Κάποτε σε έναν καταπράσινο λόφο, ζούσε μια μηλιά.
Στεκόταν εκεί στην κορφή του λόφου μοναχή της και καμάρωνε για την ομορφιά της. Με τα μακρόστενα μυτερά της φύλλα μπορούσε να ακούει όσους περνάγανε από δίπλα της και στέκονταν την άνοιξη που ήταν ανθισμένη να την καμαρώσουν, να λένε με θαυμασμό:
«Είναι η πιο όμορφη μηλιά που υπάρχει στον κόσμο!»
«Και που να την δεις το φθινόπωρο που γεμίζει κατακόκκινα μήλα τι υπέροχη που είναι.
Κάθε φορά που άκουγε τούτα τα όμορφα λόγια, μάζευε τους χυμούς που κυλούσαν μέσα στον κορμό και τα κλαδιά της και τους έβαζε να τραγουδούν ένα τραγούδι που μόνο εκείνη άκουγε. Έτσι έδειχνε την χαρά της. Ήταν τόσο περήφανη για την ομορφιά της που δεν άφηνε κανέναν να την πλησιάσει και να πειράξει ούτε ένα φυλλαράκι της γιατί φοβόταν μην την ασχημίσουν.
Δεν άφηνε ούτε το παραμικρό έντομο να ανέβει πάνω της. Μόλις αντιλαμβανόταν ότι κάποιο όπως οι κάμπιες, τα μυρμήγκια και άλλα πλησίαζε, διέταζε τις ρίζες της να ταρακουνήσουν το χώμα και να σηκώσουν τόση σκόνη που τα έντομα έφευγαν τρομαγμένα. Έτσι σιγά- σιγά αυτά που περπατούσαν ή σέρνονταν χάμω δεν τολμούσαν πια να πλησιάσουν την όμορφη μηλιά από τον φόβο τους. Της είχανε μάλιστα βγάλει και παρατσούκλι: Την φώναζαν Σεισμομηλιά γιατί έτσι όπως τράνταζε το έδαφος έμοιαζε σαν να γινότανε σεισμός.
Τα άλλα που πετούσαν, όπως οι πεταλούδες και οι μέλισσες αλλά και τα πουλιά, μόλις τολμούσαν να καθίσουν στα κλαδιά ή στα πέταλα ενός λουλουδιού της, εκείνη έβαζε όλη της την δύναμη και κούναγε τα κλαδιά της σαν να φυσούσε δυνατός άνεμος μέχρι να φύγουν από πάνω της τα σιχαμένα - όπως τα έλεγε από μέσα της - φτερωτά πλάσματα. Και αυτά σιγά- σιγά άρχισαν να την αποφεύγουν και την έλεγαν Τρελομηλιά γιατί έτσι όπως κουνούσε τα φύλλα της, έμοιαζε σαν να χόρευε ένα άγνωστο τρελό χορό.
Έτσι αυτή η χρονιά ήταν μάλλον η τελευταία που θα έκανε μήλα, αφού οι μέλισσες δεν έπαιρναν από αυτήν και δεν έφερναν γύρη από άλλες μηλιές για να γίνουν τα λουλούδια μήλα. Όταν γέμισε όμορφα κόκκινα λαχταριστά φρούτα καμάρωνε πια τόσο πολύ που νόμιζε πως είχε γίνει η βασίλισσα του λόφου.
Κανείς δεν τολμούσε να την πλησιάσει για να κόψει έστω και ένα από τα λαχταριστά της μήλα και να απολαύσει τον υπέροχο γλυκό χυμό τους, γιατί κάθε φορά που αντιλαμβανόταν κάποιον να την πλησιάζει κατάφερνε να σηκώνει από το χώμα γύρω της τόσο πολλή υγρασία και χανόταν σε μια πυκνή ομίχλη.
Κανείς λοιπόν δεν τολμούσε να την πλησιάσει εκτός από τον μικρό Λάμπη, που έμενε με την μαμά και τον μπαμπά του λίγο πιο πέρα. Ο Λάμπης ήταν οχτώ χρονών φέτος.
Ο Λάμπης λοιπόν μόλις βγαίναν τα καινούργια μήλα, πήγαινε κάτω από την μηλιά και περίμενε εκείνη να αρχίσει να ταρακουνάει το χώμα για να τον τρομάξει και να φύγει. Εκείνος όμως όχι μόνο δεν φοβόταν αλλά αντίθετα του άρεσε τόσο πολύ αυτό το πάνω- κάτω, που έμενε από εκεί μέχρι να κουραστεί η μηλιά. Ύστερα σκαρφάλωνε σαν σκίουρος στο πιο κοντινό κλαδί και έκοβε ένα μήλο. Η μηλιά ανατρίχιαζε από το κακό της και έβγαζε στον κορμό της κάτι σαν σπυριά. Ο Λάμπης γελούσε και απολάμβανε το μήλο που μασουλούσε.
