Δεν του άρεσε ποτέ αυτή η γεροντίστικη ατμόσφαιρα των καφενείων. Περνούσε όμως από κει από συνήθεια. Έμενε κάπου μισή ώρα για να ακούσει και να πει τα ίδια και τα ίδια πάλι. Το βλέμμα του κοίταζε τον περισσότερο καιρό έξω και οι απαντήσεις που έδινε στους συνομήλικους αλλά και τους μεγαλύτερους του συνταξιούχους ήταν μηχανικές . Έτσι κι αλλιώς πολλοί από αυτούς δεν θα θυμούνται καν αν τον είχαν συναντήσει. Ακόμη και η μυρουδιά εκεί μέσα τον απωθούσε. τσιγαρίλα, καφές κακής ποιότητας και γεροντίλα. Αυτή η τελευταία ήταν γι αυτόν η πιο αηδιαστική.
Σχεδόν κάθε φορά που περνούσε απ εκεί όλο και για κάποιον που έπαθε εγκεφαλικό ή έμφραγμα ή άνοια, θα μάθαινε. Μόλις τέλειωνε την πορτοκαλάδα του, σηκωνότανε λέγοντας ότι θα πήγαινε στην τουαλέτα με την κλασσική δικαιολογία "ο προστάτης βλέπεις." και την κοπανούσε από κει μέσα.
Εκείνη την ημέρα ένοιωθε περίφημα. Τα πόδια του αλλά και η ανάσα του τον παρότρυναν να ανοίξει τον βηματισμό του και να πηγαίνει στον δρόμο σχεδόν όπως βάδιζε πριν από χρόνια. Η ευφορία που του έδινε αυτή η κίνηση μόνο με τις φωνούλες των εγγονών του μπορούσε να συγκριθεί. Τώρα είχε και διάθεση να φλερτάρει με το βλέμμα τις κυρίες που συναντούσε στο διάβα του. Το φλερτ ήταν η ζωή του. Από νεαρός είχε διακριθεί στο σπορ αυτό και ήταν κάτι που μέσα του είχε παραμείνει το ίδιο. Κανένας επηρεασμός από το πέρασμα του χρόνου.
Έτσι όπως πήγαινε, με έναν ταχύ βηματισμό και ευθυτενής, φθάνοντας σε μια ανηφόρα, δεν μείωσε καθόλου τον ρυθμό του και συνέχισε την διαδρομή. Οι σφυγμοί του άρχισαν να ανεβαίνουν ακόμη πιο πολύ. Θυμήθηκε εκείνη την στιγμή τον καρδιολόγο του που του είχε πει την τελευταία φορά στο τσεκάπ:
« Περπάτημα με μέτρο. Να μη ζορίζουμε την καρδιά!»
«Σιγά το ζόρισμα!» είπε μεγαλόφωνα ξαφνιάζοντας μια κυρία που ερχόταν από απέναντι. Της χαμογέλασε. Έπειτα μόρφασε. Έφερε το χέρι του στο στέρνο. Ζαλίστηκε και έπεσε χάμω στο πεζοδρόμιο. Θέλησε να φωνάξει αλλά δεν έβγαινε η φωνή από το στόμα του.
Ένιωθε τις πλάκες του λασπωμένου πεζοδρομίου σκληρές στην πλάτη του . Μετά τίποτα! Λες κι έκλεισε μια αυλαία μπροστά στα μάτια του.
Τι περίεργο! Ο κόσμος που διάβαινε την ανηφόρα λες και κείνη την ώρα πήγαιναν όλοι σε κάποια μεγάλη και σημαντική διαδήλωση. Με βιάση προσπερνούσαν το πεσμένο κορμί. Κανείς βέβαια δεν τον πάταγε. Πολλοί τον δρασκελούσαν όμως.
Ήταν και κάτι παιδάκια που τα κράταγαν οι μανάδες τους από το χέρι και ρώταγαν με κείνη την αφοπλιστική αθωότητα την παιδική.
«Μανούλα γιατί αυτός ο κύριος είναι ξαπλωμένος στον δρόμο; Δεν έχει σπίτι;»
Οι μανάδες με παράξενη βια τράβαγαν το χέρι του παιδιού και με ύφος ταραγμένο ψιθύριζαν «Προχώρα! Είναι αργά και πρέπει να μαγειρέψω!»
Ένα αμάξι του Δήμου περνώντας από κει πάτησε με όλο του βάρος σε μια νερολακκούβα από τις δεκάδες που είχε πια ο δρόμος στην περιοχή και έλουσε το πεσμένο κορμί με λασπόνερα.
