνει να τους πάει όλους στο σπίτι του. Δεν θυμόταν να είχε -εκείνη τουλάχιστον- πάει ποτέ στο σπίτι των Λιανών.
Σε πολύ λίγα λεπτά ήταν ήδη στο σπίτι του Κωνσταντίνου. Εκείνος με πολύ μεγάλη προσοχή - λες δεν ήθελε να τσαλακωθούν τα ρούχα του Βούλη - έβγαλε το κλειδί και ξεκλείδωσε.
Μόλις μπήκαν, μέσα μυρωδιά φαγητού που ψηνόταν τους γαργάλισε τα ρουθούνια. Ο Κωνσταντίνος χαμογέλασε. Ήταν η πρώτη φορά που τον είδαν οι άλλοι να χαμογελάει.
«Γεμιστά! Η Λίνα φτιάχνει τα γεμιστά της!» Είπε με καμάρι.
Πριν ακόμη ο Ανδρέας που μπήκε τελευταίος κλείσει την εξώπορτα πίσω του εμφανίστηκε η Μελίτα. Το πρόσωπο του Κωνσταντίνου φωτίστηκε ακόμη περισσότερο. Το κορίτσι εκεί γύρω στα 17 πανέμορφο ίδια η μάνα της, έτρεξε να αγκαλιάσει τον μπαμπά της. Εκείνος όμως παρόλο το χαμόγελο που είχε στα χείλη την απομάκρυνε για να μπορέσει να αποθέσει τα ρούχα του ...«Ντε Βίτο» σε μια καρέκλα. Ύστερα άνοιξε την αγκαλιά του και φίλησε την "σκατούλα " του - όπως την αποκαλούσε τρυφερά.
Την Μελίνα ακολούθησε και ο Γιώργος που μπήκε, χαιρέτισε τους φίλους του πατέρα του και πήγε να τον ρωτήσει τι τον έπιασε και τους μάζεψε όλους εκεί, αλλά μπήκε εκείνη την στιγμή και η Λίνα με ένα πλατύ χαμόγελο.
«Ορίστε σου φτιάχνω και γεμιστά γι απόψε!» Έδωσε από ένα φιλί στους φίλους του άντρα της και εκείνον τον αγκάλιασε τελευταίο. «Μα δε μου λες τι σε έπιασε σήμερα και με το ζόρι μας μάζεψ...»
Εκείνη ακριβώς την στιγμή ακούστηκε ένα διαπεραστικό σύριγμα μέσα από το γραφείο του. Η Λίνα διέκοψε αυτό που έλεγε και κοίταξε τον άνδρα της. Εκείνος διέσχισε το σαλόνι και μπήκε στο γραφείο του. Οι υπόλοιποι ξαφνιασμένοι από τον παράξενο ήχο τον ακολούθησαν.
Στην οθόνη αναβόσβηνε ένα έντονο σκούρο μπλε χρώμα και ο στριγκός ήχος δεν έμοιαζε να έρχεται από τα ηχεία αλλά από την οθόνη. Ο Κωνσταντίνος έσκυψε, έπιασε το καλώδιο του ρεύματος και είδε ότι το ΠιΣι του ήταν εκτός ρεύματος.
Γύρισε προς τους άλλους και τους έδειξε το αποσυνδεδεμένο καλώδιο του υπολογιστή.
«Δουλεύει..χωρίς ρεύμα.» Είπε άτονα.
«Ρε Κωνταντίνε η οθόνη όμως είναι στο ρεύμα.» Είπε ο Ανδρέας «Μήπως κάποιο βραχυκ..»
Ο Κωνσταντίνος, έσκυψε πάλι βρήκε το καλώδιο της οθόνης και το έβγαλε από το πολύπριζο. Στην οθόνη όμως δεν άλλαξε τίποτα. Τράβηξε τα καλώδιο του ρεύματος και των ηχείων αλλά ο στριγκός ήχος συνέχισε να βγαίνει μέσα από την μπλε οθόνη και να τους τρυπάει τα αυτιά.
