Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Η ΑΝΗΦΟΡΑ Νο 1

    Τα δυο φιλικά ζευγάρια μπήκαν με κέφι στο εστιατόριο. Η Μαριάνθη η γυναίκα του Κώστα, ήταν ξεκαρδισμένη στα γέλια από κάποιο αστείο του Αντρέα και κρατώντας αγκαζέ την Λιάνα, την καινούργια φιλενάδα του τελευταίου, ακολούθησε τον πανύψηλο μαιτρ που τους οδήγησε σε τραπέζι δίπλα στην τζαμαρία με την υπέροχη θέα.  
    Δεν είναι φρόνιμο να αναφέρω ούτε το όνομα του εστιατορίου, αλλά ούτε και την περιοχή στην οποία βρίσκεται.  Θα υπάρξει πάντα κάποιος τολμηρός για να μην τον χαρακτηρίσω αλλιώς, που θα κάνει την αποκοτιά να πάει.
Ας συνεχίσω όμως την  ιστορία.  
    Παράγγειλαν τα ποτά τους μέχρι να τους φέρουν τον κατάλογο για το μενού. Ο Κώστας πήρε μια μπύρα παρόλο που ήξερε πως σε λίγο ένα ποτήρι από το ξανθωπό  υγρό με  θα τον οδηγούσε με επιτακτικότητα στην τουαλέτα. Αυτό με την μπύρα από φοιτητής το είχε, δεν είχε σχέση με τον προστάτη όπως επέμενε η Μαριάνθη. Προστάτης και αηδίες!  Από τα σαράντα πέντε του; 
Για αυτόν ένα ποτήρι μπύρα ήταν το μονοπάτι που οδηγούσε στην τουαλέτα ή  πίσω από κάποιο θάμνο αν βρισκόταν στην ύπαιθρο. Κάποια αντίδραση του οργανισμού του θα ήταν μάλλον,
    Η Μαριάνθη η γυναίκα του συνήθως έπαιρνε ένα ποτήρι λευκό κρασί ή καμιά φορά αν ήταν στα κέφια της ζητούσε ρακή ή τσίπουρο. Τώρα παράγγειλε το κρασάκι της. 
    Ο Αντρέας δεν έπινε παρά μόνο χυμούς. Είχε κόψει το αλκοόλ εδώ και πολλά χρόνια. Η Λιάνα η καινούργια του Αντρέα και η πιο νέα από όλους πήρε ένα σκάτς  ον δη ροκς δίνοντας την παραγγελία με  Αγγλοσαξονική προφορά κινηματογραφικού στυλ.
    Ο Κώστας δεν ήταν πια νεαρούλης τα είχε πατήσει τα σαράντα πέντε.  Κρατιόταν όμως καλά χάρις στο περπάτημα και την προσεγμένη του διατροφή. Το κατάμαυρο και πυκνό μαλλί του ήταν το καμάρι του και το πρόσεχε πολύ.   Τελευταία είχε αφήσει και ένα γκρίζο μούσάκι που όλοι έλεγαν ότι του προσέδιδε κύρος. Έκανε να βγάλει το καφετί  μπουφάν του, αλλά το μετάνιωσε γιατί έκανε μια ψύχρα εκεί μέσα.
     Πίνοντας τα ποτά τους, στην σχεδόν άδεια ακόμη αίθουσα του ρεστοράν, άρχισαν να μιλούν για την πολιτική. Η Λιάνα τα βαριόταν αυτά αλλά τι να κανε, καθόταν εκεί και τους άκουγε. Ο Αντρέας πλησίαζε τα πενήντα και καμάρωνε για την καινούργια του γκόμενα που ούτε τα τριάντα πέντε δεν είχε πατήσει ακόμη.  
     Την στιγμή που ο σερβιτόρος ήρθε να πάρει τις πρώτες τους παραγγελίες για το φαγητό, ο Κώστας ένιωσε την γνωστή εκείνη ανάγκη μετά την μπύρα, να πάει στην τουαλέτα. Ρώτησε τον σερβιτόρο.
    «Η τουαλέτα παρακαλώ;»