Εκείνος λες και βρισκόταν κάπου μακριά και όλα αυτά συνέβαιναν σε κάποιον άλλον. Ένα μέρος του μυαλού του που μπορούσε ακόμη να επεξεργάζεται πληροφορίες αναρωτιόταν: «Μα που είμαι; Γιατί δεν βλέπω; Γιατί ακούω μονάχα βόμβους; Γιατί πονάει το στέρνο μου; Γιατί με σφίγγει; Γιατί κρυώνει το πρόσωπό μου;»
Την ίδια στιγμή, σαν κάτι ζεστό να ακούμπησε στο στήθος του. Κάτι σαν αγκαλιά. Μια ζεστή ανάσα ενώθηκε με την ακανόνιστη δική του. Το παγωμένο του πρόσωπο καλοδέχτηκε την ανάσα που τον ανακούφιζε από το κρύο.
Σε λίγο άγρια μουγκρητά τον τρόμαξαν. Δυνατές φωνές ακούστηκαν από κάπου εκεί κοντά Τα μουγκρητά δυνάμωσαν. Κάτι σαν εκρήξεις γύρω του. Η ζεστή ανάσα που ήταν ακουμπισμένη στο στέρνο του χάθηκε και μαζί της χάθηκε και ο κόσμος γύρω του.
Όταν άνοιξε τα μάτια του όλα ήταν λευκά, τόσο λευκά που προτιμούσε το σκοτάδι από όπου βγήκε. Ένιωσε μια παρουσία δίπλα του. Ξανάνοιξε τα μάτια. Γύρισε το κεφάλι του προς το φως που έμπαινε από ένα παράθυρο και είδε μια οπτασία βυθισμένη στο φως του ήλιου. Η οπτασία έσκυψε και τον πλησίασε και ένα χαμόγελο άνθισε στο πρόσωπό της.
«Επί τέλους γύρισες!» είπε η φωνή της γυναίκας του και ένα φιλί ακούμπησε στο πρόσωπο του.
Αργότερα που ήρθε ο καρδιολόγος, του είπε ότι όλα θα πήγαιναν καλά αρκεί να μην έκανε παλικαριές στην ηλικία του.
«Θυμάσαι τίποτα από κείνες τις στιγμές;» ρώτησε
Εκείνος καθάρισε τον λαιμό και με φωνή ακόμη αδύναμη, είπε:
«Το μόνο που θυμάμαι ήταν πως όση ώρα ήμουν πεσμένος χάμω κάποιος ήρθε εκεί με αγκάλιασε και με ζέσταινε. Μετά άκουσα φωνές, κάτι μουγκρητά, εκρήξεις και.... τίποτα.»
«Τι κρίμα! Αλλά δεν γινότανε αλλιώς! Δεν άφηνε να σε πλησιάσουν και τον σκότωσαν με πιστόλι!»
Εκείνος αναστατώθηκε που είδε ανησυχία στο πρόσωπο του γιατρού.
«Τον σκότωσαν; Ποιοι; Ποιόν σκότωσαν;»
«Ω! Μην ανησυχείς. Τίποτα. Οι αστυφύλακες σκότωσαν τον σκύλο που ακουμπούσε πάνω σου!»
«Η ζεστή ανάσα!» είπε εκείνος με δάκρυα στα μάτια..
Σχεδόν κάθε φορά που περνούσε απ εκεί όλο και για κάποιον που έπαθε εγκεφαλικό ή έμφραγμα ή άνοια, θα μάθαινε. Μόλις τέλειωνε την πορτοκαλάδα του, σηκωνότανε λέγοντας ότι θα πήγαινε στην τουαλέτα με την κλασσική δικαιολογία "ο προστάτης βλέπεις." και την κοπανούσε από κει μέσα.
Εκείνη την ημέρα ένοιωθε περίφημα. Τα πόδια του αλλά και η ανάσα του τον παρότρυναν να ανοίξει τον βηματισμό του και να πηγαίνει στον δρόμο σχεδόν όπως βάδιζε πριν από χρόνια. Η ευφορία που του έδινε αυτή η κίνηση μόνο με τις φωνούλες των εγγονών του μπορούσε να συγκριθεί. Τώρα είχε και διάθεση να φλερτάρει με το βλέμμα τις κυρίες που συναντούσε στο διάβα του. Το φλερτ ήταν η ζωή του. Από νεαρός είχε διακριθεί στο σπορ αυτό και ήταν κάτι που μέσα του είχε παραμείνει το ίδιο. Κανένας επηρεασμός από το πέρασμα του χρόνου.