«Γι αυτό ήθελα να έρθετε εδώ!» Γύρισε και είπε στους φίλους του. «Από το πρωί συμβαίνουν πολύ παράξενα πράγματα με το ΠιΣι μου.»
Τους είπε με δυο λόγια όλα όσα είχαν συμβεί νωρίτερα.
«Και δε μου λες βρε Κωνσταντίνε ο τυπάκος με το κουστούμι αυτό που κουβάλησες από την καφετέρια ποιος ήταν; Δεν ήταν άνθρωπος της εταιρείας που της φτιάχνεις το πρόγραμμά;»
«Καμιά σχέση!» απάντησε ο Κωνσταντίνος.
«Για τον Βούλη λέτε;» ρώτησε η Λίνα, «είχε έρθει και εδώ στο σπίτι και μου συστήθηκε σαν Βούλης.»
Εκείνη την στιγμή ο στριγκός ήχος που ερχόταν από την οθόνη του υπολογιστή έσβησε. Ένα μπάσο βηχαλάκι ακούστηκε από πίσω τους. Γύρισαν όλοι ξαφνιασμένοι και αντίκρισαν τον Βούλη..."Ντε Βίτο".
Ήταν ντυμένος με το σκούρο του κουστούμι και φορώντας το γκρίζο του καπέλο ακουμπούσε στον παραστάτη της πόρτας χαμογελώντας αυτάρεσκα! Ύστερα συνεχίζοντας να χαμογελάει, τους πλησίασε. Όλοι τους ένιωσαν την έντονη μυρωδιά του καμένου θειαφιού που σκέπασε εντελώς την ελκυστική μυρωδιά των γεμιστών. Έκαναν σχεδόν ταυτόχρονα ένα βηματάκι πίσω ενώ ένας ήχος που θύμιζε δυνατό ρυθμικό άνεμο που περνάει από στένωμα άρχισε να ακούγεται από την οθόνη του υπολογιστή.
Ο Βούλης αγνοώντας όλους τους άλλους πήγε και κάθισε στο κάθισμα του Κωνσταντίνου μπροστά στον υπολογιστή. Ο ήχος του δυνατού ρυθμικού ανέμου που ακουγόταν από την οθόνη σαν να έγινε πιο έντονος.
Ο Βούλης, έβγαλε με μια κομψή - θα μπορούσε να πει κανείς κίνηση- μια ολόχρυση τσιγαροθήκη, πήρε ένα μαύρο λεπτό τσιγάρο και με έναν επίσης ολόχρυσο αναπτήρα το άναψε. Τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά, και μετά άφησε τον καπνό να βγει πλημμυρίζοντας τον χώρο με την μυρωδιά εκείνη του θειαφιού που καίγεται. Στράφηκε, προς τους άλλους που άφωνοι τον παρακολουθούσαν, τους κοίταξε με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο και γύρισε προς την οθόνη του υπολογιστή. Βολεύτηκε πιο αναπαυτικά στο κάθισμα του Κωνσταντίνου και κάρφωσε το βλέμμα του στην οθόνη.
Ο ρυθμικός ήχος του ανέμου στην οθόνη είχε τώρα - θα έλεγε κανείς- έναν τόνο αγωνίας. Στιγμές- στιγμές διακοπτόταν, αλλά μετά ακουγόταν με πιο μεγάλη ένταση...όταν... μαζί με τον άνεμο άρχισαν και οι εικόνες....!