Ο σερβιτόρος τον κοίταξε με ένα παράξενο βλέμμα και δεν του απάντησε αμέσως. Έμοιαζε έκπληκτος λες και τον είχε ρωτήσει που είναι τα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ.
    «Η τουαλέτα κύριε που είναι;» ξαναρώτησε ο Κώστας απορημένος από το ύφος του νεαρού.
Ο άλλος εξακολουθούσε να τον κοιτάζει σαν χαζός. Κρατούσε το μπλοκάκι των παραγγελιών με τον στυλό σφιχτά σαν να  μην του πέσουν και είχε καρφώσει το βλέμμα του στον Κώστα. Κάποια στιγμή σαν να ξύπνησε από λήθαργο είπε:
     «Των ανδρών θέλετε ή των γυναικών κύριε;»
     «Μα τι ερώτηση είναι αυτή! Εγώ σας ρώτησα για τουαλέτα. Σας φαίνομαι για κυρία με τέτοιο μούσι;» Οι άλλοι γέλασαν αλλά όχι ο σερβιτόρος.
    «Μισό λεπτό κύριε, να φωνάξω τον μαιτρ.» είπε κι έφυγε βιαστικός. 
Η παρέα στο τραπέζι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους παραξενεμένοι. 
    «Μπορεί να είναι ξένος και να μην κατάλαβε. »Είπε ο  Αντρέας 
    «Μα τι λες μωρέ Αντρέα η λέξη τουαλέτα σε όποια χώρα της Ευρώπης τουλάχιστον  είναι γνωστή. » είπε η Λιάνα
Εκείνη την στιγμή ήρθε και ο ψηλός μαιτρ. 
    «Ο σερβιτόρος μου είπε ότι ένας κύριος θέλει να χρησιμοποιήσει την τουαλέτα μας. Σωστά; » είπε με ένα ευγενικό χαμόγελο. 
     «Μα για όνομα του Θεού» είπε ο Κώστας υψώνοντας την φωνή του «κύριε μου δεν ζήτησα κάτι το παράλογο. Την τουαλέτα ζήτησα από το γκαρσόνι να μου πει που είναι!»
    «Χμμμ! εμμ!» έκανε ο μαιτρ «Η ανδρική τουαλέτα είναι κλειστή γιατί γίνονται κάτι  εργασίες. Αλλάζουμε τους σωλήνες .....εμμ! Καταλάβατε;» είπε ο μαιτρ με εμφανή δυσκολία.
    «Ωραίααα!» είπε ο Κώστας «Ναι αλλά εγώ πρέπει να χρησιμοποιήσω την τουαλέτα. Που να πάω. Να τρέξω  έξω να κατουρήσω, συγγνώμην κιόλας!»
     Ο άλλος χαμογέλασε δειλά. «Ε όχι κι έξω. Να! Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τις γυναικείες τουαλέτες. Τώρα δεν νομίζω ότι είναι κανείς εκεί.»
    «Ωραία! Δείξτε μου είναι λοιπόν  που είναι γιατί δεν αντεχ.....» είπε ο Κώστας.
    «Ελάτε μαζί μου.»  Είπε ο μαιτρ αλλά ο Κώστας διέκρινε δισταγμό ή και δυσφορία στον τρόπο που μίλησε.
Προχώρησαν μαζί μέχρι την αρχή μιας σκάλας που οδηγούσε στο υπόγειο. Ο μαιτρ του είπε:
    «Μόλις κατεβείτε, στο αριστερό σας χέρι είναι οι γυναικείες τουαλέτες. Σας παρακαλώ όμως θερμά μην κάνετε το λάθος να πάτε στις ανδρικές. Έτσι; Γιατί σας το λέω! Θα είναι λάθος!»
Ο Κώστας κατέβηκε τα σκαλοπάτια και βρέθηκε σε έναν υπόγειο μισοσκότεινο χώρο. 
Αριστερά του πράγματι είδε μια πόρτα που στο πάνω της μέρος  έφεγγε ένα σήμα με κιτρινωπό φως που παρίστανε μια μικρή λευκή χαριτωμένη γατούλα. «Πρωτότυπο!» Σκέφτηκε.  