Έτσι όπως πήγαινε, με έναν ταχύ βηματισμό και ευθυτενής, φθάνοντας σε μια ανηφόρα, δεν μείωσε καθόλου τον ρυθμό του και συνέχισε την διαδρομή. Οι σφυγμοί του άρχισαν να ανεβαίνουν ακόμη πιο πολύ. Θυμήθηκε εκείνη την στιγμή τον καρδιολόγο του που του είχε πει την τελευταία φορά στο τσεκάπ:
« Περπάτημα με μέτρο. Να μη ζορίζουμε την καρδιά!»
«Σιγά το ζόρισμα!» είπε μεγαλόφωνα ξαφνιάζοντας μια κυρία που ερχόταν από απέναντι. Της χαμογέλασε. Έπειτα μόρφασε. Έφερε το χέρι του στο στέρνο. Ζαλίστηκε και έπεσε χάμω στο πεζοδρόμιο. Θέλησε να φωνάξει αλλά δεν έβγαινε η φωνή από το στόμα του.
Ένιωθε τις πλάκες του λασπωμένου πεζοδρομίου σκληρές στην πλάτη του . Μετά τίποτα! Λες κι έκλεισε μια αυλαία μπροστά στα μάτια του.
Τι περίεργο! Ο κόσμος που διάβαινε την ανηφόρα λες και κείνη την ώρα πήγαιναν όλοι σε κάποια μεγάλη και σημαντική διαδήλωση. Με βιάση προσπερνούσαν το πεσμένο κορμί. Κανείς βέβαια δεν τον πάταγε. Πολλοί τον δρασκελούσαν όμως.
Ήταν και κάτι παιδάκια που τα κράταγαν οι μανάδες τους από το χέρι και ρώταγαν με κείνη την αφοπλιστική αθωότητα την παιδική.
«Μανούλα γιατί αυτός ο κύριος είναι ξαπλωμένος στον δρόμο; Δεν έχει σπίτι;»
Οι μανάδες με παράξενη βια τράβαγαν το χέρι του παιδιού και με ύφος ταραγμένο ψιθύριζαν «Προχώρα! Είναι αργά και πρέπει να μαγειρέψω!»
Ένα αμάξι του Δήμου περνώντας από κει πάτησε με όλο του βάρος σε μια νερολακκούβα από τις δεκάδες που είχε πια ο δρόμος στην περιοχή και έλουσε το πεσμένο κορμί με λασπόνερα.
Εκείνος λες και βρισκόταν κάπου μακριά και όλα αυτά συνέβαιναν σε κάποιον άλλον. Ένα μέρος του μυαλού του που μπορούσε ακόμη να επεξεργάζεται πληροφορίες αναρωτιόταν: «Μα που είμαι; Γιατί δεν βλέπω; Γιατί ακούω μονάχα βόμβους; Γιατί πονάει το στέρνο μου; Γιατί με σφίγγει; Γιατί κρυώνει το πρόσωπό μου;»
Την ίδια στιγμή, σαν κάτι ζεστό να ακούμπησε στο στήθος του. Κάτι σαν αγκαλιά. Μια ζεστή ανάσα ενώθηκε με την ακανόνιστη δική του. Το παγωμένο του πρόσωπο καλοδέχτηκε την ανάσα που τον ανακούφιζε από το κρύο.
Σε λίγο άγρια μουγκρητά τον τρόμαξαν. Δυνατές φωνές ακούστηκαν από κάπου εκεί κοντά Τα μουγκρητά δυνάμωσαν. Κάτι σαν εκρήξεις γύρω του. Η ζεστή ανάσα που ήταν ακουμπισμένη στο στέρνο του χάθηκε και μαζί της χάθηκε και ο κόσμος γύρω του.
Όταν άνοιξε τα μάτια του όλα ήταν λευκά, τόσο λευκά που προτιμούσε το σκοτάδι από όπου βγήκε. Ένιωσε μια παρουσία δίπλα του. Ξανάνοιξε τα μάτια. Γύρισε το κεφάλι του προς το φως που έμπαινε από ένα παράθυρο και είδε μια οπτασία βυθισμένη στο φως του ήλιου. Η οπτασία έσκυψε και τον πλησίασε και ένα χαμόγελο άνθισε στο πρόσωπό της.
«Επί τέλους γύρισες!» είπε η φωνή της γυναίκας του και ένα φιλί ακούμπησε στο πρόσωπο του.
Αργότερα που ήρθε ο καρδιολόγος, του είπε ότι όλα θα πήγαιναν καλά αρκεί να μην έκανε παλικαριές στην ηλικία του.