Μια μέρα που ο Λάμπης ήταν και πάλι πάνω στο δέντρο και είχε φέρει κοντά στο στόμα του το πρώτο μήλο που είχε κόψει έτοιμος να το δαγκώσει, εκείνο, έκανε μια ξαφνική κίνηση και με έναν πήδο ξέφυγε από το χέρι του Λάμπη και έπεσε κάτω στο χώμα. Ο Λάμπης ξαφνιασμένος το κοίταζε ώσπου αποφάσισε να κατέβει και να το πιάσει.
Όταν κατέβηκε, έσκυψε να πάρει το μήλο αλλά εκείνο λες και ήταν μπάλα έκανε έναν πήδο και βρέθηκε πιο κει στην κατηφόρα. Ο Λάμπης έτρεξε να το αρπάξει, αλλά εκείνο, άρχισε να κατηφορίζει τον λόφο τσουλώντας με ταχύτητα. Έτσι μπροστά το κόκκινο μήλο, πίσω ο Λάμπης τρέχανε στον πράσινο λόφο. Η μηλιά που τους έβλεπε από μακριά αγωνιούσε για το θα γινοτανε το μηλαράκι της, το παιδάκι της.
Κάποια στιγμή το μήλο σταμάτησε. Όχι γιατί κουράστηκε αλλά γιατί βρέθηκε μπροστά σε ένα ρυάκι που το νερό του ήταν ορμητικό.
Ο Λάμπης λαχανιασμένος το πλησίασε με προσοχή. Το μήλο δεν κουνήθηκε. Φαινόταν σαν να κοίταζε το ρυάκι. Ο Λάμπης έσκυψε. Το έπιασε και σηκώθηκε. Το κοίταξε. Τώρα δεν είχε καμιά όρεξη να το δαγκώσει γιατί του φάνηκε πως το μήλο ήθελε να γίνουν φίλοι.
Το κράτησε στην χούφτα του και πατώντας πάνω σε κάτι πλατιές κοτρόνες που ήταν μέσα στο ρυάκι, βρέθηκε στην άλλη πλευρά. Ξανακοίταξε το όμορφο κατακόκκινο μήλο και προχώρησε προς το σπίτι του.
Όταν έφτασε εκεί η μαμά του που τον είδε του φώναξε:
«Τι ωραίο μηλαράκι είναι αυτό που κρατάς; Θα μου δώσεις λίγο κι εμένα;»
«Όχι μαμά. Αυτό το μήλο δεν θα το φάμε. Θα το φυλάξουμε!» είπε ο Λάμπης
«Μα θα χαλάσει.» του είπε η μαμά του.
«Όχι δεν θα χαλάσει!» είπε με σιγουριά ο Λάμπης.
«Καλά, καλά, » είπε η μαμά του «πήγαινε να πλύνεις τα χέρια σου γιατί σε λίγο θα έρθει ο μπαμπάς και θα βάλω να φάμε.
«Εντάξει.» είπε εκείνος
Πήγε στο δωμάτιο του. Πήρε μια μπλούζα του από το συρτάρι την έκανε κουβάρι και έβαλε το μήλο να κάτσει εκεί πάνω εκεί στα μαλακά.
Εκείνη την στιγμή άκουσε και την φωνή του μπαμπά του. Πήγε έπλυνε τα χέρια του και πήγε να φάει με τους γονείς του.
«Που είναι το μήλο;» ρώτησε η μητέρα του.
«Ποιο μήλο;» είπε ο μπαμπάς του.
«Έφερα ένα μήλο από την μηλιά στον λόφο.» είπε ο Λάμπης
«Και που είναι;» ρώτησε ο πατέρας του
«Στο δωμάτιό μου.» απάντησε ο Λάμπης
«Θα το φας αργότερα;» είπε η μαμά του
«Όχι δεν θα το φάω. Δεν θα το φάω ποτέ!» είπε ο Λάμπης με πείσμα
«Μα σε λίγες μέρες θα χαλάσει και θα το πετάξεις. Να το φας τώρα που είναι φρέσκο.» είπε ο μπαμπάς του.
Ο Λάμπης δεν απάντησε. Τέλειωσε αμίλητος το φαγητό και πήγε στο δωμάτιό του. Εκεί πάνω στο κουβάρι που είχε κάνει το μπλουζάκι του καθότανε καμαρωτό - καμαρωτό το κατακόκκινο λαχταριστό μήλο.