    Κάτι όμως τον έσπρωξε να δει τι σήμα είχαν οι υπό επιδιόρθωση αντρικές τουαλέτες. Έκανε δυο βήματα στο μισοσκόταδο είδε το σήμα πάνω από την πόρτα αλλά ήταν σβηστό. Έβγαλε το κινητό του το άναψε και είδε ότι οι αντρικές τουαλέτες είχαν για σήμα  ένα μεγαλόπρεπο αρσενικό λιοντάρι με μια ωραία πλούσια χαίτη. Πραγματικά....αρσενική τουαλέτα. Ωραία ιδέα πάντως!  Δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος  όμως από μέσα. «Μα τι είδους εργασίες κάνουν στα σκοτεινά;»  μονολόγησε ο Κώστας. 
    Έκανε να πάει προς τις γυναικείες για να ικανοποιήσει την πολύ επιτακτική ανάγκη του αλλά, λες και το λιοντάρι με την αρρενωπή του χαίτη τον καλούσε να πάει στα δικά του λημέρια. 
   Δεν έχασε άλλο χρόνο και γυρίζοντας το πόμολο άνοιξε λίγο την πόρτα και κοίταξε μέσα. Από κάποιον φεγγίτη ψηλά έμπαινε θαμπό το φως της μέρας. Είδε δυο νιπτήρες, δίπλα - δίπλα και απέναντι δυο πόρτες. Η πίεση στην κύστη του τώρα είχε γίνει αφόρητη.  Με ένα σάλτο μπαίνει, ανοίγει την μια από τις δυο πόρτες που ήταν  μπροστά του και χώνεται μέσα.
    Η μύτη του έπιασε μια μυρωδιά απορρυπαντικού που έδινε στον μισοσκότεινο χώρο ατμόσφαιρα καθαριότητας.  Κατέβασε με βιάση το φερμουάρ, του παντελονιού του και ετοιμάστηκε να βγάλει και ...τότε άκουσε το βουητό. 
    Στην αρχή δεν κατάλαβε αν το βουητό ήταν μέσα στο κεφάλι του ή ερχόταν απ΄έξω, όταν όμως ένιωσε μια δόνηση που ακολούθησε το βουητό, ανησύχησε κάπως. «Κανένας μικροσεισμός!» σκέφτηκε. Η κύστη του που για μια στιγμή είχε ξεχάσει πως έπρεπε επειγόντως να αδειάσει, τώρα το ξαναθυμήθηκε. Με το δεξί του χέρι παραμέρισε τα ανοίγματα του σλιπ του για να ...όταν ένας φοβερός θόρυβος συντάραξε τον χώρο. Τα πάντα γύρω του κουνιόνταν με τέτοιο ρυθμό που έμοιαζαν να αλλάζουν θέση. 
     «Σεισμός! Σεισμός!» Φώναξε τώρα, βλέποντας ταυτόχρονα την λεκάνη της τουαλέτας μπροστά του να εξαφανίζεται. Οι τοίχοι δεξιά κι αριστερά του χάθηκαν λες και ήταν φτιαγμένοι από αέρα. Πανικόβλητος γύρισε προς τα πίσω για να βγει από κει μέσα αλλά το έδαφος κουνιόταν με τόση ένταση που παραπατούσε. «Είμαι και στο υπόγειο!» Σκέφτηκε. Με ανακούφιση σχεδόν είδε ότι τουλάχιστον η  πόρτα πίσω του ήταν στην θέση της μέσα σε αυτόν τον χαλασμό. Δεν ακουμπούσε όμως πουθενά!
Στεκόταν εκεί όρθια από μόνη της. 
Το βουητό που συνόδευε τους κραδασμούς του εδάφους τον   ξεκούφαινε. 