«Θυμάσαι τίποτα από κείνες τις στιγμές;» ρώτησε
Εκείνος καθάρισε τον λαιμό και με φωνή ακόμη αδύναμη, είπε:
«Το μόνο που θυμάμαι ήταν πως όση ώρα ήμουν πεσμένος χάμω κάποιος ήρθε εκεί με αγκάλιασε και με ζέσταινε. Μετά άκουσα φωνές, κάτι μουγκρητά, εκρήξεις και.... τίποτα.»
«Τι κρίμα! Αλλά δεν γινότανε αλλιώς! Δεν άφηνε να σε πλησιάσουν και τον σκότωσαν με πιστόλι!»
Εκείνος αναστατώθηκε που είδε ανησυχία στο πρόσωπο του γιατρού.
«Τον σκότωσαν; Ποιοι; Ποιόν σκότωσαν;»
«Ω! Μην ανησυχείς. Τίποτα. Οι αστυφύλακες σκότωσαν τον σκύλο που ακουμπούσε πάνω σου!»
«Η ζεστή ανάσα!» είπε εκείνος με δάκρυα στα μάτια..
ΤΕΛΟΣ
Αγαπημενε μου φιλε επεστρεψα,σε πεθυμησα παρα πολυ!!!ανυπομονω να σε διαβασω!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚυριακη απο Κυπρο.....xxxxxxx
@Κυριακη
ΔιαγραφήΠόσο μα πόσο χάρηκα που σε ξανάδα Κυριακή μου! Φίλησε μου το νησί μας! Να σαι καλά κορίτσι μου.
αχ Χριστοφορε τι μου εκανες πρωι πρωι, συγκινηθηκα αλλα εννοειτε πως χαρηκα που συγκινηθηκα!
ΑπάντησηΔιαγραφήτο διηγημα σου αυτο ηταν καταπληκτικο! το λεω και το φωναζω! δε ξερω απο που να αρχισω και που να τελειωσω!
αψογη ιδεα, τελεια τα σκηνικα, εβλεπα μπροστα μου ολες τις εικονες. ενοιωθα τη καθε λεξη και ζουσα εντονα τα αισθηματα των ηρωων σου.
καταρχας να σου πω οτι εδωσες ενα υπεροχο τελος, καθολου αναμενομενο και ακρως συγκινητικο. βεβαια θα προτιμουσα να μη σκοτωνοταν ο σκυλος, υποθετω πως καποιος θα μπορουσε να τον παρει απο κει αλλα στις ιστοριες ολα επιτρεπονται.
για να ειμαι ειλικρινης στην αρχη ηθελα να "πεθαινε" ο ηρωας σου και υπεθετα πως θα ταξιδευαμε μαζι στη μεταθανατον ζωη του, οταν ομως συνεχισα και ειδα το τελος, ειπα ευτυχως που δε πεθανε και εξελιχθηκε ετσι η ιστορια! απιθανη! πραγματικα απιθανη!
α θελω και κατι αλλο να προσθεσω. μου αρεσε που τονισες την αγαπη και τη προστασια των ζωων εν αντιθεση με την αδιαφορια ορισμενων ανθρωπων!
να εισαι καλα φιλε μου και να μας ταξιδευεις με τις ομορφες ιστοριες σου!
@ΕΚΦΡΑΣΟΥ
Διαγραφή¨Ολο σου το σχόλιο δείχνει άνθρωπο που καταπιάνεται με την δημιουργία! Η ματιά σου έχει βάθος και ξέρει να βλέπει.
Η παραπάνω ιστορία έχει ένα ποσοστό που βασίζεται σε πραγματικό γεγονός που συνέβη μπρος στα μάτια μου χρόνια πριν και μάλιστα στην οδό Ακαδημίας στην Αθήνα. Ο άνθρωπος οποίος μιλούσε στο τηλέφωνο σε περίπτερο - τότε υπήρχαν και αυτά - έπεσε νεκρός εκεί μπροστά μου. Βέβαια έβαλα μπόλικη σάλτσα. Είναι ιδιαίτερη η χαρά μου να σε βλέπω εδώ και να ξέρεις ότι με τιμάς με τα λόγια σου.
Να σαι καλά πάντα!
Χριστόφορε μας ξαφνιάζεις πάρα πολύ κάθε φορά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕκεί που δεν το περιμένουμε, μέσα στις καθημερινές ιστορίες,
έχεις την ικανότητα να μας θαμπώνεις με ένα δάκρυ που δεν στάζει
τα μάτια.
Ευχαριστώ που γράφεις και σε διαβάζω.