Είχε πια νυχτώσει. Ο Λάμπης και οι γονείς του έπεσαν να κοιμηθούν.
Το μήλο είχε αρχίσει να ζεσταίνεται τόσες ώρες πάνω στο μάλλινο μπλουζάκι του Λάμπη και το φλούδι του είχε αρχίσει να τον τρώει. Μα πως να ξυστεί. Δεν μπορούσε και να αλλάξει θέση. Και τι δεν θα έδινε να μπορούσε να φύγει από κει.
Το πρωί όταν όλοι ξύπνησαν ο Λάμπης το πρώτο πράγμα που έκανε ήτανε όταν σηκώθηκε ήταν να δει πως πάει το μήλο του. Του φάνηκε λίγο θολό το χρώμα του αλλά δεν έδωσε σημασία γιατί ήταν πρωί ακόμη.
Αργότερα, βγήκε έξω να παίξει με το ποδήλατό του. Η μαμά του αφού έφυγε ο μπαμπάς για την δουλειά του άρχισε να καθαρίζει το σπίτι.
Κάποια στιγμή, ο Λάμπης μπήκε στο σπίτι, πήγε στο δωμάτιο του για να δει πως πάει το μηλαράκι του.
Όμως ο τρόμος που πήρε ήταν μεγάλος.
Μέσα στο δωμάτιο είχε μπει ένα μαύρο πουλί με μακρυά ουρά και τσιμπούσε με το ράμφος του το όμορφο φλούδι του μήλου, που είχε όμως λιγάκι θαμπώσει από χθες. Ο Λάμπης έβαλε τις φωνές και έτρεξε προς το πουλί. Εκείνο μόλις τον είδε έχωσε το ράμφος του πιο βαθιά στο μήλο και αρπάζοντάς το έφυγε από το παράθυρο.
Πολύ στενοχωρήθηκε ο Λάμπης. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Το μήλο του έκανε φτερά!
Η μαμά του που τον έβλεπε έτσι αμίλητο προσπαθούσε να τον κάνει να γελάσει λέγοντας του αστεία αλλά εκείνος ούτε που την άκουγε.
Πέρασαν αρκετές μέρες.
Ένα πρωί που ο ήλιος έλαμπε έξω ο Λάμπης άνοιξε το παράθυρό του για να μπει φρέσκος αέρας στο δωμάτιο. Τότε είδε ξαφνικά το μαύρο πουλί που είχε κλέψει το μήλο να στέκεται σε ένα σημείο του κήπου έξω και να τον κοιτάζει κατάματα.
Ο Λάμπης βγήκε τρέχοντας από την πόρτα της κουζίνας και βρέθηκε στην αυλή. Το μαύρο πουλί ήταν ακόμη εκεί. Τον κοίταζε. Ο Λάμπης με αργά βήματα το πλησίασε. Εκείνο ούτε που κουνιόταν. Μόλις έφτασε μισό βήμα μπροστά του εκείνο έσκυψε το κεφάλι και κοίταξε στο χώμα. Ο Λάμπης ακολούθησε το βλέμμα του και είδε κάτι πράσινο σαν στενόμακρο φύλλο με μυτερή άκρη να εξέχει λίγο από το χώμα.
«Μαμά, μαμά! Έλα να δεις φώναξε!»
Η μητέρα του ξαφνιασμένη από την ένταση της φωνής του ήρθε σχεδόν τρέχοντας. Το μαύρο πουλί βλέποντας την, άνοιξε τα φτερά του και έφυγε.
«Τι είναι Λάμπη; Τι είναι;» ρώτησε εκείνη ανήσυχη.
«Κοίτα μαμά!» είπε και της έδειξε το μικρούλικο φυτό που φύτρωνε στο χώμα. Η μαμά του έσκυψε να δει καλύτερα.
«Ω! Λάμπη μου! Εδώ γεννιέται μια μηλιά!» Είπε και τον αγκάλιασε. «Είναι η δική σου μηλιά από τους σπόρους του μήλου σου που έφαγε το πουλί.»
Το μεσημέρι που ήρθε ο μπαμπάς, καθίσανε μαζί με τον Λάμπη και φτιάξανε ένα πλέγμα από σύρμα γύρω από το μωρό μηλιά. Αυτό σιγά- σιγά μεγάλωσε κι έγινε μια πανέμορφη μηλιά σαν την μάνα της χωρίς όμως τις ιδιοτροπίες της.