Έσπρωξε πανικόβλητος την πόρτα και αυτή άνοιξε κανονικά. Έκανε ένα βήμα για να βγει στον χώρο με τους νεροχύτες και ....έκλεισε τα μάτια του από το φως που τον τύφλωσε. Έβαλε μάλιστα την παλάμη του αριστερού του χεριού για τα να τα προστατέψει από την εκτυφλωτική λάμψη. Το άλλο του χέρι είχε μείνει ακόμη εκεί στο ανοιχτό φερμουάρ του παντελονιού του.  
    Οι κραδασμοί κάτω από τα πόδια του είχαν σταματήσει όπως και το βουητό. Δειλά- δειλά απομάκρυνε το χέρι του από τα μάτια και τα άνοιξε διστακτικά. Η έκπληξη που ένιωσε όμως τα έκανε να γουρλώσουν. «Μα τι στο διάβολο!» Αναφώνησε αντικρίζοντας   μπροστά του να ξεκινά μια τεράστια, απότομη, πανύψηλη ανηφόρα σε χωμάτινο δρόμο. 
    Δεν πρόλαβε να χωνέψει αυτό που έβλεπε όταν άκουσε ομιλίες δίπλα του. Γύρισε δεξιά του και είδε καμιά δεκαριά γέρους να τον κοιτούν παράξενα. 
    Ένας από αυτούς που φορούσε ένα μπλε ξεφτισμένο μακρύ πουκάμισο, παντελόνι  πολύ φθαρμένο στα γόνατα και βρώμικο, τον πλησίασε. Έφτασε τόσο κοντά του που ο Κώστας μύρισε την αψιά μυρωδιά του ιδρώτα του. Είχε κατάλευκα μακριά μαλλιά και γένια που  θύμιζαν μπλεγμένες ρίζες δέντρου.  
Κοιτάζοντας στον μάτια ρώτησε με μια απροσδόκητα καθαρή νεανική φωνή: 
    «Ήρθες από την τουαλέτα;»
Ο Κώστας στην αρχή δεν κατάλαβε. 
    «Πως είπατε;» ρώτησε. Κάποιος όμως τραβώντας τον από το μανίκι του μπουφάν του, τον γύρισε από την άλλη μεριά.
    «Σε ρώτησε νεαρέ, αν ήρθες απ την τουαλέτα! Κατάλαβες;»
Ο τύπος ήταν ένας χοντρός γέρος με φουσκωτά μάγουλά, που μασουλούσε ένα κλαδάκι. 
    «Εμμ, ννναι, στην τουαλέτα ήμουν όταν....» απάντησε
    «Άρα νεαρούλη απ την τουαλέτα ήρθες!» είπε ο χοντρός γέρος. 
Μουρμουρητά και γελάκια συνόδεψαν την φράση του χοντρόγερου. 
    «Κοίτα νεαρέ!» είπε ο πρώτος γέρος, «πάει καιρός να μας έρθει κάποιος καινούργιος από την τουαλέτα.»
    «Τι εννοείτε κανινούργιος;» ρώτησε ο Κώστα. Τον παραξένευε αυτό το «νεαρέ  μου και νεαρούλη». 
     «Πως σε λένε; Ρώτησε ο γέρος.
     «Κώστα» 
    «Πόσο χρονών είσαι Κώστα;» ρώτησε ο γέρος με τα μπλεγμένα γένια
    «Σαράντα πέντε» είπε ο Κώστας  και οι γέροι γύρω του ξέσπασαν  σε γέλια! 
    «Μα....μα....γιατί γελάτε;» ρώτησε χαμογελώντας αμήχανα ο Κώστας. 
Ένας άλλος γέρος που στεκόταν σκυφτός και που με δυσκολία  μπορούσε  να σηκώνει το κεφάλι του τον πλησίασε, σήκωσε το χέρι του και του έδειξε μια μισογκρεμισμένη καλύβα που βρισκόταν μερικά μέτρα πιο πέρα. 
    «Πήγαινε σε κείνο το αχούρι και θα καταλάβεις γιατί γελάνε!»
Ο Κώστας κοίταξε παραξενεμένος την ερειπωμένη παράγκα και ρώτησε:
    «Μα τι είναι εκεί; Γιατί να πάω;»
Τότε ο χοντρός γέρος ήλθε δίπλα του και του είπε με περιπαιχτικό ύφος: 