Η Λίνα βρήκε την άλλη καρέκλα του γραφείου και κάθισε γιατί ένιωθε ότι τα πόδια της δεν την κρατούσαν. Οι υπόλοιποι ακίνητοι, σαν αγάλματα σχεδόν, παρακολουθούσαν τις εικόνες στην οθόνη, που εναλλάσσονταν με φοβερή ταχύτητα λες και ήταν ταινία σε extremely fast forward (αν υπάρχει τέτοια ορολογία)
Με δυσκολία μπορούσαν να ξεχωρίσουν τι έβλεπαν. Μα τι έβλεπαν αλήθεια;
Γαλάζιους ουρανούς; Λευκά και γκρίζα σύννεφα που άφηναν από τα κενά τους να φαίνονται ωκεανοί και θάλασσες; Τεράστια βουνά με χιονισμένες κορφές; Ποτάμια που χύνονταν σε λίμνες σχηματίζοντας ορμητικούς καταρράχτες; Πυκνά καταπράσινα παρθένα δάση; Ζώα που έτρεχαν κατά χιλιάδες σε αχανείς εκτάσεις; Κατάλευκους όγκους πάγου που ορθώνονταν περήφανοι πάνω από τα νερά των ωκεανών; Ερήμους με τις οάσεις τους να προσκαλούν τα διψασμένα πλάσματα;
Δεκάδες εικόνες εναλλάσσονταν μέσα σε δευτερόλεπτα. Ο Κωνσταντίνος είχε ζαλιστεί από την ταχύτητα της εναλλαγής. Η φίλη του η Ελένη ακούμπησε στο τοίχο πίσω της. Η Λίνα έτριβε τα μάτια της.
Κάποια στιγμή ο Βούλης άφησε ένα ειρωνικό γελάκι.
«Πάαλι τα ίδιαα!» είπε χωρίς να αφήνει τα μάτια του από την οθόνη.
«Τι εννοείτε; ρώτησε ο Μήτσος
«Μα δεν καταλαβαίνετε πως βλέπουμε, ότι βλέπει εκείνος;» απάντησε ο Βούλης
«Μα για ποιόν μιλάτε;» μπήκε στη μέση ο Γιώργος, ο γιος του Κωνσταντίνου.
«Να ρωτήσεις τον πατέρα σου!» απάντησε ο Βούλης ανάβοντας ακόμη ένα τσιγάρο με τον χρυσό του αναπτήρα.
«Ποιον εννοεί βρε μπαμπά;» ρώτησε ο Γιώργος τον Κωνσταντίνο.
Εκείνος δεν απάντησε αμέσως. Γύρισε τους κοίταξε όλους - την οικογένεια του και τους τρεις του φίλους - και είπε σχεδόν ψιθυριστά:
«Νομίζω πως εννοεί τον Ύψιλον!»
«Τι λες ρε πατέρα! Ποιον Ύψιλον; » ρώτησε επιθετικά η κόρη του η Μελίτα που πλησίασε και τον ξαναρώτησε: «Ποιος είναι ο Ύψιλον μπαμπά;»
Ο Κωνσταντίνος με απόγνωση σχεδόν, κοιτάζοντας την Λίνα λες και θα του έστελνε κουράγιο είπε με δυνατή φωνή τώρα: «Ο Ύψιστος! Ο Υπαρκτός!»
«Να! να! το ήξερα! Θα το ξαναδεί και αυτό!» φώναξε ο Βούλης.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση του και όσοι ήταν στον μικρό χώρο του γραφείου του Κωνσταντίνου άρχισαν τώρα να βλέπουν σε αργή κίνηση, καφε-κίτρινους ατμούς να τυλίγουν μεγάλες πόλεις με κτίρια που ήθελαν να φτάσουν τον ουρανό. Μακριές λωρίδες σαν γκρίζα ποτάμια όπου πάνω τους δεν έτρεχε νερό αλλά αυτοκίνητα που οι εξατμίσεις τους μαύριζαν τον ορίζοντα. Δίποδα άτριχα και άσχημα πλάσματα που μέσα σε ελάχιστο χρόνο κατάφεραν να μάθουν να φτιάχνουν τρομερά όπλα με τα οποία οι μισοί τίναζαν τους άλλους κομματιάζοντας τους στον αέρα. Ιπτάμενες μηχανές άφηναν να πέφτουν κάτι κυλινδρικά αντικείμενα που έσκαγαν στον αέρα σχηματίζοντας τεράστιες καταιγίδες φωτιάς καταστρέφοντας ότι βρισκόταν από κάτω αφήνοντας χιλιάδες από τα δίποδα αυτά πλάσματα στο χώμα διαλυμένα και τον αέρα μολυσμένο.