Στο μεταξύ ο άνεμος που ξέρει την γλώσσα όλων των δέντρων, έτρεξε με χαρά και παίζοντας με τα φύλα της ιδιότροπης μηλιάς πάνω στον λόφο, της είπε ότι απόκτησε μια πανέμορφη κόρη που ζούσε ευτυχισμένη στον κήπο του Λάμπη.
Ήταν τόσο μεγάλη η χαρά της, που άλλαξε αμέσως χαρακτήρα. Δενκαι ήταν πια η παράξενη και στριμμένη μηλιά από κείνη τη μέρα.
Τώρα άφηνε όλα τα έντομα και τα πουλάκια να έρχονται να την επισκέπτονται και από Τρελομηλιά ή Σεισμομηλιά που την έλεγαν παλιά, τώρα όλοι την καμάρωναν και την φώναζαν Γλυκομηλιά.
Στεκόταν εκεί στην κορφή του λόφου μοναχή της και καμάρωνε για την ομορφιά της. Με τα μακρόστενα μυτερά της φύλλα μπορούσε να ακούει όσους περνάγανε από δίπλα της και στέκονταν την άνοιξη που ήταν ανθισμένη να την καμαρώσουν, να λένε με θαυμασμό:
«Είναι η πιο όμορφη μηλιά που υπάρχει στον κόσμο!»
«Και που να την δεις το φθινόπωρο που γεμίζει κατακόκκινα μήλα τι υπέροχη που είναι.
Κάθε φορά που άκουγε τούτα τα όμορφα λόγια, μάζευε τους χυμούς που κυλούσαν μέσα στον κορμό και τα κλαδιά της και τους έβαζε να τραγουδούν ένα τραγούδι που μόνο εκείνη άκουγε. Έτσι έδειχνε την χαρά της. Ήταν τόσο περήφανη για την ομορφιά της που δεν άφηνε κανέναν να την πλησιάσει και να πειράξει ούτε ένα φυλλαράκι της γιατί φοβόταν μην την ασχημίσουν.
Δεν άφηνε ούτε το παραμικρό έντομο να ανέβει πάνω της. Μόλις αντιλαμβανόταν ότι κάποιο όπως οι κάμπιες, τα μυρμήγκια και άλλα πλησίαζε, διέταζε τις ρίζες της να ταρακουνήσουν το χώμα και να σηκώσουν τόση σκόνη που τα έντομα έφευγαν τρομαγμένα. Έτσι σιγά- σιγά αυτά που περπατούσαν ή σέρνονταν χάμω δεν τολμούσαν πια να πλησιάσουν την όμορφη μηλιά από τον φόβο τους. Της είχανε μάλιστα βγάλει και παρατσούκλι: Την φώναζαν Σεισμομηλιά γιατί έτσι όπως τράνταζε το έδαφος έμοιαζε σαν να γινότανε σεισμός.
Τα άλλα που πετούσαν, όπως οι πεταλούδες και οι μέλισσες αλλά και τα πουλιά, μόλις τολμούσαν να καθίσουν στα κλαδιά ή στα πέταλα ενός λουλουδιού της, εκείνη έβαζε όλη της την δύναμη και κούναγε τα κλαδιά της σαν να φυσούσε δυνατός άνεμος μέχρι να φύγουν από πάνω της τα σιχαμένα - όπως τα έλεγε από μέσα της - φτερωτά πλάσματα. Και αυτά σιγά- σιγά άρχισαν να την αποφεύγουν και την έλεγαν Τρελομηλιά γιατί έτσι όπως κουνούσε τα φύλλα της, έμοιαζε σαν να χόρευε ένα άγνωστο τρελό χορό.
Έτσι αυτή η χρονιά ήταν μάλλον η τελευταία που θα έκανε μήλα, αφού οι μέλισσες δεν έπαιρναν από αυτήν και δεν έφερναν γύρη από άλλες μηλιές για να γίνουν τα λουλούδια μήλα. Όταν γέμισε όμορφα κόκκινα λαχταριστά φρούτα καμάρωνε πια τόσο πολύ που νόμιζε πως είχε γίνει η βασίλισσα του λόφου.
Κανείς δεν τολμούσε να την πλησιάσει για να κόψει έστω και ένα από τα λαχταριστά της μήλα και να απολαύσει τον υπέροχο γλυκό χυμό τους, γιατί κάθε φορά που αντιλαμβανόταν κάποιον να την πλησιάζει κατάφερνε να σηκώνει από το χώμα γύρω της τόσο πολλή υγρασία και χανόταν σε μια πυκνή ομίχλη.