    «Εκεί; Α! Εκεί είναι η πιτσαρία μας! χα χα χα» Γέλασε και μαζί του γέλασαν και οι άλλοι γέροι τριγύρω «Θα καταλάβεις! »πρόσθεσε.
    Του κάνανε χώρο να περάσει. Ο Κώστας με πολύ διστακτικά βήματα προχώρησε προς την....πιτσαρία. Οι άλλοι δεν τον ακολούθησαν  Μόλις έφτασε σε κάτι σαπισμένα ξύλινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην είσοδο, στάθηκε, γύρισε  και κοίταξε τους γέροντες που τον παρακολουθούσαν αμίλητοι, και έκανε το πρώτο βήμα. 
    Το σάπιο ξύλο έβγαλε ένα ήχο σαν βογκητό μόλις ο Κώστας πάτησε πάνω του. Απέφυγε να πατήσει στα δυο  σκαλοπάτια που απόμεναν και ανοίγοντας τον διασκελισμό του πάτησε στο δάπεδο της βεράντας που κι αυτό διαμαρτυρήθηκε κάπως από το βάρος του Κώστα. Στεκόταν μπροστά σε μια ανοιχτή διπλή ξύλινη πόρτα. Μια μυρωδιά μούχλας ερχόταν από το εσωτερικό. 
    Πήρε όμως την απόφαση να ξεμπερδεύει με τούτη την ιστορία και μπήκε στον χώρο μέσα. Κοίταξε γύρω του. Δεν υπήρχε κανένα απολύτως έπιπλο εκτός από έναν πάγκο στο βάθος με έναν ραγισμένο καθρέφτη από πίσω του. Γύρω του στο δάπεδο ήταν, αραδιασμένοι με κάποια τάξη- θα λεγε κανείς-  σκουριασμένοι μεταλλικοί δίσκοι σερβιρίσματος. Προχώρησε προς τον πάγκο που κάποτε θα πρέπει να είχε κάποια απόχρωση του κόκκινου, και στάθηκε μπροστά του. Η μυρουδιά της μούχλας εδώ αναμιγνυόταν με κάτι που θύμιζε καμένο λάδι. Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τον θολωμένο από τα χρόνια καθρέφτη και ... έβαλε τις φωνές φέρνοντας τα χέρια του στο κεφάλι του. 
    Αυτός εκεί στον παλιό καθρέφτη δεν ήταν ο Κώστας που μόλις πριν από λίγη ώρα κατέβηκε να αδειάσει την κύστη του στην τουαλέτα του εστιατορίου. Αυτός ήταν ένας γέρος άνδρας με ελάχιστες λευκές τρίχες που κάλυπταν  το κρανίο του και μπόλικες ρυτίδες που αυλάκωναν το χλωμό του δέρμα. Τα μάτια του είχαν σακούλες ζαρωμένες από κάτω. Το γκρίζο του γενάκι τώρα ήταν κατάλευκο .
    «Μα πως έγινα έτσι;» αναφώνησε αλλά δεν αναγνώρισε ούτε την ίδια του την φωνή
    «Η Ρίχτερ φταίει!» άκουσε  μια φωνή να λέει από πίσω του.
Γύρισε απότομα και συγκράτησε μια φωνή πόνου καθώς με την κίνηση αυτή μια σουβλιά διαπέρασε τα γόνατά του. Ένας ιερέας στεκόταν μπροστά του. Έμοιαζε να είναι τουλάχιστον ενενήντα χρονών. Φορούσε μαύρα ράσα και ήταν αδύνατος σαν καλαμιά  έδειχνε όμως κάπως περιποιημένος. 
    «Η Ρίχτερ φταίει!» ξανάπε
    «Μα ποια είναι αυτή η Ρίχτερ;»ρώτησε ο Κώστας με την απαίσια καινούργια του φωνή.
    «Ρίχτερ λέμε εδώ εκείνη την τουαλέτα που μας έστειλε εδώ. Θυμάσαι τον σεισμό;»
    «Μάλιστα. Τον θυμάμαι,» είπε ο Κώστας. 