@FLORA GIA
ΔιαγραφήΜε συγκινείς Φλώρα. Αυτή η συγκίνηση που μου μεταδίδεις έχει μέσα της σπόρο για να με ωθεί να προσπαθώ να γίνομαι όσο γίνεται, με όσες δυνατότητες έχω καλύτερος. Βρες μου τώρα εσύ τα λόγια που είναι ικανά να σε ευχαριστήσουν γιατί εγώ δεν τα έχω. Καλό βράδυ να έχεις Φλώρα.
Τόσο σκληροί... τόσο αδιάφοροι... τόσο εγωκεντρικοί...τόσο άκαρδοι που οι περισσότεροι προσπερνάμε κοιτάζοντας αλλού... τι να πω Χριστόφορε, να σκοτώσουν τη μόνη, Αληθινή ζεστασιά που μας δίνεται πάντα χωρίς υστεροβουλία και αυτή είναι η ζεστασιά ενός σκύλου και μάλιστα αδέσποτου, όσοι έχουν σκύλο θα καταλάβουν...
ΑπάντησηΔιαγραφήΌση σάλτα και να βάλουμε στην αφήγηση μας, η ουσία είναι εκεί! ;-)
@Άιναφετς
ΔιαγραφήΑκριβώς Παραμυθομάνα μου! Ακριβώς εκεί είναι η ουσία. Σε αντιλαμβάνομαι δε απόλυτα καθώς κι εγώ από πάντα σκύλο είχα δίπλα μου. Και θα γράψω για έναν από αυτούς. Πολύ με χαροποιεί που σε βλέπω εδώ γιατί ίσως κάποτε ζητήσω τα φώτα σου που ελπίζω να μου δώσεις. Καλό σου βράδυ με ΧΦιλιά ( αυτο λέγεται πλαστογραφία αλλά δεν πειράζει, δεν θα με μηνύσεις ε;)
Γιατί νομίζω πως ο "σκύλος" ήταν ένας αδέσποτος άγγελος;
ΑπάντησηΔιαγραφήΠου θυσιάστηκε για να κρατήσει ζεστό και ζωντανό τον προστατευόμενο του...
Ανθρώπινη και τρυφερή ιστορία, με ουσία και πολλαπλά νοήματα!
Ένα μικρό εισιτήριο για μια βόλτα στην άγνωστη διάστασή σου... Ευχαριστούμε!
@Maria Kanellaki
ΔιαγραφήΜα τι όμορφα, τι υπέροχα λόγια είναι αυτά! Αλήθεια σου λέω Μαρία με συνεπήραν. Αν η ιστορία αυτή δεν είχε μεγάλο της μέρος βασιστεί σε αληθινό γεγονός θα μου άρεσε να είχε αυτή την εξέλιξη έτσι ακριβώς όπως την γράφεις. Εγώ ευχαριστώ για την υπέροχη αυτή κατάθεση!!!! :)
Η ευαισθησία και η τρυφερότητα που σε διακρίνει αγαπητέ Χριστόφορε είναι κι εδώ εμφανέστατη!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤυχεροί όσοι είναι δίπλα σου κι εμείς που σ' έχουμε γνωρίσει!
Καλό σου βράδυ!
@Mary
ΔιαγραφήΤυχερός και μάλιστα του πρώτου αριθμού του λαχείου, είμαι εγώ που τόση τιμή μου κάνουν άνθρωποι και φίλοι σαν εσένα. Όσο μοιράζομαι αυτά που γεννιούνται μέσα μου είτε από αναμνήσεις είτε από την τρέχουσα πραγματικότητα ή ακόμη γεννήματα της φαντασίας μου νιώθω ζωντανός και ακμαίος. Τα λόγια σας είναι τονωτικά σαν "βασιλικός πολτός' για μένα Μαίρη μου. Καλό σου βράδυ κι εσένα..... ένα 24ωρο μετά και ευχαριστώ πολύ.
Τι όμορφα που πλέκεις τις ιστορίες και τα βιώματά σου
ΑπάντησηΔιαγραφήμε τρόπο που μας αφήνεις πάντα άφωνους και προβληματισμένους!
Υγρά και ζεστά αρωματισμένα με πολύ αγάπη !!
@zoyzoy
ΔιαγραφήΠόσο χαίρομαι zoyzoy μου για την παρουσία σου. Γιατί όσο και να μη το αντιλαμβάνεσαι εγώ εδώ στην ΑΓΝΩΣΤΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ σας νιώθω τις φίλες και του φίλους μου ειδικά σε αν αναδύουν υγρή, ζεστή αρωματική αγάπη για τον φίλο τους. Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Μα τί όμορφο εκείνο το αρχοντικό που είχα δει τις προάλλες!