Κανείς λοιπόν δεν τολμούσε να την πλησιάσει εκτός από τον μικρό Λάμπη, που έμενε με την μαμά και τον μπαμπά του λίγο πιο πέρα. Ο Λάμπης ήταν οχτώ χρονών φέτος.
Ο Λάμπης λοιπόν μόλις βγαίναν τα καινούργια μήλα, πήγαινε κάτω από την μηλιά και περίμενε εκείνη να αρχίσει να ταρακουνάει το χώμα για να τον τρομάξει και να φύγει. Εκείνος όμως όχι μόνο δεν φοβόταν αλλά αντίθετα του άρεσε τόσο πολύ αυτό το πάνω- κάτω, που έμενε από εκεί μέχρι να κουραστεί η μηλιά. Ύστερα σκαρφάλωνε σαν σκίουρος στο πιο κοντινό κλαδί και έκοβε ένα μήλο. Η μηλιά ανατρίχιαζε από το κακό της και έβγαζε στον κορμό της κάτι σαν σπυριά. Ο Λάμπης γελούσε και απολάμβανε το μήλο που μασουλούσε.
Μια μέρα που ο Λάμπης ήταν και πάλι πάνω στο δέντρο και είχε φέρει κοντά στο στόμα του το πρώτο μήλο που είχε κόψει έτοιμος να το δαγκώσει, εκείνο, έκανε μια ξαφνική κίνηση και με έναν πήδο ξέφυγε από το χέρι του Λάμπη και έπεσε κάτω στο χώμα. Ο Λάμπης ξαφνιασμένος το κοίταζε ώσπου αποφάσισε να κατέβει και να το πιάσει.
Όταν κατέβηκε, έσκυψε να πάρει το μήλο αλλά εκείνο λες και ήταν μπάλα έκανε έναν πήδο και βρέθηκε πιο κει στην κατηφόρα. Ο Λάμπης έτρεξε να το αρπάξει, αλλά εκείνο, άρχισε να κατηφορίζει τον λόφο τσουλώντας με ταχύτητα. Έτσι μπροστά το κόκκινο μήλο, πίσω ο Λάμπης τρέχανε στον πράσινο λόφο. Η μηλιά που τους έβλεπε από μακριά αγωνιούσε για το θα γινοτανε το μηλαράκι της, το παιδάκι της.
Κάποια στιγμή το μήλο σταμάτησε. Όχι γιατί κουράστηκε αλλά γιατί βρέθηκε μπροστά σε ένα ρυάκι που το νερό του ήταν ορμητικό.
Ο Λάμπης λαχανιασμένος το πλησίασε με προσοχή. Το μήλο δεν κουνήθηκε. Φαινόταν σαν να κοίταζε το ρυάκι. Ο Λάμπης έσκυψε. Το έπιασε και σηκώθηκε. Το κοίταξε. Τώρα δεν είχε καμιά όρεξη να το δαγκώσει γιατί του φάνηκε πως το μήλο ήθελε να γίνουν φίλοι.
Το κράτησε στην χούφτα του και πατώντας πάνω σε κάτι πλατιές κοτρόνες που ήταν μέσα στο ρυάκι, βρέθηκε στην άλλη πλευρά. Ξανακοίταξε το όμορφο κατακόκκινο μήλο και προχώρησε προς το σπίτι του.
Όταν έφτασε εκεί η μαμά του που τον είδε του φώναξε:
«Τι ωραίο μηλαράκι είναι αυτό που κρατάς; Θα μου δώσεις λίγο κι εμένα;»
«Όχι μαμά. Αυτό το μήλο δεν θα το φάμε. Θα το φυλάξουμε!» είπε ο Λάμπης
«Μα θα χαλάσει.» του είπε η μαμά του.
«Όχι δεν θα χαλάσει!» είπε με σιγουριά ο Λάμπης.
«Καλά, καλά, » είπε η μαμά του «πήγαινε να πλύνεις τα χέρια σου γιατί σε λίγο θα έρθει ο μπαμπάς και θα βάλω να φάμε.
«Εντάξει.» είπε εκείνος
Πήγε στο δωμάτιο του. Πήρε μια μπλούζα του από το συρτάρι την έκανε κουβάρι και έβαλε το μήλο να κάτσει εκεί πάνω εκεί στα μαλακά.
Εκείνη την στιγμή άκουσε και την φωνή του μπαμπά του. Πήγε έπλυνε τα χέρια του και πήγε να φάει με τους γονείς του.
«Που είναι το μήλο;» ρώτησε η μητέρα του.
«Ποιο μήλο;» είπε ο μπαμπάς του.