    «Ε! Αυτός ο σεισμός εκεί μέσα στην τουαλέτα φταίει για όλα!» είπε ο παπάς.
    «Μα πως βρέθηκα εδώ; Τι είναι εδώ;» 
    «Κανείς μας δεν ξέρει πως βρέθηκε εδώ. Κανείς μας δεν ξέρει τι είναι εδώ. Το μόνο που όλοι ξέρουμε είναι ότι όλοι μας ήρθαμε από την τουαλέτα ανδρών εκείνου του εστιατορίου μετά από σεισμό. Τίποτα άλλο!»
Ο Κώστας έκανε δυο βήματα πλησιάζοντας τον ιερέα. Πόσο δύσκολα κινούνταν τα πόδια του. 
    «Πάτερ, τι κάνουμε εδώ;» ρώτησε
    «Μη με φωνάζεις "πάτερ" αφού εδώ που ήμαστε δεν ξέρω καν τι είμαι. Φώναζε  με Πέτρο. Εσύ είσαι Κώστας δεν είναι;  Έλα μαζί μου.»
     Ο παπάς ή μάλλον ο Πέτρος προχώρησε μπροστά με προσοχή να μη πατήσει τους δίσκους σερβιρίσματος που ήταν χάμω.
    «Αυτοί οι δίσκοι γιατί είναι στο πάτωμα;» ρώτησε ο Κώστας
    «Οι δίσκοι! Ααα! Αυτό είναι ένα άλλο μυστήριο! Εδώ κάποιος οι κάποιοι μας αφήνουν φαγητό. Γι αυτό το λέμε πιτσαρία! χα χα χα» Το γέλιο του ήταν μεταδοτικό. Ο Κώστας γέλασε χωρίς να ξέρει γιατί. 
    Όταν φτάσανε στην βεράντα....της πιτσαρίας ο παπάς ή μάλλον ο Πέτρος σταμάτησε. 
    «Έλα εδώ δίπλα μου!» είπε
Ο Κώστας συμμορφώθηκε και στάθηκε δίπλα του. 
    «Την ανηφόρα εκεί την βλέπεις δεν είναι;»
    «Ήταν το πρώτο πράγμα που είδα όταν έφτασα εδώ.» απάντησε ο Κώστας. 
    «Και δεν φαντάζομαι να έχεις δει πιο απότομη και μακριά ανηφόρα στη ζωή σου ε;»
    «Δίκιο έχετε πατε...  Πέτρο. Δεν νομίζω να υπάρχει πουθενά. »
    «Ε! Λοιπόν φαίνεται ότι κάποιος από μας πρέπει να ανέβει και να φτάσει στην κορυφή της ανηφόρας. »
    «Για ποιο λόγο;»ρώτησε ο Κώστας
    «Δεν ξέρουμε. Νομίζουμε όμως ότι αν καταφέρει κάποιος από μας να ανέβει εκεί πάνω ίσως να μπορέσουμε επιστρέψουμε... εμμμ πίσω!»
    «Μα καλά! Το κατάφερε να το κάνει κανείς;»
    «Κανείς δεν μπόρεσε μέχρι τώρα. Προσπάθησα κι εγώ. Δυο φορές. Αλλά δεν τα κατάφερα. Το περίεργο είναι - έτσι μου φάνηκε εμένα δηλαδή- ότι όσο πλησιάζεις προς το τέλος της, την κορφή της, εκείνη μακραίνει κι άλλο!»
    «Πέτρο, πες μου σε παρακαλώ, που ήμαστε; Γιατί γινόμαστε όλοι γέροι; Που κοιμούνται όλοι αυτοί οι άνθρωποι τις νύχτες;»
    «Λοιπόν σου απαντώ: Που ήμαστε; Δεν ξέρω! Γιατί γέροι; Δεν ξέρω! Ξέρω όμως κάτι!» 
    «Πάλι καλά! »αναφώνησε με την βραχνή γεροντίστικη φωνή του ο Κώστας.
    «Ξέρω,» είπε ο Πέτρος «πως οι άνθρωποι εδώ δεν κοιμούνται τις νύχτες...γιατί δεν υπάρχουν νύχτες, Κώστα!»
Ο Κώστας ούτε καν θέλησε να ρωτήσει από που ερχόταν το φως αυτό της μέρας. 
    «Και Κώστα!» είπε ο Πέτρος, «Τώρα είναι η σειρά σου να ανέβεις την ανηφόρα!. Έτσι γίνεται. Πάντα ο καινούργιος κάνει την νέα απόπειρα!» 