Τα βουνά; Τι απόγιναν τα βουνά; Τα δίποδα αυτά όντα τα έσκαψαν με κάτι τεράστιες μηχανές μόνο και μόνο για να βγάζουν κάτι μικρές γυαλιστερές πέτρες και να κοσμούν τα άσχημα αδύναμα κορμιά τους. Ακόμη και τα ατίθασα κι ορμητικά ποτάμια τα μάντρωσαν μέσα σε γκρίζα τεράστια ντουβάρια και τα έκαναν λίμνες για να έχουν μικρά αστέρια σε στύλους να τους φωτίζουν τις νύχτες.
Ει! Και κει σε κείνο το βουνό το στεγνό, τι είναι αυτό το σχήμα που φτιάξαν από δυο κορμούς δέντρων; Και τι κάνουν εκεί τόσα δίποδα πλάσματα μαζεμένα;
«Ωχ! Θα το δει κι αυτό!» είπε ο Βούλης «Άμα το δει αυτό θα αρχίσουνε τα γλέντιααα!» πρόσθεσε τρίβοντας τα χέρια του με προσμονή.
«Μπαμπά» είπε ο Γιώργος «θέλετε δηλαδή να μας πείτε πως ότι βλέπουμε στην οθόνη το βλέπει ο Υψ .... ο ..εμμ ο Θεός;
«Σςς. Σώπα Γιώργο...ίσως να μπορέσω να σου πω μετά. Ίσως!» Είπε ο Κωνσταντίνος ψιθυριστά.
Η οθόνη άρχισε να δείχνει τώρα.......
Και αυτός; Ποιος είναι αυτός; Γιατί τον χτυπάνε; Γιατί τον κλωτσάνε; Γιατί τον φτύνουν; Τι είναι αυτό το σκούρο υγρό που τρέχει στο μέτωπό του; Γιατί τον καρφώνουν πάνω στο σχήμα αυτό που φτιάξανε με δυο κορμούς δέντρων; Γιατί σηκώνουν αυτό στο σχήμα και χώνουν την άκρη του στο χώμα; Γιατί με κάτι μυτερό τρυπάνε το κορμί αυτού του άγνωστου και τρέχει ένα κοκκινο-πράσινο υγρό;
Ησυχίααα! Θέλω να ακούσω. Κάτι λέει αυτός ο άγνωστος! Τον ακούω.....
«Πάτερ ἄφες αὐτοῖς· οὐ γάρ οἴδασι τι ποιοῦσι»
Μα είναι ο Γιός μου!!!! Τι κάνουν στον Γιο μου; Ακούστηκε σαν βροντή μέσα από την οθόνη! Αφού ακόμη και Βούλης ταράχτηκε. Ύστερα ακολούθησε ένα: Εκκωφαντικό:
Ουφφφ! Πάλι εφιάλτη έβλεπα! Αφού δεν υπάρχει τίποτα και κανείς εκεί!
****
Όλοι όσοι ήταν μέσα στο γραφείο του Κωνσταντίνου και παρακολουθούσαν την οθόνη του υπολογιστή, χάθηκαν σαν πρωινή δροσιά που εξατμίζεται στον ήλιο αφού αυτό ήταν. Μόνο κάποια σκιά κινήθηκε ύπουλα και χάθηκε στα σκοτάδια.
****
Εκείνος, o Y. πετάχτηκε πάνω έψαξε τριγύρω του και με ικανοποίηση είδε κάπου εκεί στο βάθος την όμορφη ασπρογάλανη μικρή σφαίρα να στριφογυρίζει λαμπερή και όμορφη γύρω από το αστέρι της, όπως την θυμόταν εδώ και εκατομμύρια χρόνια που την είχε φτιάξει.Τίποτα δεν χαλούσε την ομορφιά που της είχε χαρίσει. Και έτσι θα έμενε!