«Έφερα ένα μήλο από την μηλιά στον λόφο.» είπε ο Λάμπης
«Και που είναι;» ρώτησε ο πατέρας του
«Στο δωμάτιό μου.» απάντησε ο Λάμπης
«Θα το φας αργότερα;» είπε η μαμά του
«Όχι δεν θα το φάω. Δεν θα το φάω ποτέ!» είπε ο Λάμπης με πείσμα
«Μα σε λίγες μέρες θα χαλάσει και θα το πετάξεις. Να το φας τώρα που είναι φρέσκο.» είπε ο μπαμπάς του.
Ο Λάμπης δεν απάντησε. Τέλειωσε αμίλητος το φαγητό και πήγε στο δωμάτιό του. Εκεί πάνω στο κουβάρι που είχε κάνει το μπλουζάκι του καθότανε καμαρωτό - καμαρωτό το κατακόκκινο λαχταριστό μήλο.
Είχε πια νυχτώσει. Ο Λάμπης και οι γονείς του έπεσαν να κοιμηθούν.
Το μήλο είχε αρχίσει να ζεσταίνεται τόσες ώρες πάνω στο μάλλινο μπλουζάκι του Λάμπη και το φλούδι του είχε αρχίσει να τον τρώει. Μα πως να ξυστεί. Δεν μπορούσε και να αλλάξει θέση. Και τι δεν θα έδινε να μπορούσε να φύγει από κει.
Το πρωί όταν όλοι ξύπνησαν ο Λάμπης το πρώτο πράγμα που έκανε ήτανε όταν σηκώθηκε ήταν να δει πως πάει το μήλο του. Του φάνηκε λίγο θολό το χρώμα του αλλά δεν έδωσε σημασία γιατί ήταν πρωί ακόμη.
Αργότερα, βγήκε έξω να παίξει με το ποδήλατό του. Η μαμά του αφού έφυγε ο μπαμπάς για την δουλειά του άρχισε να καθαρίζει το σπίτι.
Κάποια στιγμή, ο Λάμπης μπήκε στο σπίτι, πήγε στο δωμάτιο του για να δει πως πάει το μηλαράκι του.
Όμως ο τρόμος που πήρε ήταν μεγάλος.
Μέσα στο δωμάτιο είχε μπει ένα μαύρο πουλί με μακρυά ουρά και τσιμπούσε με το ράμφος του το όμορφο φλούδι του μήλου, που είχε όμως λιγάκι θαμπώσει από χθες. Ο Λάμπης έβαλε τις φωνές και έτρεξε προς το πουλί. Εκείνο μόλις τον είδε έχωσε το ράμφος του πιο βαθιά στο μήλο και αρπάζοντάς το έφυγε από το παράθυρο.
Πολύ στενοχωρήθηκε ο Λάμπης. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Το μήλο του έκανε φτερά!
Η μαμά του που τον έβλεπε έτσι αμίλητο προσπαθούσε να τον κάνει να γελάσει λέγοντας του αστεία αλλά εκείνος ούτε που την άκουγε.
Πέρασαν αρκετές μέρες.
Ένα πρωί που ο ήλιος έλαμπε έξω ο Λάμπης άνοιξε το παράθυρό του για να μπει φρέσκος αέρας στο δωμάτιο. Τότε είδε ξαφνικά το μαύρο πουλί που είχε κλέψει το μήλο να στέκεται σε ένα σημείο του κήπου έξω και να τον κοιτάζει κατάματα.
Ο Λάμπης βγήκε τρέχοντας από την πόρτα της κουζίνας και βρέθηκε στην αυλή. Το μαύρο πουλί ήταν ακόμη εκεί. Τον κοίταζε. Ο Λάμπης με αργά βήματα το πλησίασε. Εκείνο ούτε που κουνιόταν. Μόλις έφτασε μισό βήμα μπροστά του εκείνο έσκυψε το κεφάλι και κοίταξε στο χώμα. Ο Λάμπης ακολούθησε το βλέμμα του και είδε κάτι πράσινο σαν στενόμακρο φύλλο με μυτερή άκρη να εξέχει λίγο από το χώμα.
«Μαμά, μαμά! Έλα να δεις φώναξε!»
Η μητέρα του ξαφνιασμένη από την ένταση της φωνής του ήρθε σχεδόν τρέχοντας. Το μαύρο πουλί βλέποντας την, άνοιξε τα φτερά του και έφυγε.
«Τι είναι Λάμπη; Τι είναι;» ρώτησε εκείνη ανήσυχη.