Συνεχίζεται


               


    



    


   

        

6 σχόλια:

  1. Κάθε φορά που διαβάζω κάτι δικό σου Χριστοφόρε μου λέω... να αυτό αγγίζει το τέλειο διήγημα.... είναι το καλύτερο από όσα δημιουργήματά σου διάβασα και όμως....
    να που έρχεται πάντα το επόμενο καλύτερο να μου αλλάξει την γνώμη....
    Δεν θα σου γράψω τα συνηθισμένα .... πόσο καλό, πόσο εξυπνο, πόσο όμορφο.... θα σου πω σαν αναγνώστρια με όλη την σοβαρότητα που έχω απέναντι σε κάθε έργο που θα τραβήξει το ενδιαφέρον μου ότι αυτό το κομμάτι το ρούφηξα στην κυριολεξία και θα το ήθελα αμέσως όλο....
    Είσαι ένας χαρισματικός διηγηματογράφος , ένα πηγαίο ταλέντο που μπορεί να κάνει θαύματα.
    Ούτε ένα λάθος δεν βρίσκω να προσάψω στα κείμενά σου, ούτε μια κοιλιά, ούτε κάτι βαρετό που θα με έκανε να μην επιστρέψω ξανά στο κείμενο.

    Αναμένω την συνέχεια....
    Να είσαι καλά Χριστοφόρε μου
    και να έχεις μια όμορφη μέρα ....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. @Levina Vil
      Η χαρά που μου δίνει η παρουσία σου εδώ είναι έτσι κι αλλιώς πολύ σημαντικό γεγονός για μένα. Όταν δε συνοδεύεται από σχόλια σαν το παραπάνω το γεγονός αυτό εκτός από σημαντικό αποκτά και μια γιορτινή υπόσταση καθώς είναι στολίδια και δώρα ανεκτίμητα όσα μαζί σου φέρνεις. Λες ότι είμαι "χαρισματικός διηγηματογράφος" . Που είναι όμως το χάρισμα μου αυτό όταν δεν έχω τις λέξεις για να γράψω ένα ευχαριστήριο σχόλιο στα λόγια σου; Θα αρκεστώ σε μια ευχή για μια όμορφη νύχτα με γλυκά όνειρα Λεβίνα μου.

      Διαγραφή
  2. Καλημερα Χριστοφορε!
    Περασα εχθες απο το σπιτικο σου να διαβασω την ανηφορα αλλα επειδη δν ειχα ελευθερο χρονο και χρονο που να με αφησει να αφοσιωθω στο κειμενο, εφυγα και ηρθα σημερα ξανα!

    Διαβασα προσεκτικα την ιστορια σου και ομολογω πως με συνεπηρε και με εκανε να θελω να διαβασω αμεσα τη συνεχεια!

    Νομιζω πως καπου παει το μυαλο μου με την ανηφορα αλλα επειδη σχεδον ποτε δε πεφτω μεσα στις ιστοριες σου θα περιμενω τη συνεχεια για να να δω τι συνεβη.

    Να εισαι καλα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. @ΕΚΦΡΑΣΟΥ
    Kική μου καλημέρα. Χαίρομαι πολύ που σε βλέπω εδώ Είμαι κι εγώ περίεργος που θα το πάει η πλοκή γιατί πρέπει να σου ομολογήσω ότι αυτά μου τα κείμενα γράφονται σχεδόν με την δική τους θέληση. Και μάλιστα όποτε θέλουν εκείνα. Όταν θα με ....διατάξει η έμπνευση θα συνεχίσω και θα δω τι θα γίνει. Να σαι καλά πάντως κορίτσι μου και σε ευχαριστώ για όλα!

    Υ.Γ Θυμάμαι κάποτε που σε "συμβούλεψα" να είναι τα κείμενα σου πιο μικρά, όμως έγινα "δάσκαλος που δίδασκε και νόμο δεν κράτησε" με το μέγεθος τούτου του κειμένου. Καλά να πάθω!!! χα χα χα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Χριστόφορε παρασύρθηκα στην άγνωστη διάσταση της ιστορίας και των ηρώων σου. Όσο κι αν προσπαθώ, δεν μπορώ να το κατατάξω σε μια κατηγορία. Και γιατί να το κάνω εξάλλου; Έχει πλοκή, μυστήριο, χιούμορ και ανατροπές.
    Πες στα πνευματικά σου παιδιά, να βιαστούν για τη συνέχεια. Αναμένουμε με ενδιαφέρον...
    Καλό βράδυ να έχεις!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. @Maria Kanellaki
      Μαρία μου καλημέρα και καλό μήνα. Εδώ στην Άγνωστη Διάσταση, ούτε εγώ που ...λέω ότι την δημιούργησα ξέρω τι θα προκύψει. Χαίρομαι γι αυτά που λες ότι διαθέτει το κείμενο αυτό. Θα διαβιβάσω το αίτημα σου στα πνευματικά μου παιδιά αλλά υπάρχουν και τα αλλα - τα παιδιά του παιδιού μου (κόρης μου) που όταν βρισκόμαστε εδώ τα Σ/Κα (2 αγοράκια εκείνα κι ένας ...αγόραρος εγω) το γράψιμο πάει περίπατο καθώς το απαγορέυουν εκείνα που είναι και η εξουσία βλέπεις. Εγώ πάντως το αίτημα σου θα το διαβιβάσω δεόντως!. Σε ευχαριστώ Μαρία μου να είσαι πάντα καλά.

      Διαγραφή