Έπρεπε όμως να βρει τρόπο να σταματήσει να βλέπει τους εφιάλτες - παιχνίδια του διαβόλου. Έργα του Σατανά. Ζαβολιές του Βεελζεβούλ. Του Βούλη όπως ήθελε να τον λένε.
Θα τον τακτοποιούσε όμως αυτόν και τους εφιάλτες που έστηνε, κάποια στιγμή στην αιωνιότητα!
Τ Ε Λ Ο Σ
Είναι αλήθεια πως για να ζει ακόμη αυτή η μπλε σφαίρα, παρόλο που οι Βούληδες θέλουν να την καταστρέψουν, μάλλον λες αλήθεια και ο Υ την προστατεύει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ που τακτοποίησες έτσι το τέλος, ώστε να ξεχειλίζει από ελπίδα...
@FLORA GIA
ΔιαγραφήΧαίρομαι που ικανοποιήθηκε το αίσθημα σου της...υπάρξεως μας! Μην ευχαριστείς εμένα. Τον Υ. να ευχαριστείς που μου έστειλε έτσι την ιδέα! Είναι πάντοτε χαρά μου όποτε σε βλέπω.
Καλό σου απόγευμα Φλώρα!
Ερχόμουν εδώ έτσι κι αλλιώς για να γράψω ένα σχόλιο... μη ξέροντας ότι έχεις γράψει την συνέχεια. Όχι δεν είναι σχόλιο ακριβώς, αλλά ήθελα να σου φέρω αυτό το τραγούδι που βρίσκω συγκλονιστικό και στην ερμηνεία από τον Chris de Burg.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜιλάει για την μάχη του Θεού με τον Βούλη
Ελπίζω τελικά να είναι νικητής σ' αυτήν την μάχη.... ο Υ!!
http://www.youtube.com/watch?v=Ace7mrRFG6A
Spanish train - Chris de Burg (1997)
Υ.Γ. Θα γυρίσω ξανά έχοντας διάβασει το κείμενο....
Καληνύχτα Υ
@marimar
ΑπάντησηΔιαγραφήTo THE SPANISH TRAIN είναι στην κυριολεξία ένα από τα ωραιότερα μουσικο-ποιητικά έργα που έχω ακούσει. Υπήρξαν στιγμές που ανατρίχιαζα. Ο συνδυασμός του να διαβάζεις και ταυτόχρονα να ακούς τους εκπληκτικούς στίχους υπέροχος. Που πας αλήθεια και βρίσκεις πράγματα όπως αυτό! Ειλικρινά σε ευχαριστώ για το δώρο σου. Και είχε και μια συνάφεια με κείμενο.
Πολύ όμορφο τέλος,περίμενα άσχημη κατάληξη όπως μας το πήγαινες
ΑπάντησηΔιαγραφήαλλά τελικά ο Θεός είναι μεγάλος και θα μας σώσει απ'τον Βούλη και τις "βουλές" του!
Πολλά δροσερά με θαλασσινά αρώματα!
@zoyzoy
ΔιαγραφήΜα θα άφηνα τον Βούλη να μας κάνει ότι θέλει; Εμμ Όχι βέβαια!
Όμως η Βουλή μας έχει ....να μην πω τι μας έχει κάνει!
Αυτά τα δροσερά με τα θαλασσινά αρώματα θα τα πάρω μαζί μου στο καράβι απόψε που θα κατεβαίνω στην Κρήτη!!!
Καλό σου απόγευμα και σε ευχαριστώ πολύ!
Και τελικά ο Υ μέσα από τον Υπολογιστή, μας έδωσε μια Ύψιστα όμορφη συμβολική ιστορία- θρίλερ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜππάβο στην 4διάσταση που σε καθοδηγεί!