«Κοίτα μαμά!» είπε και της έδειξε το μικρούλικο φυτό που φύτρωνε στο χώμα. Η μαμά του έσκυψε να δει καλύτερα.
«Ω! Λάμπη μου! Εδώ γεννιέται μια μηλιά!» Είπε και τον αγκάλιασε. «Είναι η δική σου μηλιά από τους σπόρους του μήλου σου που έφαγε το πουλί.»
Το μεσημέρι που ήρθε ο μπαμπάς, καθίσανε μαζί με τον Λάμπη και φτιάξανε ένα πλέγμα από σύρμα γύρω από το μωρό μηλιά. Αυτό σιγά- σιγά μεγάλωσε κι έγινε μια πανέμορφη μηλιά σαν την μάνα της χωρίς όμως τις ιδιοτροπίες της.
Στο μεταξύ ο άνεμος που ξέρει την γλώσσα όλων των δέντρων, έτρεξε με χαρά και παίζοντας με τα φύλα της ιδιότροπης μηλιάς πάνω στον λόφο, της είπε ότι απόκτησε μια πανέμορφη κόρη που ζούσε ευτυχισμένη στον κήπο του Λάμπη.
Ήταν τόσο μεγάλη η χαρά της, που άλλαξε αμέσως χαρακτήρα. Δενκαι ήταν πια η παράξενη και στριμμένη μηλιά από κείνη τη μέρα.
Τώρα άφηνε όλα τα έντομα και τα πουλάκια να έρχονται να την επισκέπτονται και από Τρελομηλιά ή Σεισμομηλιά που την έλεγαν παλιά, τώρα όλοι την καμάρωναν και την φώναζαν Γλυκομηλιά.
οοοο τι ωραιο!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι το τελος μου αρεσε παρα πολυ!
τη συμπαθησα πολυ την Γλυκομηλιά γιατί εκτος ολων των αλλων με παραπεμπει και στο γλυκο μιλητο των ανθρωπων!
θα ηθελα να διαβασω κι αλλα πραμυθια σου!
να εισαι καλα!
@ΕΚΦΡΑΣΟΥ
ΔιαγραφήΤελικά εσύ είσαι η "Γλυκο...μιλιά" με τα όμορφα σου λόγια!
Έχω τον τελευταίο καιρό μια επιθυμία να προσπαθήσω να γράψω παραμύθια. Ελπίζω να τα καταφέρω γιατί αντιλαμβάνομαι ότι είναι ένα εντελώς ξεχωριστό είδος. Σε ευχαριστώ πολύ που με ενθαρρύνεις!
Και έτσι είναι με τους ανθρώπους, με αγάπη μεγαλόνουν σωστά... Γλυκόμηλιά, γλυκοπαιδιά...
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλιά πολλά, πολύ όμορφο. θα πω το παραμύθι το βράδυ στα παιδιά μου.
Muchas gracias, amigo. Cafelito y una buena charla.
@censurasigloXXI
ΔιαγραφήΕπειδή είναι το πρώτο παραμύθι που γράφω, ελπίζω να αρέσει στα παιδάκια σου. Τα παιδιά από ότι καταλαβαίνω από τα εγγόνια μου είναι εν διαφορετικό είδος ανθρώπου. Η ψυχή τους είναι ακόμη αγνή.
Tu me trae Siempre un toque de la música española que me encanta!
υπέροχο και ανοιξιάτικο!
ΑπάντησηΔιαγραφή@kat
ΔιαγραφήΧρόνια και ζαμάνια έχω να σε δω! Πόσο χαίρομαι!
Σε ευχαριστώ που ήρθες κι εσύ ανοιξιάτικα σαν λουλούδι μυρωμένο!
Tόσο όμορφο και τρυφερό. Έζησα κάθε λέξη του! Σε ευχαριστώ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΆννα Μαρία Ζαγοριανού
@Ann Marie Zagorianos
ΔιαγραφήΗ χαρά της εδώ παρουσία σου Άνν Μαρί είναι για μένα τεράστια επιβράβευση, πόσο μάλλον τα όμορφα σου λόγια για τα οποία πολύ σε ευχαριστώ! Ελπίζω να τα λέμε συχνά.
Πολύ πολύ καλό Χριστόφορε μου και ειλικρινά με κράτησε μέχρι το τέλος!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο παραμύθι σου, έχει τη φρεσκάδα του μήλου!
Νομίζω πως είναι μια πολύ καλή ιδέα να γράψεις και άλλα και να βάζεις τα εγγόνια σου να κρίνουν, κάτι παρόμοιο έκανα παλιά όταν τα παιδιά μου ήταν μικρά με τη ζωγραφική μου, είναι εξαιρετικοί κριτές!
Πολλά πολλά ΑΦιλιά! :)
Τους άρεσε πάρα πολύ... μόνο που όταν τους είπα "ένα παιδί που ήταν στο σίπτι του..." μου ρώτησε ο μικρος Χούλιο:
ΑπάντησηΔιαγραφή- Με τον μπαμπά και την μαμά του ζούσε;
- Ναι, και με την γιαγιά και ο παπούς του...
- Και το σκυλο;
- Ναι, με τον σκυλο του...
- Και γάτα είχε;
- Ναι, και την γάτα του...
- Τότε καλά...
Τότε χαλάροσε, όταν κατάλαβε ότι στο παιδί δεν του έλειπε οικογένια! Σπουδαίο, πολύ σπουδαίο αυτό.
Besos y muchas, muchas, muchas gracias. Buen fin de semana, amigo mío.
@censurasigloXXI
ΔιαγραφήΠραγματικά πολύ σπουδαίο. Τα παιδιά είναι ένα θαύμα της φύσης μπορούν να μας διδάξουν πολλά αν τα ακούγαμε. Μου αρέσει πολύ που μου τα 'έγραψες αυτά γιατί κι εγώ μαθαίνω. Σε ευχαριστώ πολύ καλή μου φίλη και να είστε όλοι καλά! Envío el más dulce besos de la primavera.
@Άιναφετς
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ Στεφανία μου. Ακριβώς αυτό έκανα χωρίς να τους πω ότι εγώ το έγραψα. Ο μεγάλος (σε λίγο 6) με άκουσε χωρίς να πάρει καν τα μάτια του από πάνω μου. Ο μικρός περίπου 5 ήθελε περισσότερα τέρατα χα χα χα χα. Η γνώμη σου πάντως για μένα μετράει αφάνταστα .
Προσπαθώ να μπω στην ανάρτηση σου αλλά δεν ξέρω κάτι δεν μου πάει καλά..
Υπάρχει πρόβλημα με τη wordpess και προσπαθώ να το εντοπίσω με τη βοήθεια ειδικών μαστόρων... μάταια προς το παρόν... και η τελευταία ανάρτηση που θα άρεσε πολύ και στη σύζυγο σου, (!) δεν εμφανίζεται στο blooger!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑΦιλιά πολύ πολύ υπομονετικά... ειδικά και γενικά! :)
Α! αν "πατήσεις" το avatar (Άιναφετς) μου και συνέχεια στο ιστολόγιο, θα βρεθείς στο blog μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑΦ!
@Άιναφετς Μου αρέσει που μαθαίνω και τα AVATAR , τώρα στα γεράματα! Θα το κάνω και ελπίζω να μην βρεθώ σε άλλη διάσταση χα χα χα
ΔιαγραφήΚαλώς όρισες στον κόσμο των παραμυθιών...Χριστόφορε...εκει που η φαντασία.. κανει τα δικά της παραμύθια.. και την γνωρίζουν πολύ καλά όλα τα παιδιά.... το θέμα είναι να πάμε εμείς στον παραμυθοχώρο τους...και εσύ το κατάφερες... !!! καλή συνέχεια...
ΑπάντησηΔιαγραφή@Σμαραγδένια Ρούλα
ΔιαγραφήΡούλα Σμαραγδοχρυσαφενιοκαρδιά, το ότι λες ότι " ο θέμα είναι να πάμε εμείς στον παραμυθοχώρο τους...και εσύ το κατάφερες.." είναι για μένα σπουδαία επιβράβευση και πολύ πολύ σε ευχραιστ'ώ εκτός του ότι χαίρομαι που σε βλέπω.
Καλημέρα Χριστόφορε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπειδή απ΄ τη περασμένη εβδομάδα δεν εμφανίζονται τα ποστάκια μου, αποφάσισα να ειδοποιώ η ίδια τους φίλους μου!
ΑΦ! πάντα Αγάπης!
http://ainafetst.wordpress.com/2014/03/26/unechanson/
@Άιναφετς
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα ποστάκια σου είναι τοστάκια τώρα που μας ειδοποίησες (εύκολα) !! Ίδωμεν!!
Τα ΑΦ είναι τόσο καλοδεχούμενα που λέω να τους φτιάξω και φωλιά!
Χριστόφορε Καλό μήνα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠώς και που μπορώ να έχω λεπτομέρειες για το καινούργιο σου βιβλίο;
Καλοτάξιδο να είναι!
ΑΑΦ! Ανοιξιάτικα Αληθινά Φιλιά! :)