ΑΦιλιά με πολλά πολλά χαμόγελα!
Μπράβο έγραψα, αλλά ο Βούλης "έπαιξε" πάλι μαζί μου!
ΑπάντησηΔιαγραφή@Άιναφετς
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο "Μππάβο" μου αρέσει καλύτερα. ΜΟυ θυμίζει μωράκι και τα λατρεύω τα μωράκια. Για να μη μιλήσω για τα ΑΦιλιά αυτά που ανήκουν στην ανώτατη κατηγορία που έχει δημιουργηθεί!
Καλό σου βράδυ και σε ευχαριστώ πολύ!
καλησερα!!! εγω μολις τωρα κατορθωσα να δω το τελος του διηγηματος!!
ΑπάντησηΔιαγραφήμου αρεσε ολυ!!! χαρηκα για το λογο ου ανεφεραν και οι ανωτερω ανθρωοι! για το αισιοδοξο τελος!!!
μεσα σε μια ασχημη κοινωνια ας εχουν ομορφο τελος οι εκφρασεις και οι φαντασιες μας. οκ οχι αντα αλλα για τωρα χαρηκα ου υηρχε!!!
να εισαι καλα!!! συγχαρητηρια!!!! ορμη ο λογος σου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξακολουθεί να με συναρπάζει το πληκτρολόγιο σου. Δεν γίνεται κάτι θα μου βγει να γράψω κάποια στιγμή. Σε ευχαριστώ για το "ορμή ο λόγος σου"! Είσαι πολύ γενναιόδωρη! Αυριο επιστρέφω στην Αθήνα για να ξαναμπώ στην ρουτίνα.
Καλό σου βράδυ με πολλές ευχές!
οχι δεν ειμαι γενναιοδωρη, ειμαι ειλικρινης και ειμαι υπερ της αποψης να λεμε στους ανθρωπους οσα αισθανομαστε απο τις δημιουργιες τους!!!
Διαγραφήτωρα οπως βλεπεις εχω πληκτρολογιο χαχαχα. στην εσκασα! χαχαχα
λοιπον νομιζω πως ναι πρεπει να μου αφιερωσεις ενα κειμενο καποια στιγμη..., ισως με καποιον ανθρωπο που δε μπορουσε να προφερω μια συγκεκριμενη λεξη που αρχιζει απο "πι", μιας και εκει ειχε το πληκτρολογιο μου το μεγαλο προβλημα! χαχαχα
να βοηθησω στη λεξη;;
τι θα ελεγες να ηταν η λεξη πιστη;
εμπνευστηκες ;)
καλο απογευμα φιλε μου!
@ΕΚΦΡΑΣΟΥ
ΔιαγραφήΜα πόσο λυάμαι....ου έφτιαξες το ληκτρολόγιο σου! χα χα χα
Μου αρέσει η ιδέα σου. Θα δω ως θα την εκμεταλλευτώ...αφού σε χρεώσω ρώτα. (Εγινα κι εγώ έμορος στα γεράματα!!)
Να είσαι καλά και να έχεις ιστη στον εαυτό σου γιατί οτέ δεν μορείς να κάνεις ούτε ενα βημα χωρίς να εμιστεύεσαι την ψυχή σου ρώτα! (πρώτα)!
κραταω τις δυο τελευταιες σειρες σα φυλαχτο!!!
ΔιαγραφήΤέλος που δεν παραπέμπει σε κάτι κακό την ιστορία σου, γιατί ομολογουμένως με το υπερφυσικό της στοιχείο δεν ήξερε κανείς πώς θα καταλήξει....!! Υπέροχη πραγματικά χορτάτη κι απολαυστική. Νομίζω πως από τα σχόλια που διαβάσα σε όλα τα μέρη της ιστορίας το αναγνωστικό κοινό θέλει...κι άλλο..!!
ΑπάντησηΔιαγραφή